Ο Σημίτης μιλάει σπάνια. Και μιλάει μόνο αναζητώντας την προσωπική του δικαίωση, έστω κι αν τα παπαγαλάκια του «εκσυγχρονισμού», που εξακολουθούν να τον λιβανίζουν, παρουσιάζουν τις παρεμβάσεις του σαν «εθνικής σημασίας παρεμβάσεις».
Πριν από δυο βδομάδες, ο Σημίτης αναφέρθηκε στους «ανόητους που μας κυβερνούν». Οσο όμως χτυπούσε τον ΣΥΡΙΖΑ, άλλο τόσο χτυπούσε την τακτική της «ομάδας Φώφης» στο ΠΑΣΟΚ, που προωθεί την ιδέα μιας πολιτικής συμμαχίας από τα διάφορα μπάζα της σοσιαλδημοκρατίας, με διατήρηση της αυτονομίας του κάθε σχήματος. Ο Σημίτης πρότεινε τη δημιουργία νέου πολιτικού κόμματος, εκ του μηδενός, στο οποίο μάλλον ονειρεύεται να παίξει κάποιο ξεχωριστό ρόλο (και να βολέψει και τα διάφορα «ορφανά» του, που βολοδέρνουν από εδώ κι από εκεί από τότε που ο ίδιος αποσύρθηκε για να μη βιώσει την εκλογική συντριβή από τον Καραμανλή).
Αυτή τη φορά ο Σημίτης παρενέβη με συμβουλές προς την κυβέρνηση για «εθνικό θέμα». Στην πραγματικότητα, αναζητά δικαίωση για το δικό του «Ελσίνκι», για το οποίο είχε κατηγορηθεί για προδοσία, όχι μόνο από τη Δεξιά, αλλά και από το λεγόμενο «πατριωτικό ΠΑΣΟΚ». Η δήλωση Σημίτη ήταν η εξής: «Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, που αρχίζει την Πέμπτη, πρόκειται να αποφασιστεί η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Το Συμβούλιο Κορυφής στις 17/3/2016 είχε δηλώσει ότι επιθυμεί να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις αυτές “το ταχύτερο δυνατόν''. Η Ελλάδα θα πρέπει να προσέξει ιδιαίτερα μήπως με την εσπευσμένη αυτή έναρξη δημιουργηθούν τετελεσμένα σε βάρος της. Συγκεκριμένα: η Ενωση αποφάσισε το Δεκέμβριο του 1999 στο Ελσίνκι ότι κάθε υποψήφιο κράτος θα πρέπει να φέρνει ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου τις συνοριακές του διαφορές με ένα κράτος μέλος. Στην προκείμενη περίπτωση δηλαδή η Τουρκία τις διαφορές που ισχυρίζεται ότι έχει με την Ελλάδα. Εάν η κυβέρνηση δεν υπενθυμίσει την απόφαση αυτή και δεν υπάρξει σχετική δήλωση της Ενωσης ότι η απόφαση εξακολουθεί να ισχύει θα συμβεί το εξής: Η Τουρκία θα ισχυριστεί, οποτεδήποτε δημιουργήσει πρόβλημα με την Ελλάδα, ότι ο κανόνας που καθιερώθηκε στο Ελσίνκι έχει παύσει να ισχύει λόγω αχρησίας. Μπορεί κατόπιν τούτου να προβάλει οποιεσδήποτε απαιτήσεις έχει εις βάρος της Ελλάδας. Αν θέλουμε ειρήνη, συνεργασία και διεθνή στήριξη πρέπει να επιμένουμε σε ρυθμίσεις που αποκλείουν μελλοντικές αντιπαραθέσεις. Αλλιώς θα είμαστε έρμαιοι προβλημάτων της κάθε στιγμής, όπως σήμερα του προσφυγικού».
Για ποιο λόγο ο Σημίτης είχε κατηγορηθεί τότε για «προδοσία»; Διότι, σύμφωνα με την ανάγνωση των κάθε λογής εθνικιστών (κυρίως του «πατριωτικού ΠΑΣΟΚ»), νομιμοποίησε τις τουρκικές αξιώσεις στο Αιγαίο, αναγνωρίζοντας στην Τουρκία να πάει οποιοδήποτε ζήτημα στο Διεθνές Δικαστήριο. Το ελληνικό κράτος αναγνώριζε μόνο μια διαφορά στο Αιγαίο: τη ρύθμιση της υφαλοκρηπίδας. Και ζητούσε από την Τουρκία να κάνουν από κοινού προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο γι' αυτό (και μόνο γι' αυτό) το ζήτημα. Ολα τα υπόλοιπα («γκρίζες ζώνες», όρια χωρικών υδάτων, στρατιωτικό καθεστώς των ελληνικών νησιών κτλ.), που ήγειρε η Τουρκία, οι έως τότε κυβερνήσεις τα θεωρούσαν αδιαπραγμάτευτα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας. Ο Σημίτης κατηγορήθηκε ότι -υπό την πίεση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων που ήθελαν να ξεκινήσουν τις μακρές ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία- μετέτρεψε τα αδιαπραγμάτευτα κυριαρχικά δικαιώματα σε διαπραγματεύσιμα, αναγνωρίζοντας στην Τουρκία το δικαίωμα να προσφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο για όποιο ζήτημα θέλει, και στην Ελλάδα την υποχρέωση να αποδεχτεί την όποια απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου. Ετσι, τα εθνικά κυριαρχικά δικαιώματα μετατράπηκαν σε διακυβεύματα ενώπιον ενός κάθε άλλο παρά ουδέτερου Διεθνούς Δικαστηρίου.
Ερχεται, λοιπόν, ο Σημίτης τώρα και εκμεταλλευόμενος τη συγκυρία προσπαθεί να πάρει εκ των υστέρων δικαίωση για την πολιτική του. Δεκαεπτά χρόνια μετά, παρουσιάζει το «Ελσίνκι» σαν μεγάλη εθνική κατάκτηση και ζητά από τη συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου να προσέξει να πάρει από τη σύνοδο κορυφής της ΕΕ επαναβεβαίωση της σχετικής δήλωσης του Ελσίνκι. Και πετυχαίνει το στόχο του. Κανένας (ούτε η ΝΔ, ούτε το ΠΑΣΟΚ, ούτε καν ο «υπερπατριώτης» Καμμένος) δε θύμισε πώς αντιμετωπίστηκε το «Ελσίνκι» μετά το Δεκέμβρη του 1999 που υπογράφτηκε. Ο αστικός Τύπος εξήρε την «εθνικά υπεύθυνη» στάση που έδειξε ο Σημίτης με την παρέμβασή του. Και το Μαξίμου, πιάνοντας το κλίμα, βρήκε την ευκαιρία να δικαιώσει την πολιτική των Τσιπροκαμμένων, παρουσιάζοντάς την ως πιστή εφαρμογή και συνέχεια του «Ελσίνκι». Εκφράζοντας πλήρη συμφωνία με την ουσία της παρέμβασης Σημίτη και ενόχληση μόνο για το ότι ο Σημίτης εξέφρασε «ανησυχία» για την κυβερνητική πολιτική, «πηγές» του Μαξίμου σχολίασαν: «Αλήθεια άραγε, ποιοι κυβερνούσαν στο μεσοδιάστημα των τελευταίων χρόνων και δεν αξιοποίησαν την εν λόγω Συμφωνία; Ας απευθυνθεί, λοιπόν, ο κ. Σημίτης, αν όντως ανησυχεί, στο κόμμα του και στη ΝΔ, και όχι στη σημερινή κυβέρνηση».