Ο εν δυνάμει πρωθυπουργός Α. Τσίπρας συναντιέται διαδοχικά με τον ΣΕΒ, με το συνδικάτο των μεγαλοξενοδόχων (ό,τι πιο «μαύρο» έχει να επιδείξει ο χώρος των καπιταλιστών τα τελευταία χρόνια), με τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ. Ενόψει της ομιλίας του στη ΔΕΘ, όπως ειπώθηκε.
Οι συναντήσεις αυτές δεν συνιστούν πρωτοτυπία στην αστική πολιτική παράδοση. Τις κάνουν εδώ και χρόνια και οι πρωθυπουργοί και οι ηγέτες των αντιπολιτευόμενων κομμάτων. Αποτελούν πλευρά του πολιτικού θεάματος. Οι πολιτικοί υποτίθεται ότι διαβουλεύονται με τις «παραγωγικές τάξεις» (ή τους «κοινωνικούς εταίρους» ή τους «κοινωνικούς ανταγωνιστές», ανάλογα με την ορολογία που επιλέγεται), ακούνε τα αιτήματά τους και στη συνέχεια διαμορφώνουν τα προγράμματά τους, με κριτήριο τα συμφέροντα του έθνους και όχι της μιας ή της άλλης τάξης. Σύμφωνα με το βασικό μύθο της αστικής κοινωνιολογίας, η Πολιτεία (την οποία διοικεί η εκάστοτε κυβέρνηση, σύμφωνα με τους νόμους που θεσπίζει η Βουλή) αποτελεί την υπέρβαση των τάξεων, αποτελεί το χώρο εκείνο όπου τα συμφέροντα των τάξεων συμβιβάζονται, δημιουργώντας μια ανώτερη ποιότητα. Απ’ αυτό το βασικό μύθο πηγάζουν διάφοροι άλλοι μύθοι, όπως π.χ. εκείνος περί «συντεχνιών».
Ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως, υποτίθεται ότι ανήκει στην Αριστερά και δη στη μαρξιστική. Υποτίθεται ότι αποδέχεται τη θεωρία της πάλης των τάξεων, του ασυμβίβαστου των ταξικών συμφερόντων. Υπότίθεται, ακόμη, ότι πρεσβεύει το σοσιαλισμό. Μ’ άλλα λόγια, υποτίθεται ότι δεν είναι κοινωνικά (κατά συνέπεια ούτε πολιτικά) ουδέτερος, αλλά στον ταξικό ανταγωνισμό έχει σαφή θέση υπέρ των εργαζόμενων τάξεων. Πώς λοιπόν ακολουθεί την αστική πολιτική παράδοση της δήθεν υπερταξικότητας της πολιτικής;
Ψιλά γράμματα, θα μας πείτε. Οι πιο πονηροί συριζαίοι την έχουν έτοιμη την απάντηση: δεν μπορούμε να καταργήσουμε τον καπιταλισμό μεμιάς, επομένως είμαστε αναγκασμένοι να συζητάμε και με τους εκπροσώπους του.
Ας κάνουμε πώς το καταπίνουμε και ας ρωτήσουμε: τι ακριβώς συζητά με τον ΣΕΒ ο Τσίπρας; Επιδίδει στους μεγαλοκαπιταλιστές τελεσίγραφα στο όνομα των συμφερόντων της εργατικής τάξης; Αν κρίνουμε από τα πλατιά χαμόγελα, μάλλον δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Κι αν ακόμη παραβλέψουμε τα χαμόγελα, αποδίδοντάς τα στον «πολιτικό πολιτισμό», οι δηλώσεις δεν μας επιτρέπουν να καταλάβουμε τίποτ’ άλλο εκτός από ένα συνεχές γλείψιμο των καπιταλιστών.
«Συμφωνήσαμε ότι χρειάζεται ένα εθνικό σχέδιο ανάπτυξης το οποίο να βασίζεται σε επενδύσεις και όχι σε κατανάλωση. Η θέση και η άποψη του ΣΕΒ είναι ότι οι επενδύσεις θα έρθουν από τον ιδιωτικό τομέα και έτσι θα δημιουργηθούν διατηρήσιμες και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας», δήλωσε μετά τη συνάντηση ο πρόεδρος του ΣΕΒ Θ. Φέσσας. Το ‘παιξε και μεγαλόκαρδος ο καπιταλιστής: «Ο ΣΕΒ ουδέποτε έθεσε – κι όταν υπήρξε η κατάργηση του κατώτατου μισθού- ουδέποτε είχε θέσει θέμα κατώτατου μισθού. Οι επιχειρήσεις του ΣΕΒ πληρώνουν πολύ παραπάνω από τον κατώτατο μισθό των 751 ευρώ»!
Τι να του απάντησε, άραγε, ο Τσίπρας; Ρωτάμε γιατί η ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ δε μας διαφώτισε σχετικά. Να του απάντησε, άραγε, ότι καλό είναι ν’ αφήσει τα «σάπια», γιατί όλες οι επιχειρήσεις όχι μόνο καρπώνονται τα οφέλη του εργασιακού μεσαίωνα, αλλά τα κάνουν ακόμη περισσότερα; Οτι δεν προσλαμβάνεται εργαζόμενος –ανεξαρτήτως ειδικότητας και προϋπηρεσίας– παρά μόνο με το βασικό; Οτι κατακλέβουν και τις υπερωρίες των εργαζόμενων και τις ασφαλιστικές εισφορές; Δε νομίζουμε…
Το μήνυμα που στάλθηκε είναι πως οι καπιταλιστές αποτελούν μέρος του εθνικού κορμού, ισότιμο με τους εργαζόμενους!