Αλλη μια πρόταση νόμου υπέβαλε στη Βουλή ο Περισσός. Αυτή τη φορά είχε αντικείμενό της «Μέτρα για την προστασία του λαϊκού εισοδήματος» και περιλάμβανε την κατάργηση του ΦΠΑ στα είδη πλατιάς κατανάλωσης, την κατάργηση του ΦΠΑ και του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο πετρέλαιο θέρμανσης και αγροτικής κίνησης και την κατάργηση των διοδίων.
ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΛΑΟΣ απέρριψαν την πρόταση με παρόμοια επιχειρηματολογία. Μάλιστα, ο Πασόκος εισηγητής υπήρξε πιο οξύς μιλώντας για πρόταση «μη ρεαλιστική και εφαρμόσιμη», που έχει το χαρακτήρα «λαϊκίστικης κατανάλωσης χωρίς σχέδιο και επεξεργασία».
Οι του Περισσού, όμως, ενοχλήθηκαν σφόδρα επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ υπερψήφισε μεν την πρόταση, αλλά ο Π. Λαφαζάνης δεν παρέλειψε να πει δηκτικά, ότι με την πρόταση αυτή «το ΚΚΕ αποδέχεται έναν ρεφορμισμό, διεκδικώντας αλλαγές, οι οποίες ουδόλως από ό,τι δείχνουν τα πράγματα θίγουν και τα θεμέλια του καπιταλιστικού συστήματος». Αντί ν’ απαντήσουν επί της ουσίας, παρέπεμψαν τον Λαφαζάνη σε… διμερή συνάντηση με τον Βορίδη του ΛΑΟΣ, ο οποίος είχε πει ότι αυτά που προβλέπονται στην πρόταση προϋποθέτουν ένα άλλο κοινωνικοπολιτικό καθεστώς και δεν συνάδουν με τη λειτουργία «ενός καθεστώτος της ελεύθερης αγοράς».
Ανεξάρτητα, όμως, από τι είπε ο Λαφαζάνης ή ο Βορίδης, το πραγματικό ερώτημα παραμένει: τι χαρακτήρα έχουν τέτοιες προτάσεις νόμου; Με ποια λογική κατατίθενται στη Βουλή; Για να τις απορρίψουν τα άλλα κόμματα και να βγει ο Περισσός να τα καταγγείλει; Κανένας τους δεν υποστήριξε κάτι τέτοιο. Αντίθετα, ο βουλευτής Κ. Αλυσανδράκης είπε ότι η πρόταση νόμου «αποδεικνύει ότι το κόμμα μας δεν ενδιαφέρεται μόνο για την επανάσταση, ούτε και την περιμένει για να λύσει τα προβλήματα των εργαζομένων».
Ποιο καθαρή ομολογία για το ότι ο Περισσός καλλιεργεί κοινοβουλευτικές αυταπάτες δεν θα μπορούσε να υπάρξει.
Καλλιεργούν στους εργαζόμενους την αυταπάτη, ότι μέσα από την αλλαγή των κοινοβουλευτικών συσχετισμών μπορούν να προκύψουν δυνατότητες για λήψη τέτοιων φιλολαϊκών μέτρων, όπως η κατάργηση του μεγαλύτερου μέρους της έμμεσης φορολογίας. Η λογική του «ειρηνικού, κοινοβουλευτικού περάσματος στο σοσιαλισμό» επανέρχεται με νέο τρόπο, πότε χωρίς να διακηρύσσεται ευθέως και πότε ευθέως, όπως τη διατύπωσε η Α. Παπαρήγα την περασμένη Τετάρτη στη Βουλή:
«Γιατί τις θέλουμε τις δημοκρατικές ελευθερίες; Τις θέλουμε τις δημοκρατικές ελευθερίες για να μπορεί να παλεύει ο λαός για το ψωμί του, για να παλεύει κατά των απολύσεων, για να οργανώνει απεργίες, διότι αυτό είναι το όπλο που έχει σήμερα ο εργάτης κατά των επιχειρηματιών, να διοργανώνει διαδηλώσεις, αποκλεισμούς δρόμων όταν το αποφασίζει. Βεβαίως, γι’ αυτό χρειάζονται οι δημοκρατικές ελευθερίες. Γιατί χρειάζονται; Για να κάνουμε διάλογο; `Η για να φτιάχνουμε εθνικά συμβούλια καταπολέμησης της εγκληματικότητας; Και οι δημοκρατικές ελευθερίες χρειάζονται για να αποφασίζει ο λαός, όταν θέλει και όποτε θέλει, ποια κυβέρνηση θέλει, ποιο κοινωνικό σύστημα θέλει. Αν δε θέλει το σοσιαλισμό, δε θα έρθει σοσιαλισμός. Εμείς, δηλαδή τι λέμε; Παλεύουμε η λαϊκή πλειοψηφία να δημιουργηθεί ακριβώς για να ανατρέψει αυτό το σύστημα».
Καλύτερη απολογία σε όσα καταλογίζει στον Περισσό ο Πάγκαλος δεν θα μπορούσε να υπάρξει.