Η εικόνα της κοινής εμφάνισης Σρέντερ – Καραμανλή μπροστά στους δημοσιογράφους ήταν όλα τα λεφτά. Ενας Σρέντερ άνετος, χαμογελαστός, αλαζονικός, να μη μασάει τα λόγια του και ένας Καραμανλής κατηφής, να προσπαθεί να χαμογελάσει με το ζόρι και να μιλάει γερμανικά, για να δείξει στο αφεντικό ότι έχει κάνει πρόοδο στις ξένες γλώσσες («Βλέπω ότι έχεις κάνει εξαιρετική πρόοδο, φαίνεται ότι είσαι διάνοια στις ξένες γλώσσες», του είπε ο Σρέντερ, ανταμοίβοντας τη δουλοπρέπειά του).
Θέμα συζήτησης των δύο πρωθυπουργών ο κοινοτικός προϋπολογισμός και το ύψος της συμμετοχής των κρατών μελών σ’ αυτόν. Ο Σρέντερ δεν δίστασε να αναφερθεί δημόσια στην ανισοτιμία των σχέσεων ανάμεσα σε μια ιμπεριαλιστική χώρα, όπως η Γερμανία, και σε μια χώρα της δεύτερης ταχύτητας, όπως η Ελλάδα. «Είναι προφανές ότι δεν μπορεί να υπάρξει σύμπτωση απόψεων», δήλωσε ο γερμανός καγκελάριος, γιατί «η Γερμανία είναι η πιο σημαντική χώρα χρηματοδότης της ΕΕ, ενώ η Ελλάδα είναι αποδέκτης οικονομικών πόρων».
Και τι απάντησε ο Καραμανλής σ’ αυτή την πρόκληση; Το βούλωσε και περιορίστηκε σε μια δήλωση επαίτη, υποστηρίζοντας ότι η πρόταση της Κομισιόν για διατήρηση της συμμετοχής των κρατών μελών στη χρηματοδότηση του κοινοτικού προϋπολογισμού στο ύψος του 1,24% του ΑΕΠ «αποτελεί το ελάχιστο για να επιλυθούν τα προβλήματα που προκύπτουν από το διαφορετικό επίπεδο ανάπτυξης μεταξύ των 25 κρατών-μελών». Ουσιαστικά, δηλαδή, επιβεβαίωσε τον Σρέντερ και απλά διαφώνησε μαζί του στο «διά ταύτα». Δέχτηκε ότι όντως οι οικονομικά αναπτυγμένες χώρες ενισχύουν τις πιο αδύνατες, αλλά θεώρησε ότι αυτό είναι σωστό.
Ποια είναι, όμως, η αλήθεια; Μιλώντας απλά, θα λέγαμε το ακριβώς αντίθετο. Οι ιμπεριαλιστικές χώρες αφαιμάζουν τις πιο καθυστερημένες. Η στενή λογιστική προσέγγιση, δηλαδή στη βάση του κοινοτικού προϋπολογισμού, είναι εντελώς παραπλανητική. Γιατί οι ιμπεριαλιστικές χώρες εισφέρουν περισσότερα στον κοινοτικό προϋπολογισμό, όμως μέσω του μηχανισμού που ονομάζεται ΕΕ έχουν ανοίξει ορθάνοιχτες οι αγορές των εξαρτημένων χωρών. Για την Ελλάδα το κλασικότερο παράδειγμα, που αποδεικνύει αυτή την ανισότιμη σχέση, είναι το ισοζύγιο των αγροτικών προϊόντων. Μέχρι την ένταξη στην πρώην ΕΟΚ η Ελλάδα είχε θετικό ισοζύγιο με τις ευρωπαϊκές χώρες, ενώ εδώ και χρόνια το ισοζύγιο έχει γίνει αρνητικό. Για να μη μιλήσουμε για τον απόλυτο έλεγχο της βιομηχανίας, τους οικονομικούς προσανατολισμούς, ακόμα και την επιστροφή κονδυλίων στις ιμπεριαλιστικές οικονομίες, ενώ τυπικά φαίνεται πως κατευθύνονται στις χώρες μέσης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Για παράδειγμα, κονδύλια που χρηματοδότησαν μεγάλα έργα στην Ελλάδα, όπως το αεροδρόμιο των Σπάτων ή η γέφυρα Ρίου-Αντίρριου επέστρεψαν στη Γερμανία και τη Γαλλία, αφού δικές τους εταιρίες κατασκεύασαν και εκμεταλλεύονται τα έργα.
Η σχέση των χωρών της πρώτης ταχύτητας μ’ αυτές της δεύτερης στο πλαίσιο της ΕΕ είναι μια σχέση απείρως πιο σύνθετη από το πάρε-δώσε του κοινοτικού προϋπολογισμού. Κι αυτό το ξέρουν καλά οι κυβερνήσεις και τα στελέχη τους. Κάποτε, ο Σημίτης το είχε πει σε μια παρέμβασή του σε ευρωπαϊκά όργανα. Το ξέρει καλά και ο Καραμανλής, όμως σκόπιμα το αποσιωπά, γιατί επιλέγει μια γραμμή υπόκλισης στους «μεγάλους» της Ευρωένωσης και όχι μια γραμμή σύγκρουσης.
Πάντως, ο υφυπουργός Οικονομικών Π. Δούκας, που έκανε δηλώσεις στην Αθήνα σχετικές με τη δημοσιονομική πολιτική, προεξόφλησε ότι ο στόχος για άντληση 22 δισ. ευρώ από το Δ’ ΚΠΣ δεν πρόκειται να επιτευχθεί. Εκανε λόγο για 15 δισ. ευρώ. Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση Καραμανλή το έχει πάρει απόφαση ότι οι ιμπεριαλιστικές χώρες της ΕΕ θα περάσουν την πρόθεσή τους για μείωση του ποσοστού εισφοράς στα έσοδα του κοινοτικού προϋπολογισμού και έχει παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια διεκδίκησης αυτού του μικρού «ενοικίου» που αυτές οι χώρες πληρώνουν στους υποτελείς για την προνομιακή νομή της επικράτειάς τους.