Πόσο συνηθισμένο είναι το φαινόμενο να καταφεύγει ένας πρωθυπουργός ικέτης στην αυλή του προέδρου της Κομισιόν, προκειμένου να ικανοποιήσει ένα αίτημα της κυβέρνησής του; Αν μιλάμε για χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Βρετανία, ακόμα και η Ιταλία, το φαινόμενο είναι ανύπαρκτο. Αν μιλάμε για χώρες όπως η Ελλάδα, είναι αρκετά συχνό. Δεν μας παραξένεψε καθόλου, λοιπόν, που ο Καραμανλής έπεσε στα πόδια του Ζοζέ Μπαρόζο, προκειμένου να πετύχει μια αναβολή των κοινοτικών διαδικασιών με τις οποίες η Ελλάδα θα βρεθεί κατηγορούμενη για το νομοσχέδιο για τον «βασικό μέτοχο».
Η μεθόδευση, βέβαια, εμφανίστηκε διαφορετικά. Εμ-φανίστηκε σαν να έστειλε ο Ρουσόπουλος μια επιστολή στο κονκλάβιο των Επιτρόπων, το οποίο έκανε δεκτό το αίτημα και ανέβαλε για τις 6 Απρίλη τη συζήτηση της υπόθεσης. Κι αυτό για να μη φανεί ότι το θέμα το έθεσε παρασκηνιακά ο Καραμανλής στον Μπαρόζο και η αναβολή ήταν αποτέλεσμα πολιτικής συμφωνίας. Ηταν τέτοιος ο πανικός στην κυβέρνηση και τόση η αγωνία που διακατείχε τα στελέχη της, μη τυχόν και ο Μπαρόζο δεν κάνει δεκτό το αίτημα της αναβολής, που ο Αντώναρος έκανε τη γκάφα να διαψεύσει ακόμα και την ύπαρξη της επιστολής Ρουσόπουλου!
Ο Μπαρόζο δεν είχε κανένα πρόβλημα να μην κάνει δεκτό το αίτημα Καραμανλή για αναβολή της συζήτησης, δεδομένου ότι η κυβέρνηση ανέλαβε τη δέσμευση να «ξανακοιτάξει» το πρόσφατο νομοθέτημά της, για να το κάνει συμβατό με την ευρωπαϊκή νομοθεσία περί ανταγωνισμού. Το επιχείρημα ότι στην Ελλάδα υπάρχει συνταγματική πρόβλεψη το ακούνε βερεσέ οι τεχνοκράτες των Βρυξελλών. Η δική τους δουλειά είναι να προστατεύουν το κοινοτικό δίκαιο το οποίο υπερισχύει του εθνικού δικαίου, ακόμα και του συνταγματικού.
Η κυβέρνηση άρχισε να συνειδητοποιεί ότι μάλλον την πάτησε με το συγκεκριμένο νόμο. Το μόνο που προσπαθεί να κερδίσει τώρα είναι χρόνος. Ξέρει καλά ότι θα αναγκαστεί να αλλάξει βασικές διατάξεις του νόμου, ελπίζει όμως ότι με το κέρδισμα χρόνου θα μεσολαβήσουν κάποιες ανακατατάξεις στον ελληνικό εκδοτικό-επιχειρηματικό χώρο και θα βολευτούν κάποιοι «δικοί της» άνθρωποι. Ομως, ακόμα και το κέρδισμα χρόνου έχει το κόστος του. Γιατί ο Μπαρόζο δεν την έκανε τσάμπα την «εξυπηρέτηση». Η κυβέρνηση Καραμανλή ήδη κατανάλωσε μεγάλο μέρος της διαπραγματευτικής της ισχύος, σε μια εποχή που τη χρειάζεται για τη διαπραγμάτευση του Δ’ ΚΠΣ.
Θα καταφέρει τίποτα το σημαντικό ο Καραμανλής μ’ αυτή την ιστορία; Οπως όλα δείχνουν, όχι. Ούτε τον Μπόμπολα δεν μπορεί να ξεφορτωθεί, ο οποίος κράτησε τον «Πήγασο» και έκανε αλλαγές στις κατασκευαστικές επιχειρήσεις του ώστε να μπορούν αυτές να συμμετέχουν στους διαγωνισμούς για τα δημόσια έργα. Η υπόλοιπη εκδοτική πιάτσα έμεινε άθικτη. Στο τέλος, η κυβέρνηση θα βρεθεί και με πολιτικό κόστος, γιατί θα αναγκαστεί να αλλάξει τον ίδιο το νόμο της και να καταπιεί οριστικά τις θριαμβολογίες για την εξόντωση του «εθνικού εργολάβου» και του «εθνικού προμηθευτή». Το μπλοκ των φιλοπασοκικών «μιντιάδων» παραμένει ισχυρό και ασκεί αντιπολίτευση στην κυβέρνηση, εκμεταλλευόμενο όσο μπορεί τις «γκέλες» και τις συνέπειες της πολιτικής που είναι αναγκασμένη να ασκεί.
Επί της ουσίας, σε ό,τι αφορά τους εργαζόμενους, δεν αλλάζει τίποτα. Γιατί δεν έχει καμιά σημασία αν για παράδειγμα ο «Πήγασος» ανήκει στον Μπόμπολα ή ανήκει στον Αγγελόπουλο που πήγε να τον αγοράσει. Σημασία δεν έχει ποιος καπιταλιστής ελέγχει ένα μέσο, αλλά τι σκοπούς εξυπηρετεί αυτό το μέσο και ποια πολιτική υπηρετεί. Πρόκειται καθαρά για μια ενδοαστική κόντρα, εντελώς αδιάφορη για τους εργαζόμενους, που δεν έχουν καμιά πρόσβαση και δεν ασκούν κανέναν έλεγχο στα ΜΜΕ.