Γράφαμε στο προηγούμενο φύλλο για την πρόταση νόμου του ΣΥΡΙΖΑ για τη διαγραφή χρεών, η οποία πετάχτηκε στο καλάθι των αχρήστων, όπως αναμενόταν, αφού το σύστημα είναι έτσι διαμορφωμένο (συνταγματικά), που καμιά πρόταση της αντιπολίτευσης με οικονομικό περιεχόμενο να μην τίθεται σε ψηφοφορία. Επί θεμάτων με οικονομικό ενδιαφέρον μόνο η κυβέρνηση μπορεί να προτείνει νομοσχέδια, όχι η Βουλή. Οι ΣΥΡΙΖΑίοι συνέχισαν να κρύβουν επιμελώς αυτή τη συνταγματική πρόβλεψη, γιατί θέλουν να κοροϊδεύ-ουν τον ελληνικό λαό, ότι δήθεν δίνουν σκληρές μάχες, όχι μόνο στο επίπεδο του κοινοβουλευτικού ελέγχου, αλλά και στο νομοθετικό επίπεδο, αναλαμβάνοντας πρωτοβουλίες με προτάσεις νόμου.
Από τα πρακτικά της σχετικής συνεδρίασης της Διαρκούς Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου, που προμηθευτήκαμε στο μεταξύ, φαίνεται καθαρά το θέατρο σκιών που παίχτηκε. Ο πρόεδρος της Επιτροπής ξεκαθάρισε από την αρχή, αναφερόμενος στην άποψη της κυβέρνησης, ότι η πρόταση νόμου του ΣΥΡΙΖΑ θα συζητηθεί σε μια συνεδρίαση, χωρίς να τεθεί σε ψηφοφορία, όπως προβλέπει το άρθρο 73 παρ. 3 του συντάγματος. Ο Παπαδημούλης που πήρε αμέσως το λόγο αποδέχτηκε αυτό που είπε ο πρόεδρος («παρά το γεγονός ότι δεν θα ψηφίσουμε, να κάνουμε μια πιο ουσιαστική συζήτηση») και πρότεινε να κληθούν φορείς για ακρόαση, «όπως καλούμε φορείς, όταν πρόκειται να νομοθετήσουμε με πρωτοβουλία της κυβέρνησης». Μάλιστα, είτε από ασχετοσύνη είτε με κουτοπονηριά, είπε στην παρέμβασή του ότι ο διάλογος στην Επιτροπή πρέπει να είναι «πιο παραγωγικός και να βοηθήσει και τη συζήτηση που θα γίνει στην Ολομέλεια και θα καταλήξει με ψηφοφορία». Φυσικά, ούτε στην Ολομέλεια θα γίνει ψηφοφορία. Θα επαναληφθεί απλά η συζήτηση και τέρμα, όπως διόρθωσε λίγο μετά τον Παπαδημούλη ο πρόεδρος της Επιτροπής, χωρίς ο Παπαδημούλης να βγάλει κιχ («Συμφωνήσαμε και ακολουθούμε την πεπατημένη, δηλαδή να γίνει συζήτηση, να ακουστούν οι απόψεις και δεν θα μπορεί να διεξαχθεί ψηφοφορία ούτε στην Ολομέλεια»).
Φυσικά, οι εταίροι της συγκυβέρνησης δεν ήταν διατεθειμένοι να δώσουν μεγαλύτερο κύρος σε μια πρόταση νόμου του ΣΥΡΙΖΑ, καλώντας φορείς σε ακρόαση. Με διάφορα επιχειρήματα απέρριψαν μετ’ επαίνων την πρόταση, λέγοντας ότι αφού η κυβέρνηση δηλώνει ότι θα φέρει σχέδιο νόμου για το ίδιο ζήτημα, δεν υπάρχει λόγος να κληθούν φορείς τώρα, αφού θα κληθούν όταν έρθει το σχέδιο νόμου της κυβέρνησης. Οι ΣΥΡΙΖΑίοι έδωσαν μια μάχη εντυπώσεων, κάποιοι απ’ αυτούς σήκωσαν λίγο τους τόνους (Κουρουμπλής, Κωνσταντοπούλου), αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν και τίποτα. Μπορεί η «νέα σεισάχθεια» να είχε διαφημιστεί με ειδική συνέντευξη Τύπου από τον ίδιο τον Τσίπρα, μετά το (προδιαγεγραμμένο) κοινοβουλευτικό ναυάγιο, όμως, δεν εκδόθηκε καμιά ανακοίνωση, εκτός από ένα προσωπικό δελτίο Τύπου που εξέδωσε ο Στρατούλης.
Εγινε, λοιπόν, μια βαριεστημένη συζήτηση, στη διάρκεια της οποίας όλοι οι ομιλητές (ακόμη και ο υφυπουργός Ανάπτυξης Αθ. Σκορδάς, που εκπροσωπούσε την κυβέρνηση) συμφωνούσαν ότι πρέπει να βρεθεί λύση για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Απ’ αυτή τη συζήτηση σημειώνουμε ένα ενδιαφέρον σημείο. Τέθηκε το ερώτημα στον ΣΥΡΙΖΑ τι θα γίνει με τις τράπεζες που θα έχουν λογιστικές απώλειες με τη διαγραφή χρεών. Ο Στρατούλης υποστήριξε πως το σχετικό κόστος για τις τράπεζες «καλύπτεται πάρα πολύ εύκολα για την πρώτη χρονιά και για τις επόμενες». Οπως είπε, ο ΣΥΡΙΖΑ υπολογίζει ότι το κόστος θα είναι 7 δισ. το χρόνο και την πρώτη χρονιά μπορεί να καλυφθεί «από τα ποσά που θα πάνε για την επανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και τις επόμενες χρονιές 7 δισ. ευρώ ανά έτος μπορούν να καλυφθούν άνετα μέσω των εγγραφών προβλέψεων επισφαλειών που κάνει κάθε τράπεζα για τα χαρτοφυλάκια των δανείων της». Ο Β. Αποστόλου, βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, επίσης, υποστήριξε ότι δεν πρόκειται να προκύψει κανένα πρόβλημα για τις τράπεζες, γιατί «τα δάνεια τα οποία βάζουν ως επισφάλειες οι τράπεζες δεν τα παραγράφουν, εξακολουθούν να ισχύουν».
Μ’ άλλα λόγια, ούτε μεταξύ τους μπορούν να συνεννοηθούν. Το ενδιαφέρον τους, όμως, για τις τράπεζες είναι δεδομένο και δε θέλουν να τους δημιουργήσουν κανένα πρόβλημα. Επειδή, όμως, αυτοί που επεξεργάστηκαν τη «νέα σεισάχθεια» μάλλον δεν σκαμπάζουν και πολύ από οικονομικά ή δεν γνωρίζουν την επίσημη γραμμή του κόμματός τους, τους θυμίζουμε τι έλεγε ο Γ. Σταθάκης προεκλογικά, στο πρωινάδικο της τηλεόρασης του ΣΚΑΙ, στο οποίο εμφανίστηκε μαζί με τον Γ. Μηλιό (18.5.12). Οταν ο δημοσιογράφος παρατήρησε ότι αν γίνει ρύθμιση των στεγαστικών δανείων θα χρειαστεί πρόσθετη ενίσχυση στις τράπεζες, ο Σταθάκης απάντησε: «Ναι, ναι, ναι, ναι, πρόσθετη ενίσχυση».
Το συμπέρασμα είναι ένα: όταν ακούτε για φιλολαϊκές προτάσεις νόμου από κόμματα της αντιπολίτευσης, να έχετε κατά νου ότι αυτές οι προτάσεις θ’ απασχολήσουν μια συζήτηση της αρμόδιας Επιτροπής και μια συζήτηση της Ολομέλειας της Βουλής, χωρίς να τεθούν σε ψηφοφορία. Σε κάποια αποστροφή του ο Παπαδημούλης είπε: «Υπάρχει το θέμα του γοήτρου, δηλαδή οι κυβερνήσεις ποτέ να μην υιοθετούν προτάσεις νόμου που έρχονται από την αντιπολίτευση, να τις παινεύουν μεν και να επισημαίνουν ότι έχουν καλά στοιχεία, αλλά μετά να τις καταψηφίζουν». Το επιχείρημα αυτό αντιστρέφεται, όμως. Γιατί τα κόμματα της αντιπολίτευσης κάνουν προτάσεις νόμου που ξέρουν ότι δε θα μπουν καν σε ψηφοφορία; Δεν το κάνουν για λόγους δικού τους γοήτρου; Γιατί, όμως, δεν λένε στο λαό την αλήθεια για το πώς δουλεύει το κοινοβουλευτικό σύστημα, αλλά θορυβούν δίνοντας την εντύπωση ότι θα δοθεί μάχη;
ΥΓ: Το ίδιο ισχύει και για τον Περισσό, ο βουλευτής του οποίου Ν. Καραθανασόπουλος, μιλώντας κατά τη συζήτηση της πρότασης νόμου του ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή, είπε: «Εμείς έχουμε μια πάγια τοποθέτηση σε σχέση με τις προτάσεις νόμου που κατατίθενται από τα κόμματα και όχι με πρωτοβουλία της κυβέρνησης. Λέμε ότι οι διατάξεις είναι περιοριστικές και επί της ουσίας γίνεται μια τυπική συζήτηση. Υπάρχει μια τεράστια διασταλτική ερμηνεία του συγκεκριμένου άρθρου, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ψηφιστούν μια σειρά προτάσεων νόμου που κατατίθενται». Δεν παρέλειψε, όμως, να συμπληρώσει: «Βεβαίως, ως ΚΚΕ αυτή τη διαδικασία θα την αξιοποιήσουμε. Γνωρίζει και η κυβέρνηση και το προεδρείο ότι έχουμε καταθέσει μια σειρά από προτάσεις νόμου…».