Ας αφήσουμε στην άκρη τα όσα καταθέτει ο Χ. Ζαχόπουλος στον ανακριτή, γιατί δεν έχουν καμιά πολιτική σημασία (οι πολιτικές «ρυθμίσεις» έχουν προηγηθεί). Ποινικά μόνο αφορούν τους εμπλεκόμενους στην υπόθεση (Τσέκου, Νικολιτσόπουλο και τους δυο ακόμη εμπλεκόμενους δικηγόρους, γιατί ο Αναστασιάδης μάλλον ούτε για πλημμέλημα θα κατηγορηθεί). Οπως εδώ και αρκετές εβδομάδες έχουμε γράψει, αυτή η υπόθεση έχει ξεφτίσει πολιτικά και εξελίσσεται πλέον ως μια απλή ποινική υπόθεση.
Ας αφήσουμε στην άκρη το περιεχόμενο των καταθέσεων Ζαχόπουλου και ας επικεντρωθούμε στο δικονομικό μέρος της κατάθεσής του. To ρεπορτάζ είναι από μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα και επιλέχτηκε ενδεικτικά. Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν το σύνολο του Τύπου αναφερόμενο στην πρώτη επίσκεψη του ανακριτή στον «Ευαγγελισμό», προκειμένου να πάρει κατάθεση από τον Ζαχόπουλο: «Προηγήθηκε, πάντως, μια προσωπική συζήτηση για την υγεία του και στη συνέχεια ο ανακριτής ήταν υποχρεωμένος να “ψάχνει” βήμα βήμα τις ερωτήσεις που θα υποβάλει, ώστε και να φωτίσει την αλήθεια χωρίς να προκαλέσει οποιαδήποτε συναισθηματική “επιπλοκή” στον μάρτυρα, που έχει ήδη υποβληθεί σε πολύμηνη νοσηλεία. Η κατάθεσή του, όπως δήλωσε ο δικηγόρος του Αλ. Λυκουρέζος, άρχισε στις 11 και τέταρτο και σταμάτησε, λόγω κόπωσης, στις 13.30». Ιδια ήταν η εικόνα και κατά τη δεύτερη επίσκεψη του ανακριτή. Η κατάθεση κράτησε πάλι δυο ώρες και διακόπηκε, λόγω κόπωσης του Ζαχόπουλου.
Ολα τούτα είναι δικονομικά άψογα, όπως λένε οι νομικοί. Η υγεία και τα δικονομικά δικαιώματα του καταθέτοντος είναι πάνω από τις ανάγκες της ανάκρισης, η οποία αναζητά την αλήθεια. Θυμίζουμε ακόμη ότι επί ένα συναπτό τετράμηνο απαγορεύτηκε κάθε πρόσβαση του ανακριτή στο Ζαχόπουλο. Παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του, η άρνηση των γιατρών ήταν κάθετη. Αντίθετα, πλήρη πρόσβαση στο Ζαχόπουλο είχαν οι συνήγοροί του. Οταν επετράπη η είσοδος του ανακριτή, ο Ζαχόπουλος είχε πλήρη γνώση της δικογραφίας, είχε συνεργαστεί με τους συνηγόρους του, ήταν πανέτοιμος να καταθέσει ό,τι αυτός ήθελε, το οποίο ουδείς μπορεί να διαβεβαιώσει ότι είναι ταυτόσημο με την αλήθεια. Κι αυτό, όμως, είναι δικονομικά επιτρεπτό.
Αν πάμε πεντέμισι χρόνια πίσω, θα βρούμε έναν άλλο πολυτραυματία στην ίδια Μονάδα που νοσηλεύτηκε ο Ζαχόπουλος. Το Σάββα Ξηρό. Την πέμπτη κιόλας μέρα αποσωληνώθηκε βιαστικά και το ίδιο βράδυ μπήκαν στο θάλαμό του οι ανακριτές-ιεροεξεταστές. Ο ίδιος ήταν δεμένος με ιμάντες στο κρεβάτι, με τα μάτια καλυμμένα με γάζες, συνδεδεμένος με τα μηχανήματα της Εντατικής. Σε πλήρη αισθητηριακή απομόνωση, υπό την επήρρεια ψυχοτρόπων φαρμάκων, χωρίς καμιά δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Οι γιατροί, αυτοί οι ίδιοι γιατροί που προστάτευσαν –και σωστά– το Ζαχόπουλο, με επικεφαλής τον περιβόητο καθηγητή Χ. Ρούσσο, έδωσαν το ελεύθερο στους Διώτη και Σύρο να πραγματοποιούν καθημερινά πολύωρες ανακρίσεις. Πάντα νυχτερινές ώρες. Και πάντα χωρίς δικηγόρο, τον οποίο είδε για πρώτη φορά όταν κατέθεσε στον ειδικό εφέτη ανακριτή. Χωρίς καν επικοινωνία με τους δικούς του, τους οποίους είδε μόνο όταν οι ανακριτές είχαν τελειώσει το έργο τους.
Στην περίπτωση του Σάββα Ξηρού παραβιάστηκαν ασύστολα και κατά συρροήν όλα τα ανθρώπινα και δικονομικά του δικαιώματα. Σε ό,τι αφορά τα δικονομικά δικαιώματα υπεύθυνο είναι το κράτος και οι δικαστικοί μηχανισμοί του. Αυτοί οι μηχανισμοί αποδείχτηκαν για μια ακόμη φορά πιστά μαντρόσκυλα της αστικής εξουσίας. Ενας εισαγγελέας λειτούργησε ως ανακριτής-βασανιστής και δυο δικαστήρια τον επιβράβευσαν, μετατρέποντας αυτές τις «καταθέσεις» σε βασικό (στο μόνο) αποδεικτικό υλικό για να στηριχτούν βαρύτατες προαποφασισμένες καταδίκες. Σε ό,τι αφορά, όμως, τα ανθρώπινα δικαιώματα του Σάββα, η ευθύνη είναι εξ ολοκλήρου των γιατρών.
«Χτυπιόταν» και στις δυο δίκες για την υπόθεση 17Ν ο αείμνηστος Κωστής Νικηφοράκης. Μιλούσε για διεθνείς συμβάσεις, για ιατρική δεοντολογία και ηθική. Σε ντουβάρια μιλούσε. Οχι μόνο στη δικαστική αίθουσα, αλλά και στο δικό του επιστημονικό και επαγγελματικό περιβάλλον, στους γιατρούς. Ενας μόνο από τον «Ευαγγελισμό» να έβγαινε και να κατήγγελνε ότι σε βάρος του Σάββα Ξηρού συντελούνταν ένα έγκλημα, τα πράγματα θα άλλαζαν. Ομως, ακόμη και εκείνοι που δεν συμφωνούσαν με το έγκλημα έσκυψαν το κεφάλι, υποτάχτηκαν, σιώπησαν. Η ντροπή αυτή θα στιγματίζει τους ίδιους και όλο τον κλάδο. Ας μιλήσουν για να τη σβήσουν.