Δεν έχει βρεθεί ούτε ένας βουλευτής της ΝΔ που να εκφράσει -έστω και υπαινικτικά- διαφωνία για το γεγονός ότι ο Μητσοτάκης δεν παραπέμπει τον Τσίπρα σε επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης, αλλά μόνο τον Παπαγγελόπουλο. Ακόμα και οι θεωρούμενοι ως ακραιφνείς σαμαρικοί (με πρώτον και καλύτερο τον υπουργό Μπουμπούκο) επιχειρηματολογούν υπέρ της επιλογής Μητσοτάκη. Φανατικά μάλιστα. Αδειάζοντας, φυσικά, τον Σαμαρά, ο οποίος μέχρι στιγμής τηρεί σιγήν ιχθύος.
Γιατί ήταν ο Σαμαράς εκείνος που έδωσε ονοματεπώνυμο στο «θα τους πάω μέχρι το τέλος». Πήγε στον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου που χειρίζεται τη μήνυσή του και υπέδειξε ως εκτελεστές της σε βάρος του σκευωρίας τον Παπαγγελόπουλο («Ρασπούτιν») και τον Τσίπρα. Πράγμα που δεν έκανε ο Αβραμόπουλος και μάλλον ούτε ο Βενιζέλος. Το έκανε αυτό ο Σαμαράς για να φύγει η δικογραφία από τον Αρειο Πάγο και να σταλεί «αμελλητί» στη Βουλή, όπως προβλέπει το άρθρο 86 του Συντάγματος.
Ο Μητσοτάκης τον άδειασε μεγαλοπρεπέστατα. Ακαριαία τον άδειασε και ο Μπουμπούκος (τον οποίο τόσο είχε στηρίξει προεκλογικά ο Σαμαράς, κάνοντας «γκεστ» ακόμα και στην κεντρική προεκλογική του φιέστα). Από πλευράς Μητσοτάκη είναι το δεύτερο άδειασμα του Σαμαρά. Το πρώτο ήταν όταν δεν τον υπέδειξε για τη θέση επιτρόπου που δικαιούται η Ελλάδα. Ο Σαμαράς δεν είναι άπειρος. Ξέρει ότι πλέον δεν υπάρχει περίπτωση να τον προτείνει ο Μητσοτάκης για πρόεδρο της Δημοκρατίας. Επιχειρήματα μπορεί να βρει πολλά. Το πιο εύκολο: «θέλω μια υποψηφιότητα που δε θα προκαλεί πολιτικές αντιπαραθέσεις». Το ερώτημα, λοιπόν, είναι πώς θα αντιδράσει. Θα το καταπιεί και θα περιοριστεί στο ρόλο ενός απλού βουλευτή, χωρίς παραπέρα φιλοδοξίες, ή θα αρχίσει να πολεμά τον Μητσοτάκη με δημόσιες παρεμβάσεις που θα «ανοίγουν ζητήματα»;
Την απάντηση μάλλον θα τη μάθουμε γρήγορα. Την περίοδο της Συμφωνίας των Πρεσπών ο Σαμαράς έκανε αρχηγικές εμφανίσεις στη Βουλή, «κατεβάζοντας» τη δική του ακραία εθνικιστική γραμμή, κόντρα στη γραμμή των Μητσοτάκηδων. Ηξερε καλά τότε ότι ο Μητσοτάκης δεν μπορούσε να του πάει κόντρα, γιατί θα ερχόταν σε σύγκρουση με όλο τον εθνικιστικό εσμό και θα τροφοδοτούσε τα μικρά ακροδεξιά κόμματα, που ο Μητσοτάκης προσπαθούσε να περιθωριοποιήσει κλέβοντάς τους την ατζέντα. Τώρα, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τώρα ο Μητσοτάκης ζητάει την πιστή εφαρμογή της Συμφωνίας των Πρεσπών (κι ας σκούζει όσο θέλει ο Τσίπρας) και στηρίζεται από ένα πανίσχυρο μιντιακό σύστημα. Κυβερνά με μια κλίκα στελεχών αποκλειστικά δικής του επιλογής (πολλοί από δαύτους δεν έχουν κομματικούς δεσμούς με τη ΝΔ), είναι ακόμα στα πολύ πάνω του και ο Σαμαράς δεν μπορεί να τον πλήξει. Αργότερα ίσως, όμως μέχρι να φτάσει αυτό το αργότερα, ο Μητσοτάκης ίσως να έχει καταφέρει να τον ξεφορτωθεί. Ισως λοιπόν ο Σαμαράς να σιωπά επειδή ακόμα «ψάχνεται».