«Δεν παραπλανήσαμε κανέναν υπουργό. Οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί είναι κωμικοί», δήλωσε στο «Βήμα της Κυριακής» ο μέχρι πρότινος αντιπρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ) Γρ. Κρόμπας. Απ’ όσα υποστηρίζει στην εν λόγω συνέντευξή του ο εδώ και λίγο καιρό συνταξιούχος νομικός σύμβουλος είναι τα μόνα στα οποία μπορούμε να του δώσουμε δίκιο. Πράγματι, δεν παραπλάνησαν κανέναν υπουργό. Απλά, συνεργάστηκαν αγαστά με τους υπουργούς, διεκπεραιώνοντας από κοινού ένα έγκλημα σε βάρος της κρατικής περιουσίας, ένα τεράστιο οικονομικό και πολιτικό σκάνδαλο.
Ο κ. Κρόμπας αισθάνεται ως κατηγορούμενος σε βαθμό κακουργήματος, μετά την παραγγελία Σανιδά. Αν ασκηθούν, τελικά, ποινικές διώξεις, θα είναι ο πρώτος που θα κατηγορηθεί, αφού ήταν ο πρόεδρος του Δ’ Τμήματος που αποφάσισε το 2004 υλοποιώντας το σκάνδαλο. Ως κατηγορούμενος, λοιπόν, αισθάνεται την ανάγκη να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Θεμιτό αυτό στη δικαστική διαδικασία. Οχι, όμως, και να προσπαθεί με τόσο χοντροκομμένο τρόπο να παραπλανήσει τον ελληνικό λαό, κόβοντας και ράβοντας την υπόθεση στα μέτρα του, μέσα από τη ζεστή αγκαλιά του Συγκροτήματος Λαμπράκη, που του εξασφάλισε μια συνέντευξη-μονόλογο.
Αν ο κ. Κρόμπας θέλει να αποδοθούν ευθύνες για «μια ιδιαίτερα βλαπτική και επιζήμια για τα συμφέροντα του ελληνικού Δημοσίου συμφωνία», όπως τη χαρακτηρίζει («αναμφισβήτητα πρόκειται περί σκανδαλώδους υποθέσεως», αναφέρει κάπου αλλού στην ίδια συνέντευξη), δεν έχει παρά να αποκαλύψει όλο το παρασκήνιο και να ζητήσει επιείκεια για τη δική του συμπεριφορά. Είναι βέβαιο πως ένα ποινικό δικαστήριο θα το εκτιμούσε αυτό ως προς τη μεταχείρισή του ως κατηγορούμενου. Οχι, όμως, να αντιστρέφει τον ισχυρισμό Σανιδά («παραπλανήθηκαν οι υπουργοί») και να τον μετατρέπει σε «παραπλανήθηκαν οι νομικοί σύμβουλοι», κάνοντας λόγο για «καλοστημένη μεθόδευση», που έβλαψε τα συμφέροντα του δημοσίου, «όπως εκ των υστέρων αποδείχθηκε».
Και ο κ. Κρόμπας και οι συνάδελφοί του που συνέπραξαν στο έγκλημα ήξεραν πολύ καλά τι αποφάσιζαν. Ενήργησαν εν πλήρει γνώσει και εν πλήρει συνειδήσει. Ιδού γιατί.
Στις 18 Φλεβάρη του 2000, η Ολομέλεια του ΝΣΚ (δηλαδή το ανώτατο όργανό του) εξέδωσε τη Γνωμοδότηση αριθμ. 111/2000. Η απόφαση αυτή ήταν ομόφωνη, γεγονός που της προσδίδει μεγαλύτερο κύρος. Ηταν μια γνωμοδότηση με άρτια νομική επιχειρηματολογία, που έβαζε τέρμα στις διεκδικήσεις των βατοπεδινών καλόγερων στη λίμνη Βιστωνίδα, το νησάκι της και τις παραλίμνιες εκτάσεις. Ολες οι εκτάσεις, αποφαίνεται η Ολομέλεια του ΝΣΚ, ανήκουν στην κυριότητα του ελληνικού δημοσίου. Ποτέ το Βατοπέδι δεν είχε την κυριότητά τους, αλλά του είχε εκχωρηθεί η χρήση τους.
Στην Ολομέλεια αυτή συμμετείχαν ως μέλη ο Γρ. Κρόμπας, όπως και οι νομικοί σύμβουλοι Ιωάν. Πετρόπουλος, Δημ. Παπαγεωργόπουλος, Κρίτ. Μανωλής και Βασ. Κοντόλαιμος, τους οποίους θα συναντήσουμε αργότερα σε διαφορετικό ρόλο.
Η ομόφωνη αυτή Γνωμοδότηση, όπως έχουμε γράψει αναλυτικά σε πρόσφατο φύλλο της «Κ», ενόχλησε σφόδρα την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που τα είχε βρει στο παρασκήνιο με τους καλόγερους-μπίζνεσμαν, με σκοπό να τους δώσει την κυριότητα της Βιστωνίδας και μετά να ανταλλάξει τα εδάφη της με διάφορα «φιλέτα» ανά την Ελλάδα. Η προσπάθεια των «σοσιαλιστών» να προσεγγίσουν το… Θεό είχε ξεκινήσει από το 1998, με στημένη υπέρ των καλογέρων Γνωμοδότηση του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων και Ανταλλάξιμης Περιουσίας (ΓΣΔΚΑΠ), την οποία έσπευσε απνευστί να κάνει δεκτή ο υφυπουργός Οικονομίας Γ. Δρυς. Επειδή οι «πράσινοι» ήξεραν ότι αυτές οι γνωμοδοτήσεις «έμπαζαν» από παντού, προσπάθησαν να τις νομιμοποιήσουν με απόφαση του ΝΣΚ, αλλά «έφαγαν πόρτα», κατά το κοινώς λεγόμενο. Ετσι, συνέχισαν να δουλεύουν με το πειθήνιο ΓΣΔΚΑΠ, το οποίο το 2002 έβγαλε δύο νέες Γνωμοδοτήσεις υπέρ των ιταμών αξιώσεων των καλογέρων, τις οποίες έκανε δεκτές ο υφυπουργός Οικονομίας Απ. Φωτιάδης.
Το θέμα παρέμενε σε εκκρεμότητα, όταν τη σκυτάλη της διακυβέρνησης πήρε η ΝΔ και ο υπουργός Γεωργίας Ε. Μπασιάκος ανέλαβε να «καθαρίσει» υπέρ των καλογέρων (ποιος τον διέταξε ελάχιστα μας ενδιαφέρει, έτσι κι αλλιώς οι κυβερνητικές αποφάσεις είναι συλλογικές). Ο εξαίρετος νομικός του σύμβουλος τον συμβούλεψε να μη δοκιμάσει να αναιρέσει τη Γνωμοδότηση 111/2000, αλλά να την παρακάμψει. Τότε επιστρατεύεται ο κ. Κρόμπας και οι συνάδελφοί του.
Ο υπουργός Μπασιάκος τους υποβάλλει το εξής ερώτημα: «Εάν υφίσταται κώλυμα έκδοσης Υπουργικής Απόφασης… περί ανταλλαγής των παραλιμνίων εκτάσεων της λίμνης Βιστωνίδας… με άλλες εκτός των νομών Ξάνθης και Ροδόπης μετά την αναγνώριση της κυριότητας της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου έναντι του Δημοσίου επί των ως άνω εκτάσεων διά Γνωμοδοτήσεων του ΓΣΔΚΑΠ, επειδή προηγουμένως είχε εκδοθεί η υπ’ αριθ. 111/2000 Γνωμοδότηση της Ολομελείας του ΝΣΚ, εις την οποία γίνεται αναφορά περί κοινοχρήστου χαρακτήρα της λίμνης Βιστωνίδας».
Τους ρωτάει, δηλαδή, στα ίσια ο υπουργός, αν συμφωνούν ότι η απόφαση 111/2000 της Ολομέλειας του ΝΣΚ μπορεί να πεταχτεί στα σκουπίδια, σαν να μην υπάρχει. Και αυτοί αποφαίνονται ομόφωνα (με τη Γνωμοδότηση 15/2004 του Δ’ Τμήματος του ΝΣΚ), ότι μπορεί η απόφαση 111/2000 να πεταχτεί στα σκουπίδια. Κάνουν λόγο για «αποκατάσταση της νομιμότητας και ουσιαστική δικαίωση της Ιεράς Μονής» (!!!), άνθρωποι οι οποίοι μόλις τέσσερα χρόνια πριν είχαν ψηφίσει στην Ολομέλεια του ΝΣΚ, ότι το Βατοπέδι δεν έχει καμιά κυριότητα στη Βιστωνίδα, οι εκτάσεις της οποίας είναι κοινόχρηστες, δηλαδή ανήκουν στην κυριότητα του ελληνικού δημοσίου! Φυσικά, και τα εννέα μέλη του Δ’ Τμήματος γνώριζαν πολύ καλά τη Γνωμοδότηση 111/2000 (άλλωστε, ο Μπασιάκος έκανε μνεία σ’ αυτή, στο Ερώτημα που τους υπέβαλε), όμως για τον πρόεδρο Κρόμπα και τα μέλη Πετρόπουλο, Παπαγεωργόπουλο, Μανωλή και Κοντόλαιμο οι ευθύνες είναι μεγαλύτερες, καθόσον είχαν πάρει μέρος στην Ολομέλεια του 2000. Ουσιαστικά, έφτυσαν τον εαυτό τους και κουρέλιασαν το όποιο επιστημονικό τους κύρος (αν είχαν ποτέ).
Αυτή είναι η αλήθεια, δοσμένη με όσο πιο απλό τρόπο γίνεται. Ο Γρ. Κρόμπας ισχυρίζεται περίπου ότι παραπλανήθηκε από τον υπουργό. Χρησιμοποιώντας τα δικά του λόγια, θα χαρακτηρίσουμε αυτόν τον ισχυρισμό κωμικό. Ισχυρίζεται, ακόμη, ότι το 2004 κλήθηκε να απαντήσει σε άλλο ερώτημα και συγκεκριμένα αν το υπουργείο μπορεί να προχωρήσει στην ανταλλαγή! Αυτός ο ισχυρισμός ξεπερνά τα όρια του κωμικού και φτάνει τα όρια της πρόκλησης. Οταν έχεις ισχυρή νομική άποψη ότι η Βιστωνίδα ανήκει στο δημόσιο, πώς δέχεσαι να υπογράψεις ότι αυτή μπορεί να ανταλλαχτεί με άλλες εκτάσεις; Αφού η ανταλλαγή προϋποθέτει πως το δημόσιο δεν έχει την κυριότητά της, αλλά την έχουν οι καλόγεροι. Ο κ. Κρόμπας απλούστατα μας δουλεύει ή μάλλον θεωρεί ότι μπορεί να μας δουλέψει.
Το θέμα δεν είναι νομικό ούτε αφορά προσωπικά τον Γρ. Κρόμπα. Πρόκειται για ένα τεράστιο πολιτικό και οικονομικό σκάνδαλο, το οποίο, εκτός των άλλων, αποκάλυψε και τι ρόλο διαδραματίζουν διάφοροι υψηλόβαθμοι κρατικοί λειτουργοί, πώς γίνονται «ένα» με την πολιτική εξουσία νομιμοποιώντας τη ρεμούλα, τη διαφθορά, την καταλήστευση της κρατικής περιουσίας. Αυτοί οι ίδιοι που κόπτονται για την «τήρηση της νομιμότητας» και είναι έτοιμοι να εξοντώσουν όποιον φτωχοδιάβολο πέσει στα χέρια τους.
Ο Γρ. Κρόμπας αισθάνεται ότι προορίζεται για αποδιοπομπαίος τράγος, προκειμένου να «καθαρίσουν» οι… παραπλανηθέντες (κατά Σανιδάν) υπουργοί. Γι’ αυτό και καταφεύγει στη στοργική αγκαλιά του Συγκροτήματος Λαμπράκη (ο ισχυρός άνδρας του οποίου, Στ. Ψυχάρης, έχει διατελέσει επί ΠΑΣΟΚ διοικητής του Αγίου Ορους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται) και ρίχνει προειδοποιητικές βολές κατά υπουργών, επιδιώκοντας το συμψηφισμό και το γενικό κουκούλωμα. Σε ό,τι μας αφορά, θα κάνουμε τα πάντα προκειμένου να μη κουκουλωθεί τίποτα.
ΥΓ: Θα συμβουλεύαμε τον κ. Κρόμπα να μιλά όσο γίνεται λιγότερο. Διότι ο ίδιος είναι αναμεμιγμένος και σε μια ακόμη πτυχή αυτού του δυσώδους και πολυπλόκαμου σκανδάλου. Ως πρόεδρος του Ε’ Τμήματος του ΝΣΚ ψήφισε στις 6 Φλεβάρη του 2008 τη Γνωμοδότηση υπ’ αριθ. 161/2008, η οποία εισηγείται τον αποχαρακτηρισμό του 8.800 στρεμμάτων δάσους της Ουρανούπολης. Εν πλήρη γνώσει και εν πλήρει συνειδήσει ότι παρανομεί και αυτή τη φορά. Αρα, κινδυνεύει να βρεθεί κατηγορούμενος και για δεύτερη υπόθεση.