Η κατάθεση του Μοχάμεντ, του δεύτερου από τους τρεις αδελφούς αιγύπτιους ψαράδες, θορύβησε όλους τους παριστάμενους συνηγόρους υπεράσπισης των νεοναζιστών και όχι μόνο αυτούς των πέντε κατηγορούμενων που συμμετείχαν στη δολοφονική επίθεση. Τους θορύβησε όχι μόνο και όχι τόσο για τις περιγραφές της άγριας επίθεσης, αλλά γιατί μερικές μόνο ώρες μετά την επίθεση τους είχε αναγνωρίσει. Βίωσε την άγρια επίθεση, είδε τους επιτιθέμενους και ήταν επόμενο, σ’ αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα να χαραχτούν στη μνήμη του τα χαρακτηριστικά τους.
Οι συνήγοροι υπεράσπισης επιχείρησαν ν' αμφισβητήσουν την αναγνώριση, εκμεταλλευόμενοι το ότι οι αστυνομικοί που τη διενήργησαν δεν τήρησαν όλους τους κανόνες που πρέπει να τηρούνται. Επ’ αυτού, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι: Πρώτον, οι αστυνομικοί που αναλαμβάνουν τη διεκπεραίωση της αναγνώρισης κατηγορούμενων από αυτόπτες μάρτυρες και μάλιστα σε χρόνο μεταγενέστερο από τα συμβάντα δεν τηρούν τους κανόνες κατά πάγια πρακτική. Δεύτερον, οι αστυνομικοί που διενήργησαν τη διαδικασία της αναγνώρισης δεν διακρίνονταν από καμία φιλική διάθεση προς τους Αιγύπτιους και προκατάληψη προς τους νεοναζιστές. Αντίθετα, στο χρόνο που έγινε το συμβάν (Ιούνης του 2012), σύσσωμος ο αστυνομικός μηχανισμός διακρινόταν για τη φιλική διάθεση και την ανοιχτή υποστηρικτική στάση στη δράση των ταγμάτων εφόδου. Και εκείνο το βράδυ, οι αστυνομικοί πήγαν στον τόπο της εγκληματικής ενέργειας και άσκησαν πλημμελώς τα καθήκοντά τους, διαπράττοντας σωρεία παραβάσεων, προκειμένου οι χρυσαυγίτες να πέσουν στα μαλακά.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε το τρίπτυχο της δράσης των αστυνομικών της ΔΙΑΣ, που το ομολόγησαν στην περίπτωση της δολοφονίας του αντιφασίστα Παύλου Φύσσα: παραμένουμε σε απόσταση από τη δράση της ΧΑ, δεν επεμβαίνουμε στα γεγονότα και ενημερώνουμε τους προϊσταμένους μας.
Αυτό δεν παρατηρήθηκε μόνο στην περίπτωση του Φύσσα. Το ίδιο έγινε και στα περιστατικά των δολοφονικών επιθέσεων στους συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ στο Πέραμα, στο στέκι Αντίπνοια στα Πετράλωνα και στο στέκι Συνεργείο στην Ηλιούπολη. Η προκλητική απραξία των ομάδων ΔΙΑΣ αποτυπώθηκε και σε φωτογραφικό υλικό στην περίπτωση της Ηλιούπολης, όπως μπορείτε να δείτε. Οι νεοναζιστές, με επικεφαλής τον Λαγό, τα έχουν κάνει λίμπα και ετοιμάζονται να φύγουν, ενώ σε απόσταση αναπνοής βρίσκονται αστυνομικοί της ΔΙΑΣ πάνω στις σταθμευμένες μηχανές και παρατηρούν απαθώς (και με κρυφή ικανοποίηση, προφανώς) χωρίς να κάνουν το παραμικρό για να τους συλλάβουν, μολονότι μπροστά στα μάτια τους διαπράχτηκαν αυτόφωρα αδικήματα.
Κατά συνέπεια, τηρώντας στάση εχθρική προς τους μετανάστες και φιλική προς τους νεοναζιστές της ΧΑ, δεν υπήρχε περίπτωση οι αστυνομικοί να βοηθήσουν τον Μοχάμεντ και τον αδελφό του Αχμέτ να αναγνωρίσουν τους πέντε κατηγορούμενους χρυσαυγίτες.
Οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής για την υπόθεση της απόπειρας ανθρωποκτονίας κατά των αιγύπτιων ψαράδων μπορούσαν κάλλιστα, αν το ήθελαν και αν όντως η αναγνώριση δεν ήταν πραγματική, να «ετοιμάσουν» τους δύο αδελφούς, ώστε αυτοί να έρθουν στο δικαστήριο και να περιγράψουν λεπτομερώς τα χαρακτηριστικά των πέντε χρυσαυγιτών. Δεν το έκαναν, όμως. Μάλιστα, ο συνήγορος πολιτικής αγωγής Δ. Ζώτος υπέβαλε στον Μοχάμεντ και ερωτήσεις για να απαντήσει σε αντιφάσεις που διαπίστωσε ανάμεσα στις καταθέσεις του στην ανάκριση και στην ακροαματική διαδικασία.
Καλά θα κάνουν, λοιπόν, οι συνήγοροι υπεράσπισης των νεοναζιστών να μην ξύνονται στην γκλίτσα του τσοπάνη, σηκώνοντας τόσο θόρυβο για την αξιοπιστία της αναγνώρισης των πέντε κατηγορούμενων και φτάνοντας στο σημείο που έφτασε μια απ' αυτούς θέτοντας ζήτημα ψευδορκίας του Μοχάμεντ. Οι πελάτες τους φρόντισαν να αυτοενοχοποιηθούν και να δείξουν το πραγματικό τους πρόσωπο.
Καταρχάς, έστησαν ένα άλλοθι-μαϊμού για την ώρα που έγινε η επίθεση στους Αιγύπτιους. Ισχυρίστηκαν και οι πέντε, ότι τη χρονική στιγμή που έγινε η επίθεση, αυτοί βρίσκονταν στο φαγάδικο BEAT, που βρίσκεται στο τέρμα του Περάματος.
Ομως, ο Δ. Αγριογιάννης, στην απολογία που έδωσε στις 13 Ιούνη του 2012 και ώρα 15.15μμ στην ανακρίτρια του Δ’ Τμήματος στον Πειραιά, δήλωσε σχετικά με το πού βρισκόταν την ώρα της επίθεσης: «Γνωρίζω μόνο τον Παπαδόπουλο που είχαμε κάνει μαζί στο στρατό (…) Είχα πάει για ρομαντική βόλτα με την κοπέλα μου στο τέρμα Περάματος και την ώρα που φεύγαμε είδα στο ΒΕΑΤ τον φίλο μου Παπαδόπουλο για να του μιλήσω. Αυτό έγινε στις τρεις με τρεις και τέταρτο».
Ο Κ. Παπαδόπουλος, στην απολογία του στις 13 Ιούνη του 2012, στις 14.45μμ δήλωσε για το ίδιο ζήτημα: «Ημουνα παρέα με τον Μαρία (…) Κατά τις δύο και κάτι συναντήσαμε στο πάρκο τον Χρήστο Ευγενικό που είχε παρέα μαζί του. Φύγαμε παρέα και οι τέσσερις με τα παπιά μας για βόλτα στο Πέραμα, πήγαμε παρέα στο BEAT (…) Τρεις παρά πέντε ήμασταν στο ΒΕΑΤ και σταματήσαμε γιατί ήταν ο αδελφός του Χρήστου, ο Μάρκος Ευγενικός και ο κύριος Τάσος ο Πανταζής.
Ερώτηση: Πόση ώρα καθίσατε εκεί;
Απάντηση: Μέχρι τις τρεις και μισή οπότε φύγαμε».
Ο Θ. Μαρίας κατέθεσε στις 12 Ιούνη του 2012, ώρα 15.00: «Κατά την μία η ώρα ήρθε ο Παπαδόπουλος στο σπίτι μου, κατά τις δύο παρά τέταρτο βγήκαμε να κάνουμε βόλτα (…) Κατά τις τρεις παρά (…) περάσαμε από το BEAT (…) Τρεις και είκοσι με τρεις και μισή περίπου φύγαμε».
Ο Μ. Ευγενικός κατέθεσε στις 13 Ιούνη του 2012 στις 15.00: «Πήγαμε να φάμε παρέα στο ΒΕΑΤ (…) Πήγαμε δύο και πέντε με δύο και τέταρτο και καθίσαμε μία με μιάμιση ώρα εκεί».
Ο Αν. Πανταζής κατέθεσε στις 13 Ιούνη του 2012 στις 14.35: «Γύρω στις δύο με δύο και τέταρτο πήγα στο ΒΕΑΤ (…) Ναι συνάντησα κάποιους φίλους μου τυχαία, δεν ήταν όμως οι λοιποί κατηγορούμενοι (…) Φύγαμε από το ΒΕΑΤ γύρω στις τρεις και τέταρτο παρέα με τον Ευγενικό».
Ο υπάλληλος του BEAT Κ. Διαμαντόπουλος κατέθεσε στις 12 Ιούνη στις 8πμ (δηλαδή πέντε ώρες μετά από τη δολοφονική επίθεση των χρυσαυγιτών), στα γραφεία της Διεύθυνσης Κρατικής Ασφάλειας και «άδεια-σε» όλους τους χρυσαυγίτες. Επιβεβαιώνει ότι και οι πέντε πήγαν μαζί για να φάνε και ότι αποχώρησαν πριν από την επίθεση στους αιγύπτιους ψαράδες. Κατέθεσε χαρακτηριστικά: «Ανέλαβα βάρδια την 22.00 ώρα της 11-06-2012 έως την 06.00 ώρα της 12-06-2012. Μεταξύ του χρονικού διαστήματος από 01:45 έως 02:15 ώρα περίπου της 12-06-2012 ήρθε στο κατάστημα που εργάζομαι μία παρέα αποτελούμενη από έξι περίπου άτομα, που φορούσαν μαύρες μπλούζες, χωρίς να προσέξω περισσότερο κάποιο χαρακτηριστικό τους. Παρήγγειλε ο καθένας από αυτούς φαγητό, όπως σάντουιτς, αραβικές πίτες και αναψυκτικά. Παρέμειναν στο κατάστημα για περίπου σαράντα (40) λεπτά και κατόπιν αποχώρησαν με δίκυκλα, από όσο θυμάμαι».
Του επιδείχτηκαν οι πέντε άντρες της ΧΑ και η ανήλικη, που είχαν συλληφθεί, και ρωτήθηκε αν τους αναγνωρίζει. Απάντησε: «Τους πέντε άνδρες τους αναγνωρίζω ανεπιφύλακτα ως τα άτομα που ήρθαν στο κατάστημά μου, όπως προείπα».
Οι πέντε χρυσαυγίτες, λοιπόν, πήγαν στο ΒΕΑΤ για να καρδαμώσουν και στη συνέχεια κατευθύνθηκαν στο σπίτι για να εκτελέσουν το δολοφονικό τους έργο. Αργότερα κατασκεύασαν το άλλοθί τους, λέγοντας ότι πήγαιναν δύο-δύο ή ότι δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, όπως ισχυρίστηκε ο Πανταζής, που πρωτοστάτησε και στη δολοφονική επίθεση σε βάρος των συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ. Επειδή, όμως, δε διακρίνονται για την… ευφυΐα τους, το άλλοθι είναι κακότεχνο και μπάζει από παντού. Οι πέντε νεοναζί που κατηγορούνται για τη δολοφονική επίθεση στους αιγύπτιους ψαράδες όχι μόνο γνωρίζονταν, αλλά και συνεννοήθηκαν για να δημιουργήσουν τα άλλοθί τους, με σκοπό να αποσείσουν τις ευθύνες τους (και τις ευθύνες της εγκληματικής συμμορίας).
Αυτά τα θρασύδειλα άτομα δεν τόλμησαν να παραδεχτούν ότι είναι μέλη της ΧΑ και έφθασαν στο ύψιστο σημείο πρόκλησης ζητώντας την ποινική δίωξη των θυμάτων τους. Ιδού το σχετικό απόσπασμα, που είναι και φραστικά ίδιο και στους πέντε κατηγορούμενους: «Αρνούμαι τις σε βάρος μου κατηγορίες και μηνύω αυτούς που με κατηγορούν. Ζητώ την ποινική τους δίωξη για τα αδικήματα της ψευδούς καταμήνυσης, συκοφαντικής δυσφήμισης, ψευδορκίας, απόπειρας απάτης σε βάρος μου. Ζητώ να τηρηθεί σε βάρος τους η διαδικασία του αυτοφώρου».
Αυτό κι αν είναι θράσος. Ο Εμπουζίτ βρίσκεται βαριά τραυματισμένος στον «Ευαγγελισμό» και οι χρυσαυγίτες ζητούν την ποινική του δίωξη. Φυσικά, αυτό δεν το σκέφτηκαν οι ίδιοι, αλλά οι δικηγόροι της ΧΑ που δεν λειτουργούν μόνο ως συνήγοροι. (ανάμεσα στους συνηγόρους υπεράσπισης βρίσκονται στελέχη της ΧΑ που εκλέχτηκαν δημοτικοί σύμβουλοι, υποψήφιοι βουλευτές και νομικοί σύμβουλοι).
Η στελεχάρα της ΧΑ, Αν. Πανταζής, όταν τον Ιούνη του 2012 συνελήφθη για τη δολοφονική απόπειρα εναντίον των Αιγύπτιων, αρνήθηκε ότι είναι μέλος της ΧΑ και στράφηκε εναντίον του Κασιδιάρη. Η ίδια στελεχάρα, μετά από 15 μήνες συλλαμβάνεται ως μέλος της εγκληματικής οργάνωσης ΧΑ και στην απολογία, στις 7 Οκτώβρη του 2013, αναφέρει: «Μέχρι της συλλήψεώς μου ήμουν απλός υποστηρικτής της Χρυσής Αυγής, διότι δεν είχα αντιληφθεί την τέλεση οποιουδήποτε κακουργήματος απ’ αυτήν». Τώρα, με τη νέα του εκδοχή παραδέχεται ότι ήταν από παλιά υποστηρικτής της ΧΑ. Αρα, και τον Ιούνη του 2012, που επιτέθηκε στους αιγύπτιους ψαράδες, ήταν «υποστηρικτής της ΧΑ» (μέλος και στέλεχός της στην πραγματικότητα).
Ο Αν. Πανταζής και η φασιστοπαρέα του προσπάθησαν να αποστασιοποιηθούν από τη δολοφονική τους δράση, λέγοντας συνεχώς ψέματα. Οι προσπάθειες τους, όμως, έπεσαν στο κενό. Ο Πανταζής δεν είναι η μοναδική περίπτωση στελέχους της ΧΑ που αρνήθηκε ότι είναι μέλος της.
Ο υπάλληλος του BEAΤ δεν κλήθηκε από την εισαγγελία ως μάρτυρας στο δικαστήριο, γιατί καίει τους χρυσαυγίτες. Δεν είναι ο μοναδικός ουσιώδης μάρτυρας που δεν κλήθηκε από την εισαγγελία. Δεν γνωρίζουμε αν θα τον καλέσει η πολιτική αγωγή των αιγύπτιων ψαράδων, όμως έχουμε μια ακόμα απόδειξη της προκλητικής στάσης της εισαγγελίας, που υπαγορεύτηκε από τη βούληση να πέσουν στα μαλακά τα πέντε στελέχη της ΧΑ.