Οσοι γνωρίζουν πρόσωπα και καταστάσεις στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθήνας δεν εξεπλάγησαν από το ποσοστό-ρεκόρ (σχεδόν 71%) που πήρε ο Β. Αλεξανδρής, αφήνοντας τον τέως πρόεδρο Γ. Αδαμόπουλο στο 29%. Οποιος και να ήταν αντίπαλος του Αδαμόπουλου στο δεύτερο γύρο σε τέτοιο ποσοστό θα κινούνταν. Γιατί εκείνο που κυριαρχούσε ήταν η οργή από τη δικτατορική διακυβέρνηση του ΔΣΑ από μια ακροδεξιά κλίκα, η οποία παραβίασε κάποιες ισορροπίες που εδώ και χρόνια τηρούσαν οι πρόεδροι, ανεξάρτητα από κομματική προέλευση. Ακόμη και δικηγόροι που άλλες φορές έκαναν αποχή στο δεύτερο γύρο έσπευσαν να ψηφίσουν Αλεξανδρή, για να διασφαλίσουν ότι ο Αδαμόπουλος θα πάρει πόδι.
Αν υπάρχει, λοιπόν, ένα ερώτημα αυτό δεν αφορά το ποσοστό που πήρε ο Αλεξανδρής, αλλά γιατί στο δεύτερο γύρο πέρασε ένας πατενταρισμένος Πασόκος που το έπαιζε ανεξάρτητος, ενώ ο συνδυασμός του ΣΥΡΙΖΑ περιορίστηκε σ’ ένα ισχνότατο 13%. Ηταν ένα χαστούκι ηχηρότερο απ’ αυτό που έφαγε ο ΣΥΡΙΖΑ στο ΤΕΕ, γιατί στον ΔΣΑ έχουν κυβερνήσει πρόεδροι προερχόμενοι από τον παλιό ΣΥΝ (Κουβέλης, Ρουπακιώτης).
Οι συντεχνίες έχουν τη δική τους λογική, τα δικά τους δυναμικά. Θέλουν ισχυρές προσωπικότητες, δοκιμασμένες στην ίντριγκα και στις παρασκηνιακές συμφωνίες, και όχι άχρωμους κομματικούς χωρίς αρχηγική στόφα. Η δημοσκοπική δυναμική ενός κόμματος, ιδιαίτερα σήμερα, δεν μεταφέρεται αυτόματα στις εκλογές μιας συντεχνίας, η δε παραδοσιακή συνδικαλιστική γραφειοκρατία δείχνει αξιοζήλευτη αντοχή, διότι έχει καταφέρει και έχει δημιουργήσει μηχανισμό. Οι εκλογές στους Δικηγορικούς Συλλόγους απέδειξαν για μια ακόμη φορά, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι «λαϊκό κίνημα», όπως με τη γνωστή οίησή της υποστηρίζει η ηγετική του ομάδα, αλλά όχημα εκλογικής διαμαρτυρίας και μάλιστα με συγκυριακά χαρακτηριστικά. Δεν είναι τυχαίο ότι δύο σχεδόν χρόνια μετά τις εκλογές του 2012 ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει σημειώσει καμιά θεαματική ανάκαμψη όπου γίνονται εκλογές. Αν μάλιστα πάθει το ίδιο χουνέρι σε Δήμους και Περιφέρειες, θα δεχτεί ισχυρότατο πλήγμα η «κυβερνησιμότητά» του. Ακόμα κι αν πάρει την πρωτιά στις ευρωεκλογές, οι δυνάμεις της συγκυβέρνησης θα έχουν την ευκαιρία να προσπαθήσουν να μειώσουν τη χασούρα μέχρι τις βουλευτικές εκλογές, με βασικό τους επιχείρημα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «δεν μπορεί να κυβερνήσει» γιατί «δεν έχει συμμάχους».
Αυτό, όπως όλα δείχνουν, απασχολεί έντονα την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό και εντείνονται οι επιθέσεις ενάντια στην «Αριστερή Πλατφόρμα» που αντιδρά σε συμμαχίες τύπου Βουδούρη. Μετά τον Ν. Βούτση, που εξαπολύει προειδοποιήσεις προς όσους αντιστρατεύονται τη «διεύρυνση» του ΣΥΡΙΖΑ, ο βουλευτής και μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ Σ. Κοντονής είναι εκείνος που αποτόλμησε μια κατά μέτωπον επίθεση ενάντια στους «σεχταριστές», με ολοσέλιδο άρθρο στο ημιεπίσημο όργανο του ΣΥΡΙΖΑ («Πολιτική συμμαχιών: μέσον και δυνατότητα για την κυβέρνηση της Αριστεράς», ΕφΣυν, 5.3.14).
Ο Κοντονής μιλά εισαγωγικά για «αναντιστοιχία των δημοσκοπικών ποσοστών του (ΣΥΡΙΖΑ) και στα εκλογικά αποτελέσματα των σχημάτων στα οποία συμμετέχει στις επαγγελματικές ενώσεις», εντοπίζοντας αρνητικά αποτελέσματα στο ΤΕΕ και τους Δικηγορικούς Συλλόγους και «μόνιμη αδυναμία για μία, αν όχι πλειοψηφική, έστω ικανοποιητική καταγραφή στα εργατικά σωματεία», για να χτυπήσει καμπανάκι: «Αν το φαινόμενο αυτό επαναληφθεί στις αυτοδιοικητικές εκλογές, ιδίως τις δημοτικές, τότε θα αποδειχθεί με τραγικό τρόπο ότι οι καθυστερήσεις και η ουσιαστική ανυπαρξία οικοδόμησης πολιτικής συμμαχιών (και όχι ένταξης στον ΣΥΡΙΖΑ) με κινήσεις και πρόσωπα από τον σοσιαλιστικό χώρο, όχι μόνο ναρκοθετούν την κυβερνητική προοπτική της Αριστεράς, αλλά το βασικό είναι ότι μπορούν να αναβιώσουν στρατηγικές επαναδημιουργίας της Κεντροαριστεράς. Τότε είναι πολύ πιθανό να συμβεί μια αντίστροφη κίνηση κοινωνικών δυνάμεων, αυτή τη φορά προς την εγχώρια σοσιαλδημοκρατία, η οποία θα έχει φροντίσει για την αλλαγή της νεοδεξιάς ηγεσίας της, ικανή να τη διατηρήσει στη ζωή και να την επιβάλει ως παράγοντα διαμόρφωσης πολιτικών εξελίξεων σε συντηρητική κατεύθυνση.
Αν αυτές οι τάσεις επιβεβαιωθούν, υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθεί ρήγμα στην προσπάθεια ηγεμόνευσης του ΣΥΡΙΖΑ στην κοινωνία και την πολιτική κονίστρα και να ενεργοποιηθούν αντίρροπα αντανακλαστικά προς τον ενδιάμεσο και κεντρώο χώρο, κάμπτοντας το δίλημμα Αριστερά ή διατήρηση της σημερινής κατάστασης, ακόμη χειρότερα το δίλημμα μνημόνιο ή αντιμνημονιακή πολιτική».
Παραθέσαμε σκόπιμα αυτό το μεγάλο απόσπασμα, γιατί περιγράφει με απόλυτο κυνισμό την επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ να γίνει ΠΑΣΟΚ στη θέση του ΠΑΣΟΚ. Ο ελληνικός λαός παρουσιάζεται σαν ένα άβουλο κοπάδι, που άγεται και φέρεται. ‘Η θα τους πάρουμε εμείς ή θα τους πάρει πάλι το ΠΑΣΟΚ, που θα έχει φροντίσει ν’ αλλάξει ηγεσία, λέει το ηγετικό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ.
Και πώς θα καταφέρει ο ΣΥΡΙΖΑ να πάρει τον κόσμο για να μην τον ξαναπάρει η σοσιαλδημοκρατία; Συμμαχώντας με όσους απομακρύνονται από τη σοσιαλδημοκρατία! Ο Κοντονής από τη μια αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο επί τριακονταετία πολιτεύεται η σοσιαλδημοκρατία, «που ούτε αξιοζήλευτος είναι, ούτε μπορεί να επαναληφθεί από μια Αριστερά που σέβεται τον εαυτό της και τις αρχές της» και από την άλλη προτείνει να μαζέψει ο ΣΥΡΙΖΑ γύρω του όλους τους πρώην Πασόκους! Είναι σαν να λέει: «Ας πάρουμε τους Πασόκους να κάνουν αυτοί τη βρόμικη δουλειά της εξαπάτησης των εργαζόμενων στα συνδικάτα και του λαού στις εκλογές»!
Εγκαλεί τους συντρόφους του για σεχταρισμό («δίνουμε την εντύπωση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ για την οικοδόμηση πολιτικών συμμαχιών λειτουργεί ως κήνσορας “αριστεροφροσύνης” και “αντιμνημονιακής συνέπειας και καθαρότητας”»), ο οποίος εμποδίζει τις συμμαχίες με «πολιτικά στελέχη που προέρχονται από την Κεντροαριστερά», με αποτέλεσμα να «μειώνουμε τις δυνατότητες να πλήξουμε και να επαναπροσδιορίσουμε τις παραδοσιακές πολιτικές και κοινωνικές σχέσεις εκπροσώπησης, να ανατρέψουμε την κυβέρνηση της Δεξιάς και να δημιουργήσουμε στέρεη προοπτική για την κυβέρνηση της Αριστεράς».
Μ’ άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ μόνο με τους πρώην Πασόκους μπορεί να πάρει τους ψηφοφόρους (αλλαγή στις «σχέσεις εκπροσώπησης» θέλει, όχι δημιουργία κινήματος) κι αντί να κάνει «μια δεύτερη σκέψη όσον αφορά την πολιτική του προς τον “μεσαίο χώρο”» και να πάρει «μια γενναία απόφαση προς την κατεύθυνση της ριζοσπαστικοποίησης ορισμένων δυνάμεών του (σ.σ. του “μεσαίου χώρου”) για τη διευκόλυνση της δημιουργίας βιώσιμων πολιτικών συμμαχιών με αυτόν τον χώρο», παίρνει αποστάσεις από τους πάντες. Οπως τονίζει ο Κοντονής, απευθυνόμενος προς τους συντρόφους του, «με τρόπο επιπόλαιο, φοβικό και ορισμένες φορές εθελοτυφλώντας, οδηγούμαστε στην πολιτική απομόνωσης ελλείψει πολιτικής συμμαχιών, τελικά ελλείψει υπαρκτών συμμάχων».
Είναι καθαρό πως σ’ αυτή την αντίληψη υπάρχει μια εντελώς αυθαίρετη προϋπόθεση: οι Βουδούρηδες και σία που προσεγγίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ειλικρινείς αντιμνημονιακοί και όχι καιροσκόποι που ψάχνουν για πολιτική στέγη επιβίωσης, για να συνεχίσουν το θεάρεστο έργο τους. Αυτό, όμως, δεν απασχολεί καθόλου την ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή αναζητά συμμαχίες για να φτάσει στην κυβερνητική εξουσία. Το ότι η αναζήτηση αυτών των συμμαχιών στον «μεσαίο χώρο» πάει πακέτο με τις συνεχείς κωλοτούμπες, είναι προφανώς… συμπτωματικό. Ισως δούμε αυτή η «πολιτική συμμαχιών» να υλοποιείται στο ευρωψηφοδέλτιο. Αν, πάντως, δεν υλοποιηθεί τώρα, θα υλοποιηθεί σίγουρα ενόψει των επόμενων βουλευτικών εκλογών, στις οποίες ο ΣΥΡΙΖΑ «θα παίξει τα ρέστα του». Το σύνθημα τώρα είναι: όσο δεξιότερα τόσο καλύτερα!