Πρέπει κανείς να είναι τυφλός ή «στημένος» (ό-πως η ηγεσία του Περισσού, για παράδειγμα) για να μη θεωρεί ότι αυτό που εκτυλίσσεται στην Ελλάδα από τη νύχτα του περασμένου Σαββάτου είναι μια γνήσια εξέγερση της νεολαίας. Μια εξέγερση που όμοιά της δεν έχουμε ξαναγνωρίσει από την πτώση της χούντας και μετά. Τα χαρακτηριστικά που κάνουν αυτή την εξέγερση να ξεχωρίζει είναι η μαζικότητα, η εκρηκτικότητα και το άπλωμά της σε όλη τη χώρα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι η εξέγερση αυτή είναι πρώτη είδηση σε όλα τα ξένα ΜΜΕ, ενώ σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες (Ιταλία, Γερμανία, Γαλλία) εκφράζονται φόβοι για φαινόμενο ντόμινο.
Σπεύδουμε να διευκρινίσουμε πως τα όσα δημοσιεύουμε σ’ αυτό το φύλλο δεν μπορούν να καλύψουν το τεράστιο αυτό θέμα. Μερικές νύξεις είναι. Αλλωστε, την ώρα που κλείνει η ύλη της εφημερίδας μας η εξέγερση βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη, παρά μια μικρή εικόνα κάμψης, η οποία όμως μπορεί να αποδειχτεί μαγική. Την Πέμπτη το πρωί ήταν η σειρά των μαθητών, που σε όλο το λεκανοπέδιο της Αττικής πολιόρκησαν και πετροβόλησαν αστυνομικά τμήματα, έστησαν οδοφράγματα και συγκρούστηκαν με τα ΜΑΤ, να δώσουν τη δική τους απάντηση σ’ αυτά που διοχέτευε την Τετάρτη το κυβερνητικό επιτελείο περί «εκτόνωσης». Σε κάθε περίπτωση, στα ΑΕΙ και ΤΕΙ θα έχουμε συνέχεια μέχρι τις γιορτές, ενώ δεν αποκλείεται να έχουμε κύμα καταλήψεων και στα σχολεία, παρά τις οδηγίες Στυλιανίδη προς τους καθηγητές να ακολουθήσουν ελαφρύ πρόγραμμα με μπόλικες εκδρομές και ψυχαγωγικές εκδηλώσεις. Το κλίμα έχει αλλάξει άρδην στις σχολές. Χαρακτηριστικά είναι αυτά που έγιναν την Πέμπτη στο ΤΕΙ Αθήνας και το Πάντειο (ενδεχομένως και σε άλλες σχολές, για τις οποίες εμείς δεν είχαμε πληροφόρηση). Οι Κνίτες πήγαν από τα χαράματα και έκλεισαν τις σχολές, λέγοντας στους φοιτητές που πήγαιναν για μαθήματα να φύγουν! Σε λίγες ώρες μαζεύτηκαν φοιτητές, έσπασαν το κνίτικο «λοκ-άουτ», έκαναν συνελεύσεις και αποφάσισαν καταλήψεις με ανοιχτές τις σχολές για τους φοιτητές και όποιον άλλο. Ας μη βιάζεται, λοιπόν, κανένας να κηρύξει το τέλος της εξέγερσης. Για την εξέλιξή της θα αποφασίσουν οι μάζες των νέων που βγήκαν στους δρόμους και συγκρούστηκαν με την εξουσία.
♦ Πυροκροτητής
Η εν ψυχρώ δολοφονία του 15χρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου λειτούργησε σαν πυροκροτητής που προκάλεσε την έκρηξη σε μια εύφλεκτη ύλη που είχε μαζευτεί εδώ και καιρό. Ακόμη και αστοί αναλυτές το έχουν σημειώσει αυτό. Είναι αυτοί που ξέρουν πως τα αστυνομικά μέτρα δεν αρκούν και πως το μόνο που καταφέρνουν είναι απλά να ανακυκλώνουν το πρόβλημα. Αυτοί που εισηγούνται ένα πλέγμα ρεφορμιστικών μέτρων που να μπορέσουν να ενσωματώσουν στη λογική του συστήματος ένα κομμάτι της «μετέωρης» νεολαίας. Με θλίψη τους, όμως, ακούν εκείνους που ασκούν διακυβέρνηση να υποστηρίζουν πως δεν υπάρχουν περιθώρια (οικονομικά) για τέτοιες… πολυτέλειες.
Τι είναι αυτό που έχει συσσωρευτεί πάνω στη νεολαία; Είναι η φυσική βία της εξουσίας, αλλά και η «συμβολική βία» που απορρέει από τον οικονομικό καταναγκασμό, που ξεπηδά από κάθε πόρο του συστήματος. Το σύστημα σκοτώνει όνειρα και ελπίδες, καταδικάζει σε ανέχεια, σε ανεργία, σε απελπισία. Το εκπαιδευτικό σύστημα καταπιέζει, αποβλακώνει, μετατρέπει ανθρώπους σε ρομποτάκια στο όνομα της αναζήτησης μιας ελπίδας σε μελλοντική καριέρα. Την ίδια στιγμή, όμως, οι νέοι που σκοτώνονται για να βρουν μια θέση στο πανεπιστήμιο, βλέπουν δίπλα τους, στη γειτονιά τους, στις κοινωνικές συναναστροφές τους, νέους λίγο μεγαλύτερης ηλικίας, με πτυχία και μεταπτυχιακά και ξένες γλώσσες να «λιώνουν» από την ανεργία και να καταφεύγουν σε δουλειές του ποδαριού. Ετσι, τα αδιέξοδα μπροστά τους γίνονται βουνό. Και βέβαια, δεν είναι καθόλου τυχαίο όλο αυτό το μίσος που εκδηλώνεται ενάντια στην Αστυνομία. Δεν είναι μόνο η εν ψυχρώ δολοφονία ενός εφήβου. Είναι η καταπίεση και οι εξευτελισμοί που υφίστανται σε κάθε τους βήμα από τα ένστολα γουρούνια της εξουσίας. Και ξέρουμε καλά τι σημαίνει να εξευτελίζεις και να ταπεινώνεις έναν νέο.
Ο πυροκροτητής, λοιπόν, άναψε και η συσσωρευμένη εκρηκτική ύλη αποδέσμευσε όλη της την ενέργεια. Μια ενέργεια που φαίνεται καταστροφική, όμως είναι ταυτόχρονα δημιουργική. Γιατί όταν καταστρέφεις το παλιό, κυριολεκτικά ή συμβολικά, ανοίγεις δρόμο για την αναζήτηση του καινούργιου, ακόμα και αν δεν το έχεις βρει. Ακόμα κι αν δεν το αναζητάς. Είναι σίγουρο ότι θα το αναζητήσεις στο μέλλον.
♦ Η φτωχολογιά στο προσκήνιο
Αυτό το κίνημα είναι τόσο πλατύ και πολυποίκιλο που δε μπορεί εύκολα να χωρέσει στα κοινωνιολογικά σχήματα των αστών διανοούμενων. Σε μια πρώτη ανάγνωση εμφανίζεται ως διαταξικό, αφού βλέπει κανείς ακόμα και παιδιά από εύπορες συνοικίες να πολιορκούν αστυνομικά τμήματα και να πετούν νεράντζια και πέτρες. Αν, όμως, προσέξει κανείς τον κόσμο στις «άγριες νύχτες», δεν θα δυσκολευτεί να γνωρίσει τη νεολαία της φτωχολογιάς. Παιδιά από τα δυτικά προάστια, νεαροί μετανάστες, παιδιά του γηπέδου και του συνεργείου, οργανωμένα σε μικρές ομάδες που διακρίνονταν όχι για την επιχειρησιακή τους ικανότητα (όπως για παράδειγμα οι ομάδες του αναρχικού χώρου) αλλά για την αλληλεγγύη ανάμεσα στα μέλη τους, ήταν αυτά που έφεραν σε πέρας το έργο της δημιουργικής καταστροφής και της σύγκρουσης με τις δυνάμεις καταστολής. Δεν ήταν τα παιδιά των εύπορων συνοικιών, που όμως –πρέπει να σημειωθεί– ότι στο βαθμό που συμμετείχαν δεν έδειξαν εχθρότητα έναντι των συνομηλίκων τους, δεν έδειξαν να αντιστρατεύονται τα σπασίματα. Ηταν τόση η οργή και το μίσος που νίκησε κάθε κομφορμισμό.
Επίσης, πρέπει να σημειωθεί, ότι είναι η πρώτη φορά μετά από χρόνια που η λεγόμενη εξωκοινοβουλευτική αριστερά συμπορεύτηκε με τον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο, χωρίς τη συνήθη προβοκατορολογία και μπαχαλολογία. Η φορά των γεγονότων επέβαλε τη «θέλησή» της. Υπάρχουν, βέβαια, πολλά για να ειπωθούν, αλλά αυτά είναι για μεταγενέστερο χρόνο. Προς το παρόν σημειώνουμε ως θετική εξέλιξη το γεγονός ότι η μεγάλη μάζα των ανθρώπων που πήραν άμεσα μέρος ή στήριξαν αυτή την εξέγερση απαλλάχτηκε (προσωρινά ή μόνιμα είναι κάτι που μένει να αποδειχτεί) από την κριτική της βίας. Με ικανοποίηση ακούσαμε ομιλητές στο αμφιθέατρο της Νομικής να εξαίρουν τη μαχητικότητα και την αποτελεσματικότητα του αναρχικού χώρου, ειδικά την πρώτη νύχτα, που οι πάντες βγήκαν στο δρόμο απροετοίμαστοι.
♦ Μέρα με τη μέρα
Τη νύχτα του Σαββάτου, λίγες ώρες μετά την κυκλοφορία της είδησης για τη δολοφονία του Αλέξη, ήταν κυρίως άνθρωποι από την «εξωκοινοβουλευτική αριστερά» και τον αναρχικό-αντιεξουσιαστικό χώρο που βγήκαν στο δρόμο. Μαζί τους, όμως, ενώθηκαν γρήγορα νεολαίοι που βρέθηκαν στο κέντρο της Αθήνας και έμαθαν τι είχε συμβεί. Ταυτόχρονα, μικρότερα πλήθη ανθρώπων βγήκαν στο δρόμο σε μια σειρά άλλες πόλεις.
Η δράση ήταν σφοδρή και χωρίς αναστολές. Η οργή ξεχείλισε. Πέτρες κατέβασαν τζαμαρίες, μολότοφ άναψαν φωτιές σε κτίρια, πύρινα οδοφράγματα σηματοδότησαν την έναρξη της εξέγερσης. Είδαμε ανθρώπους που όχι πριν πολύ καιρό απέστρεφαν το πρόσωπο από κάθε πράξη λαϊκής αντιβίας και μιλούσαν περιφρονητικά για «μπάχαλους» να κατεβάζουν βιτρίνες και τζαμαρίες, να στήνουν οδοφράγματα, να γίνονται ένα μ’ αυτούς που μέχρι πρότινος λοιδορούσαν.
Την Κυριακή το μεσημέρι, χωρίς καμιά ουσιαστική προετοιμασία, μαζεύτηκαν 10.000 άνθρωποι στο Μουσείο. Σε ήρεμες εποχές οι χώροι που καλούσαν στην πορεία δε μπορούν να μαζέψουν ούτε το ένα τρίτο. Εβλεπες μεσήλικες οργισμένους, να φωνάζουν «μπάτσοι-γουρούνια-δολοφόνοι», να βρίζουν, να κρατούν πέτρες, να είναι έτοιμοι για σύγκρουση. Εβλεπες φοιτητές, πολλούς φοιτητές με ξαναμμένα πρόσωπα. Εβλεπες και τα παιδιά από τις γειτονιές, έτοιμα να ορμήσουν με το πρώτο σύνθημα. Εκεί ήταν που για πρώτη φορά έκαναν αισθητή την παρουσία τους.
Σε όλο το μήκος της Πατησίων από το Μουσείο μέχρι τη συμβολή με την Αλεξάνδρας δεν έμεινε κάμερα στη θέση της, δεν έμεινε τράπεζα χωρίς σπασμένη πρόσοψη. Κι όμως, κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε, κανείς δεν έδειξε να ενοχλείται. Ιδια αντίδραση και όταν παραδόθηκε στις φλόγες μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων στην Αλεξάνδρας. Ακόμη και όταν βγήκαν τα ΜΑΤ και άρχισαν τις επιθέσεις με τεράστιες ποσότητες χημικών, η πορεία έμεινε συγκροτημένη και απαντούσε με πετροπόλεμο. Το αποτέλεσμα θα ήταν καλύτερο αν κάποια οργανωμένα μπλοκ (ΣΥΡΙΖΑ, Δίκτυο, ΚΚΕ μ-λ) δεν γύριζαν πίσω από το ύψος του Αρείου Πάγου, αφήνοντας περίπου 3.000 διαδηλωτές να συνεχίσουν μόνοι τους και επιτρέποντας στα ΜΑΤ να τριχοτομήσουν την πορεία, όμως στην εξέλιξη των πραγμάτων αυτό φάνηκε ασήμαντη λεπτομέρεια. Γιατί υπήρχε κόσμος, υπήρχε διάθεση και οι συγκρούσεις κράτησαν μέχρι αργά τη νύχτα σε διάφορα σημεία, ενώ οι μπάτσοι προσπαθούσαν να βγάλουν τον κόσμο από το δρόμο και να τον εγκλωβίσουν σε Νομική, Πολυτεχνείο και ΑΣΟΕΕ.
Τη Δευτέρα το απόγευμα, το πλήθος μεγάλωσε. Εγινε τετραπλάσιο. Οι απειλές δεν έπιασαν τόπο. Η προβοκατορολογία που είχαν ξεκινήσει τα ΜΜΕ δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα. Οι δυνάμεις της καταστροφής έκαναν και αυτή τη φορά την εμφάνισή τους. Πανεπιστημίου και Σταδίου δεν έμεινε τίποτα όρθιο. Πολυτελή αυτοκίνητα παραδόθηκαν στις φλόγες. Αλλα μετατράπηκαν σε οδοφράγματα. Ηταν φανερή η ευχαρίστηση των μεγάλης ηλικίας διαδηλωτών καθώς έβλεπαν τους νέους να καταστρέφουν. «Σπάστε τα όλα» ήταν η φράση που ακουγόταν από πολλά χείλη. Δυσαρέσκεια καμία, αντίδραση καμία, εκτός από μερικά στελέχη του μηχανισμού του ΣΥΡΙΖΑ, που έμειναν μόνοι τους με το γιού-χα στο στόμα, χωρίς κανείς να τους δίνει σημασία.
Την Τετάρτη τα ίδια. Οι πουλημένοι γραφειοκράτες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ αποφάσισαν να μη κάνουν απεργιακή πορεία, αλλά να στήσουν μια πρόχερη μικροφωνική στο Σύνταγμα, να εκφωνήσουν μερικούς δεκάρικους (ούτε είκοσι λεπτά δεν κράτησε η σεμνή τελετή) και να το βάλλουν στα πόδια, ικανοποιώντας μ’ αυτό τον τρόπο την έκκληση που γραπτώς τους είχε απευθύνει ο Καραμανλής. Ο Περισσός πήγε τους δικούς του βόλτα στο Μεταξουργείο, στην πιο θλιβερή και άμαζη διαδήλωση που έχει οργανώσει τα τελευταία χρόνια. Οι Συριζαίοι επέλεξαν αυτή τη φορά το «ολίγον έγκυος». Σε συνεννόηση με τη ΓΣΕΕ, έβαλαν προσυγκέντρωση στην Κλαυθμώνος, ώστε να πορευτούν μερικές εκατοντάδες μέτρα, πριν φτάσει στην περιοχή το «άγριο μπλοκ». Αυτό το μπλοκ έκανε συγκέντρωση στο Μουσείο. Μια συγκέντρωση που θα γινόταν είτε την κάλυπταν κάποιες συνδικαλιστικές οργανώσεις είτε όχι. Και ήταν το μεγαλύτερο μπλοκ της ημέρας. Μόνο τα κατευθυνόμενα ΜΜΕ δεν το «είδαν» και δεν χρειάζεται να πούμε για ποιο λόγο. Και βέβαια, συγκρούστηκε με τα ΜΑΤ και κράτησε άσβεστη τη φλόγα της εξέγερσης. Μια φλόγα που ήδη έκαιγε απ’ άκρου σ’ άκρο της χώρας, παρά την αστυνομική τρομοκρατία, παρά την τρομοκρατία των ΜΜΕ, παρά την ενεργοποίηση ακόμη και φασιστοειδών σε ορισμένες πόλεις (Πάτρα, Λάρισα).
Αναφερθήκαμε συνοπτικά στην εξέλιξη των γεγονότων στην Αθήνα, γιατί τα παρακολουθήσαμε από κοντά, υπήρξαμε συμμέτοχοι κι αυτό μας επέτρεψε να γνωρίσουμε από κοντά όλες τις κοινωνικές και πολιτικές παραμέτρους που τα καθόρισαν. Αυτές οι παρατηρήσεις, αυτό το ρεπορτάζ μας επιτρέπουν να βγάλουμε συμπεράσματα και να επιχειρήσουμε σύντομα να γενικεύσουμε την πείρα αυτής της εξέγερσης.
♦ Καμιά απολογία
Από τη Δευτέρα το βράδυ, όλη η προπαγάνδα εστιάστηκε στις καταστροφές που αποδόθηκαν στους «κουκουλοφόρους», στους «γνωστούς αγνώστους», στους «αντιεξουσιαστές». Μπορεί τα νούμερα να μην τους έβγαιναν, αυτοί όμως κατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες να συσπειρώσουν τους «νοικοκυραίους», να δημιουργήσουν αντικίνημα. Ούτε αυτό τους βγήκε. Γιατί ακόμα και οι «νοικοκυραίοι» ήξεραν ότι στο δρόμο βρίσκονταν τα παιδιά τους και όχι κάποιες ιδεολογικοπολιτικές ομάδες. Ετρεμαν στην ιδέα ότι κάποιος κουμπουροφόρος ένστολος θα ξαναβγάλει το πιστόλι και θα ξαναρίξει στο ψαχνό ή κάποιος Καλαμπόκας θ’ ανοίξει το κεφάλι κάποιου παιδιού. Ακόμα και το «πού είναι το κράτος να μας προστατεύσει;» ακούστηκε πολύ λίγο από στόματα «νοικοκυραίων» εν αντιθέσει με τα στόματα των λυσσασμένων Πρετεντεράκηδων και λοιπών τηλεαστέρων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, βέβαια, στριμώχτηκε και άρχισε τις καταγγελίες, μαζί με κάτι πατερναλιστικές αναλύσεις του κώλου που διαχώριζαν τους «κουκουλοφόρους» από τη «νεολαία μας», όμως ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε έπαιξε ούτε παίζει κανένα ρόλο στην εξέλιξη αυτού του κινήματος. Απλώς, καταθέτει κι αυτός τη συμβολή του στη συγκρότηση του «εθνικού μετώπου» της μπουρζουαζίας.
Εκείνο που θέλουμε να σημειώσουμε είναι ότι δεν πρέπει να υπάρξει κανενός είδους απολογητική για τις καταστροφές που προκαλεί η εξέγερση. Οι ιστορικές αναφορές στις εξεγέρσεις, σε όλη τη διαδρομή της ανθρώπινης ιστορίας, είναι ασφαλώς χρήσιμες, όμως υπάρχουν στοιχεία της επικαιρότητας που μπορούμε και πρέπει να χρησιμοποιήσουμε. Ποιοι είναι αυτοί που μιλούν για καταστροφές; Οι τραπεζίτες που έχουν καταληστεύσει τον κόσμο; Οι πολιτικοί που έχουν πλιατσικολογήσει το Δημόσιο; Ποιοι είναι αυτοί που χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για εργαζόμενους που θα χάσουν μεροκάματα; Ο Μίχαλος που πρότεινε να δουλεύουν οι εργαζόμενοι τρεις μέρες την εβδομάδα;
Τι καταστράφηκε στην Αθήνα; Σύμβολα της πολιτικής και κοινωνικής εξουσίας καταστράφηκαν. Ιδιοκτησίες εκείνων που ρουφάνε το αίμα και τον ιδρώτα του εργαζόμενου λαού. Σύμβολα μιας ψεύτικης ευημερίας. Καταστράφηκαν και μικρομάγαζα, μας λένε. Ελάχιστα είναι αυτά στην Αθήνα (δεν ξέρουμε τι έχει γίνει σε άλλες πόλεις). Και δεν έχει κανένα νόημα να λέμε αυτό έπρεπε να καταστραφεί, αυτό όχι. Σε μια αυθόρμητη εξέγερση δε μπαίνουν όρια. Οπως δε μπήκαν όρια στην εξέγερση του Λος Αντζελες το 1992, του Παρισιού το 1994, των γαλλικών προαστίων το 2005. Οπως δεν μπήκαν όρια σε όλες τις μεγάλες εξεγέρσεις και επαναστάσεις της Ιστορίας, που είχαν και ακρότητες και αδικίες. Δε μετράει έτσι η Ιστορία τα επεισόδιά της. Ετσι μετράνε την ταξική πάλη εκείνη που τη θέλουν είτε ανύπαρκτη είτε καναλιζαρισμένη από την αστική νομιμότητα. Και στο τέλος-τέλος, η κυβέρνηση είναι υπεύθυνη γι’ αυτό το κίνημα, η κυβέρνηση είναι υπεύθυνη για τις καταστροφές, αυτή ας τα βρει με τους ιδιοκτήτες.
Μια εξέγερση έχει τους δικούς της στόχους, αυτοί την απασχολούν, μ’ αυτούς πρέπει να ασχοληθεί. Είχε στόχους αυτή η εξέγερση; Ακούγεται κι αυτό και δεν πρέπει να το αφήσουμε αναπάντητο, γιατί είναι και ένα από τα κομβικά ζητήματα της προβληματικής μας από εδώ και πέρα.
Πάλι σε ένα πρώτο επίπεδο, αυτή η νεολαιίστικη εξέγερση φαίνεται να μην είχε στόχους. Φαίνεται σαν ένα τυφλό ξέσπασμα οργής ενάντια σ’ αυτά που πνίγουν μεγάλα τμήματα της νεολαίας. Αν ξύσουμε λίγο την επιφάνεια, όμως, θα ανακαλύψουμε πολλούς στόχους, που όπως συμβαίνει πάντοτε σε τέτοιας έκτασης αυθόρμητα κινήματα δεν μπορούν να διατυπωθούν, γιατί τα κινήματα αυτά δεν είναι πολιτικά συγκροτημένα.
Δεν έχει στόχους και αιτήματα ο μαθητής; Τόσα χρόνια, τόσα κύματα καταλήψεων δεν διατύπωσαν στόχους, όπως για παράδειγμα η ελεύθερη πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που θα απαλλάξει τα παιδιά από το άχθος των εξετάσεων;
Δεν έχει στόχους και αιτήματα ο φοιτητής; Τότε τι εξέφρασαν δυο μεγάλα κύματα καταλήψεων (το τρίτο πάει να ξεκινήσει τώρα) ενάντια στο νόμο-πλαίσιο, ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης και στη νομιμοποίηση των κολεγίων;
Δεν έχει στόχο ο άνεργος νέος που «λιώνει» στις καφετέριες και στους προθαλάμους των επιχειρήσεων, συχνά φιλώντας κατουρημένες ποδιές για μια θέση εργασίας;
Δεν έχει στόχο ο εργαζόμενος νέος των 700 ευρώ που η ζωή του είναι σκέτη μαυρίλα, που δε μπορεί ούτε σπίτι να νοικιάσει και αναγκάζεται να κατοικεί με τους γονείς του;
Στόχοι υπάρχουν, λοιπόν, και δεν χρειάζεται να διατυπωθούν ρητά για να τους διακρίνει κανείς πίσω από τις φωτιές των οδοφραγμάτων και τους καπνούς των χημικών της Αστυνομίας. Στη σημερινή του φάση αυτό το κίνημα αδυνατεί να επεξεργαστεί ένα διεκδικητικό πρόγραμμα και ένα σχέδιο δράσης, ενώ δεν υπάρχει συγκροτημένη πολιτική δύναμη που να έχει την εμπιστοσύνη του κινήματος (οι επαναστατικές ονειροφαντασίες ορισμένων που χτυπιούνται στο αμφιθέατρο της Νομικής είναι καλές για εσωτερική κατανάλωση, αλλά ως εκεί).
Σ’ αυτές τις συνθήκες, καθήκον κάθε επαναστάτη, κάθε επαναστατικής συλλογικότητας είναι η συμμετοχή στην εξέγερση, η «συγχώνευση» με τα κύματα της νεολαιίστικης οργής, η συνεισφορά στην οργάνωση του αγώνα στο δρόμο. Με σεβασμό στις επιλογές των εξεγερμένων. Με σεβασμό ακόμα και στα λάθη τους, γιατί μόνο μέσα από τα λάθη τους μαθαίνουν τα κινήματα. Το παν είναι να διατηρηθεί η ενότητα στο δρόμο και το αγωνιστικό πνεύμα.