Την Τετάρτη 19 Μάρτη, μέρα της 24ωρης πανελλαδικής πανεργατικής απεργίας, οι συνδικαλιστές του ΣΥΡΙΖΑ στο Γενικό Συμβούλιο της ΠΟΕ-ΟΤΑ συναποφάσιζαν μαζί με τους συνδικαλιστές της ΠΑΣΚΕ την κήρυξη μιας ακόμη 24ωρης απεργίας για την επομένη, μέρα που ολοκληρώθηκε και ψηφίστηκε και κατ’ άρθρο το αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο της Πετραλιά.
Την Πέμπτη 20 Μάρτη, οι συνδικαλιστές του ΣΥΡΙΖΑ στο ΔΣ της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ συναποφάσιζαν μαζί με τους συνδικαλιστές όλων των παρατάξεων (ομόφωνα) το σταμάτημα των απεργιακών κινητοποιήσεων. Για μια ακόμη φορά οι γραφειοκράτες συνδικαλιστές εφάρμοσαν την πάγια τακτική των κομμάτων τους να σταματούν τις απεργιακές κινητοποιήσεις όταν ολοκληρώνεται η κοινοβουλευτική διαδικασία συζήτησης και ψήφισης ενός αντεργατικού νομοσχεδίου.
Την ίδια μέρα, ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ Α. Αλαβάνος, ανακοίνωσε στη βουλή ότι θα καταθέσει πρόταση για την προκήρυξη δημοψηφίσματοs και κάλεσε τα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης να τη συνυπογράψουν, αφού απαιτούνται 120 υπογραφές βουλευτών για να εισαχθεί και συζητηθεί πρόταση για διεξαγωγή δημοψηφίσματος. Την επομένη (21 Μάρτη) η Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΝ κυκλοφόρησε κείμενο συλλογής υπογραφών με τίτλο: «Ο αγώνας συνεχίζεται, λέμε όχι στο αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο, στηρίζουμε την πρωτοβουλία για το δημοψήφισμα».
Στεκόμαστε στη στάση των συνδικαλιστών του ΣΥΡΙΖΑ στις δύο ομοσπονδίες που σήκωσαν τον αγώνα ενάντια στο ασφαληστρικό νομοσχέδιο, γιατί αυτές έχουν τέτοια «δύναμη πυρός», που εάν τη χρησιμοποιήσουν οι συνδικαλιστές τόσο κατά τη διάρκεια της ψήφισης όσο και μετά την ψήφιση ενός νομοσχέδιου, μπορούν να υποχρεώσουν κάθε αστική κυβέρνηση να πάρει πίσω ένα νομοσχέδιο, ψηφισμένο ή όχι. Ολοι οι γραφειοκράτες συνδικαλιστές όχι μόνο έκλεισαν κακήν κακώς τις απεργιακές κινητοποιήσεις στους ΟΤΑ και τη ΔΕΗ, αλλά είχαν φροντίσει να αποκλιμακώνονται και όχι να κλιμακώνονται οι αγώνες αυτοί, με το πρόσχημα «να μη δυσφημιστεί ο αγώνας στην κοινή γνώμη». Για παράδειγμα, οι συνδικαλιστές της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, αντί να βγάζουν από το κύκλωμα κι άλλους σταθμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, ώστε να αυξήσουν την πίεση στην κυβέρνηση και τους καπιταλιστές, όσο πέρναγαν οι μέρες και πλησίαζε η ολοκλήρωση της συζήτησης και ψήφισης του νομοσχέδιου στη βουλή, έδιναν σταθμούς παραγωγής στη διοίκηση της ΔΕΗ. Αυτή η τακτική όλων των αστογραφειοκρατών συνδικαλιστών δεν είναι τωρινή, αλλά έρχεται από το παρελθόν και αποσκοπεί στη ρυμούλκηση του εργατικού κινήματος στον κοινοβουλευτικό κρετινισμό των αστικών πολιτικών κομμάτων όλου του φάσματος της βουλής.
Η Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΝ έχει το θράσος να βαφτίζει το δημοψήφισμα αγώνα και να ισχυρίζεται ότι ο αγώνας ενάντια στο αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο συνεχίζεται με τη συγκέντρωση υπογραφών, ενώ όφειλε (αφού αυτοδιαφημίζεται ως ναυαρχίδα της ριζοσπαστικής αριστεράς) να παλέψει με τους συνδικαλιστές της μέσα στις δύο αυτές ομοσπονδίες (και όχι μόνο) για να περάσει απόφαση για συνέχιση των απεργιακών κινητοποιήσεων και μετά την ψήφιση του αντιασφαλιστικού νομοσχέδιου της Πετραλιά.
Τις θέσεις του ΠΑΣΟΚ και του λεγόμενου ΚΚΕ για την Κοινωνική Ασφάλιση τις έχουμε σχολιάσει επανειλημμένα. Εχουμε αποδείξει, χωρίς να ταυτίζουμε τις θέσεις τους, τον αντεργατικό τους χαρακτήρα. Εδώ θα υπενθυμίσουμε μόνο ότι στο βασικό ζήτημα του ασφαλιστικού συστήματος, δηλαδή στο ποιος θα πληρώσει για την κάλυψη των δαπανών, και τα δύο κόμματα, πρωτοστατούντος του ΚΚΕ στις αρχές της δεκαετίας του 90, υιοθέτησαν την περιβόητη τριμερή χρηματοδότηση. Και τα δύο κόμματα με τη θέση τους αυτή απέρριψαν τη βασική θέση του Κ. Μαρξ, ότι η εργατική τάξη είναι αυτή που παράγει την υπεραξία την οποία καρπώνεται δωρεάν η αστική τάξη. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα το ΚΚΕ απέρριψε τη θέση για τριμερή χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος. Επανήλθε όμως πάλι στην παλιά του θέση για τριμερή χρηματοδότηση, με μόνη τη διαφορά (σε σχέση με την αρχική του θέση των αρχών του ‘90) να μην υπάρχει συμμετοχή των εργαζόμενων στον κλάδο υγείας. Τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ δεν τις έχουμε σχολιάσει, γιατί απλούστατα παρουσιάστηκαν πολύ πρόσφατα, μόλις στις 18 Μάρτη, την παραμονή δηλαδή της ολοκλήρωσης της συζήτησης στη βουλή του αντιασφαλιστικού νομοσχέδιου που θα πολιτογραφηθεί ως αντιασφαλιστικός νόμος Πετραλιά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έδωσε στις θέσεις του το βαρύγδουπο τίτλο «Εναλλακτικές προτάσεις του Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς για μια δημοκρατική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος». Οπως όμως θα δούμε στη συνέχεια, οι θέσεις αυτές είναι σχεδόν ταυτόσημες με τις θέσεις του ΠΑΣΟΚ, τώρα που το τελευταίο βρίσκεται στην αντιπολίτευση. Πριν περάσουμε στην εξέτασή τους, είναι χρήσιμο να δούμε πώς ο ΣΥΡΙΖΑ βλέπει να προωθούνται οι εναλλακτικές του προτάσεις.
Καταρχάς, διευκρινίζει ότι υπάρχει κι άλλος δρόμος εκτός απ’ αυτόν της ΝΔ. Στο σημείο 20 των θέσεων αναφέρει: «Εμείς λέμε ότι υπάρχει άλλος δρόμος, μπορεί να αναβαθμιστεί το επίπεδο των συντάξεων ιδιαίτερα των χαμηλών… Ο δρόμος αυτός περνάει μέσα από την αναδιανομή του συσσωρευμένου πλούτου». Στη συνέχεια, με τη θέση 21 μας διευ-κρινίζει ότι για ν’ ανοίξει ο δρόμος αυτός απαιτούνται άλλοι συσχετισμοί: «Αυτός ο δρόμος προϋποθέτει άλλους συσχετισμούς δυνάμεων, προϋποθέτει ένα άλλο συνασπισμό εξουσίας με επίκεντρο τις δυνάμεις της αριστεράς. Και ο ΣΥΡΙΖΑ αγωνίζεται ακριβώς για τη διαμόρφωση αυτών των προϋποθέσεων…». Ακόμη, λοιπόν, και για την αναβάθμιση των χαμηλών συντάξεων απαιτείται ένα αριστερό κυβερνητικό μπλοκ εξουσίας! Εμμέσως πλην σαφώς, ο ΣΥΡΙΖΑ ομολογεί ότι προσδοκά (όπως και το ’89) τη διάσπαση του ΠΑΣΟΚ και την κυβερνητική συνεργασία μ’ ένα από τα κομμάτια του. Δεν παύ-ει δε να παραπέμπει την προώθηση αυτού του δρόμου στο απώτερο μέλλον, μηδενίζοντας τη δύναμη του εργατικού κινήματος και τη δυνατότητά του να αποσπά από εχθρικές κυβερνήσεις επιμέρους εργατικά αιτήματα, όπως είναι η αύξηση των κατώτερων συντάξεων.
Πιστός στην οπορτουνιστική «στρατηγική των σταδίων» των προκατόχων του, ο ΣΥΡΙΖΑ βλέπει και ένα άλλο ενδιάμεσο στάδιο, πριν την κατάκτηση των «εναλλακτικών προτάσεων για τη δημοκρατική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος». Ποιο είναι αυτό; Την απάντηση μας τη δίνει το σημείο 21, το οποίο αναφέρει ότι από τη στρατηγική της «δημοκρατικής μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος» προκύπτουν προτάσεις άμεσα εφαρμόσιμες. Για παράδειγμα, στο σημείο 26 αναφέρονται ως τέτοιες η άρση «των ανισοτήτων που προκάλεσαν οι νόμοι που ψηφίστηκαν από το 1990 μέχρι το 2002» και η κατάργηση των αντιασφαλιστικών διατάξεων των νόμων της περιόδου αυτής. Προφανώς, εννοεί τους αντιασφαλιστικούς νόμους Σιούφα και Ρέππα, που δεν ήταν οι μοναδικοί. Οταν ο ΣΥΡΙΖΑ, σε μια περίοδο που απέχει πολύ χρονικά από το «αριστερό μπλοκ εξουσίας», τολμά και μιλά για κατάργηση των αντιασφαλιστικών διατάξεων των νόμων Σιούφα και Ρέππα και όχι των ίδιων των νόμων στο σύνολό τους, αντιλαμβάνεστε πως όσο θα πλησιάζουμε προς τη διαχείριση της καπιταλιστικής εξουσίας απ’ αυτό το μπλοκ, ο ΣΥΡΙΖΑ θα κάνει και άλλες εκπτώσεις από την περιβόητη δημοκρατική του μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, που δε διαφέρει σε τίποτα από τις θέσεις του παλιού «δημοκρατικού και σοσιαλιστικού ΠΑΣΟΚ».
Αυτή ακριβώς την προοπτική προαναγγέλλει το σημείο 19 των θέσεών του: «Η διατύπωση εναλλακτικών προτάσεων αποτελεί το προνομιακό πεδίο στο οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ δρα και θέλει να δράσει πολύ περισσότερο στο μέλλον. Από την άποψη αυτή ο ΣΥΡΙΖΑ και είχε και έχει και διαρκώς θα εμπλουτίζει τις προτάσεις του για μια εναλλακτική στρατηγική για το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας μας». Τι αιτήματα περιλαμβάνει αυτή η «εναλλακτική στρατηγική πρόταση»; Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικά, λόγω έλλειψης χώρου (ολόκληρη η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ είναι δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του): Τριμερής χρηματοδότηση, ενοποίηση των Ταμείων σε τρία για την κύρια σύνταξη, φορολόγηση των μετοχών, καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής και της ανασφάλιστης εργασίας, υιοθέτηση της κάλπικης αναλογιστικής μελέτης του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ του 2005, σύμφωνα με την οποία απαιτείται να δίνεται στο ΙΚΑ το 2.4% του ΑΕΠ κάθε χρόνο.
Τι δεν περιλαμβάνει η μεγαλεπίβολη πρόταση; Μεταξύ των άλλων, την επιστροφή των κλεμμένων από τα ασφαλιστικά ταμεία, το σταμάτημα της ληστείας των ασφαλιστικών ταμείων που συνεχίζεται ακόμη και σήμερα, την κατάργηση όλων των αντιασφαλιστικών νόμων από το 1990 μέχρι σήμερα και ιδιαίτερα των νόμων Σιούφα και Ρέππα, τη μείωση των ορίων ηλικίας και των χρόνων ασφάλισης. Οσο θα περνάει ο καιρός και θα πλησιάζουμε προς τη συγκρότηση του περιβόητου «αριστερού μπλοκ εξουσίας» τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ θα θυμάται τις «ανάγκες της ανάπτυξης» (της καπιταλιστικής οικονομίας) «προς όφελος της απασχόλησης» και θα προτείνει για παράδειγμα τη μείωση του λεγόμενου μη μισθολογικού κόστους ή τις ρυθμίσεις χρεών προκειμένου να μη κλείσουν οι επιχειρήσεις που οφείλουν στα ασφαλιστικά ταμεία. Αυτό το μέλλον προδιαγράφει για την εργατική τάξη και για όλο τον εργαζόμενο λαό της Ελλάδας και ο ΣΥΡΙΖΑ που λανσάρεται ως ο συνασπισμός της ριζοσπαστικής αριστεράς.