Μένεα πνέουν στην κυβέρνηση κατά του ανακριτή που έστειλε την υπόθεση Παυλίδη στη Βουλή, αντί να κλείσει το φάκελο, όπως επί τόσο καιρό τον συμβούλευε ο Σανιδάς. Τώρα, είναι υποχρεωμένη η κυβερνητική πλειοψηφία να κάνει το κουκούλωμα και να σηκώσει και το πολιτικό κόστος. Ο υπουργός Δικαιοσύνης Ν. Δένδιας, που δεν φημίζεται για την πολιτική του ευστροφία, όπως φάνηκε και από τον τρόπο που χειρίστηκε την ποινικοποίηση της «κουκούλας» (αρχικά είχε ανακοινώσει ότι θα θεσπιστεί νέο αδίκημα, με ποινές από δύο μέχρι δέκα χρόνια!), αποκάλυψε τον κυβερνητικό θυμό. «Τσίμπησε» στην πρόκληση Βενιζέλου, που πρώτος έθεσε ζήτημα παραβίασης του Συντάγματος από τον ανακριτή, και είπε ότι μπορεί να του ασκήσει πειθαρχικό έλεγχο. Στη συνέχεια, αφού στο μεταξύ του τράβηξε τ’ αυτί ο Παυλόπουλος, ο οποίος φρονίμως ποιών είπε ότι δεν πρόκειται να κρίνει τον ανακριτή, δήλωσε στους δημοσιογράφους ότι δεν προτίθεται ν’ ασκήσει καμιά δίωξη κατά του ανακριτή.
Σε τι συνίσταται το ζήτημα που έθεσε ο Βενιζέλος; Στο ότι ο ανακριτής, χωρίς να έχει τέτοια δικαιοδοσία, έκανε ανακριτικές πράξεις για τον Παυλίδη και μάλιστα τον κάλεσε να δώσει εξηγήσεις ως οιονεί ύποπτος, πράγμα που ο τελευταίος έπραξε. Μιλώντας αυστηρά νομικά, ο Βενιζέλος έχει δίκιο. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, μόλις ο ανακριτής φτάσει σε εμπλοκή μέλους της κυβέρνησης, οφείλει «αμελλητί» να στείλει τη δικογραφία στη Βουλή (άρθρο 86 του Συντάγματος). Ο ανακριτής, όμως, δεχόταν μεγάλη πίεση από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γ. Σανιδά, να διερευνήσει κατά πόσο αυτά που καταλογίζονταν στον Παυλίδη ήταν βάσιμα ή προδήλως αβάσιμα. Στην ουσία, ο Σανιδάς τον πίεζε να τα κρίνει ως προδήλως αβάσιμα και να βάλει την υπόθεση στο αρχείο, χωρίς να τη στείλει στη Βουλή. Αντιδρώντας σ’ αυτή την πίεση, ο ανακριτής έκανε ανακριτικές πράξεις και έκρινε ότι όσα καταλογίζονταν στον Παυλίδη ήταν βάσιμα. Γι’ αυτό και έστειλε την υπόθεση στη Βουλή, έστω και με καθυστέρηση, συνοδεύοντάς την και με ένα έγγραφο που περιλάμβανε τις απόψεις του. Η πεποίθησή του ήταν ότι εδώ υπάρχει υποψία χρηματισμού. Κανονικά, δεν ήταν δουλειά του να φτάσει σ’ αυτή την υποψία. Πολύ πιο πριν έπρεπε να στείλει την υπόθεση στη Βουλή, για να κάνει αυτή τις όποιες ανακριτικές πράξεις και να στοιχειοθετήσει τις όποιες υποψίες. Πιέστηκε να μην το κάνει, πιέστηκε να κάνει αυτός τις ανακρίσεις (όπως είχαν πιεστεί και οι δυο εισαγγελείς που ερευνούσαν το σκάνδαλο του Βατοπεδίου και στο τέλος παραιτήθηκαν), πιέστηκε να βάλει την υπόθεση στο αρχείο, αλλά ήταν τόσο προκλητικά αυτά που βρήκε που δεν το έκανε. Ετσι, η κυβέρνηση βρέθηκε διπλά εκτεθειμένη, όπως είχε βρεθεί και με το σκάνδαλο του Βατοπεδίου.
Στο Μαξίμου επέλεξαν αυτή τη φορά την «κατά συνείδηση» ψήφο. Δε μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Δεύτερη φορά αποχώρηση από τη Βουλή θα ήταν πολύ χοντρό. Από την άλλη, θέλησαν να δημιουργήσουν και αντεπιχείρημα για όσους τους κατηγορούσαν για τη στάση τους στο σκάνδαλο του Βατοπεδίου: «Να, ορίστε, ένας πρώην υπουργός κατηγορείται για χρηματισμό και εμείς είμαστε ανοιχτοί στη διερεύνηση της κατηγορίας από τη Βουλή».
Ταυτόχρονα, έπεσαν πάνω στον Παυλίδη για να τον πείσουν να παραιτηθεί. «Οταν εγώ ήμουν φοιτητής ήταν ήδη βουλευτής και νομίζω ότι στη σκέψη του θα έχει μεγάλη αξία και το πολιτικό σκέλος της υποθέσεως», δήλωσε με νόημα ο Ζαγορίτης, καλώντας στην ουσία τον Παυλίδη να απαλλάξει την κυβέρνηση από το βάρος του. Αλλοι γαλάζιοι βουλευτές υπήρξαν πιο σκληροί στις δηλώσεις τους: «Δεν είναι μόνο να διευκολύνει το κόμμα» –δήλωσε ο Γ. Μανώλης– «το πιο σημαντικό είναι ότι τρία εκατομμύρια νεοδημοκράτες απολογούνται στα καφενεία και στις γειτονιές τους για τον κ. Παυλίδη». Οταν δε ρωτήθηκε τι πρέπει να γίνει σε περίπτωση παραπομπής απάντησε ότι «δεν μπορεί η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός να στηρίζονται στην ψήφο ενός τέτοιου βουλευτή». «Θα έπρεπε να παραιτηθεί ο Παυλίδης προς επούλωση όλων των προσφάτων πληγών που έχει η παράταξη», δήλωσε ο Θ. Γιαννόπουλος. «Κάποιοι από τη ΝΔ πρόδωσαν τη ΝΔ», δήλωσε με νόημα ο Ι. Τζαμτζής.
Ο Παυλίδης, όμως, τους είπε παρασκηνιακά ένα μεγαλοπρεπέστατο «πριτς» και διακήρυξε από το βήμα της Βουλής ότι δεν έχει σκοπό να παραιτηθεί. Αφησε μάλιστα και σαφές υπονοούμενο για τις πιέσεις που δέχτηκε: «Αβαρία, πετάμε το φορτίο στη θάλασσα για να σωθούμε. 35 χρόνια περιπέτεια, γι’ αυτό και δεν δέχομαι υποδείξεις προς τους ναυτιλλομένους», ήταν το σαφές μήνυμά του προς την κυβέρνηση και προσωπικά τον Καραμανλή. Τι σημαίνει αυτό το μήνυμα; ‘Η με απαλλάσσετε ή σας παίρνω μαζί μου στον πάτο.
Από τη συζήτηση στη Βουλή έγινε σαφές ότι το μήνυμα Παυλίδη ελήφθη στο Μαξίμου. Οσοι πήραν το λόγο υπερασπίστηκαν περισσότερο τον Παυλίδη παρά την «κατά συνείδηση» ψήφο. Το βάρος σήκωσε κυρίως η Ψαρούδα-Μπενάκη, που μάλλον θα αναλάβει την υπεράσπιση του Παυλίδη. Η υπόθεση δεν είναι τόσο «σκαστή», αφού δεν υπάρχουν επιταγές ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Υπάρχει η υπόθεση του σπιτιού της κόρης του Παυλίδη, αλλά και το γεγονός ότι ο πρώην υπουργός υπερασπίστηκε τον μυστικοσύμβουλό του που έκανε τις επαφές με τον Μανούση και τον διατήρησε στη δούλεψή του (ο καθένας μπορεί να καταλάβει γιατί). Αρα, η πολιτική ζημιά θα γίνει. Η κυβέρνηση θα βαδίσει προς τις εκλογές με τον Μανούση να δίνει καθημερινά σπαρταριστές λεπτομέρειες για έναν πρώην υπουργό και εν ενεργεία βουλευτή που από την ψήφο του εξαρτάται η επιβίωση της κυβέρνησης. Στο τέλος θα τον απαλλάξουν, θέλοντας και μη. Στην επιτροπή θα τα καταφέρουν εύκολα, γιατί και οι εφτά βουλευτές της πλειοψηφίας ελέγχονται εύκολα, τι θα γίνει όμως στην Ολομέλεια που θα έρθει το πόρισμα, ειδικά αν η αντιπολίτευση επιμείνει σε παραπομπή; Πόσο σίγουρος μπορεί να είναι ο Καραμανλής ότι δε θα βρεθούν δυο-τρεις βουλευτές να ψηφίσουν υπέρ της παραπομπής;
Είναι φανερό ότι η ΝΔ βρίσκεται σε σύγχυση. Η εικόνα των βουλευτών της την περασμένη Δευτέρα ήταν για γέλια και για κλάματα. Οσοι πήραν το λόγο υπερασπίζονταν τον Παυλίδη και κατακεραύνωναν τον ανακριτή, ενώ την ίδια στιγμή δήλωναν ότι είναι ανοιχτοί στη σύσταση ειδικής επιτροπής που θα διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση. Δηλαδή, υπερασπίζονταν τον Παυλίδη και την ίδια στιγμή κανένας τους δεν είχε το θάρρος να ζητήσει την απαλλαγή του θεωρώντας «προδήλως αβάσιμα» τα στοιχεία (αυτό το δικαίωμα το έχει η Βουλή). Στο τέλος, οι μισοί ψήφισαν υπέρ της συγκρότησης της ειδικής επιτροπής και οι άλλοι μισοί κατά.
Οι Πασόκοι εμφανίστηκαν ιδιαίτερα προσεκτικοί, αποφεύγοντας να μπουν στην ουσία και κάνοντας αναφορές στο τεκμήριο αθωότητας. Το ερώτημα είναι αν αυτό το έκαναν για να μη «τσιτώσουν» τους Νεοδημοκράτες ή αν είναι αποφασισμένοι να κερδίσουν από τον ένα μήνα της σκανδαλολογίας και μετά να μη δώσουν συνέχεια προτείνοντας παραπομπή. ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ έμειναν περισσότερο στο γενικότερο σκάνδαλο της ακτοπλοΐας, ενώ το ΛΑΟΣ εμφανίστηκε στην ουσία χωρίς θέση.
Δεν πρέπει να αποκλείσουμε και την περίπτωση ενός παρασκηνιακού συμβιβασμού μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, μέσα στον επόμενο μήνα. Κάτι τέτοιο δεν έχει διαφανεί μέχρι στιγμής, αλλά στη Βουλή ο μεν πρώην υπουργός Μ. Τζίμας αναφέρθηκε σε επικείμενες διώξεις (μη πολιτικών προσώπων) για την υπόθεση των TOR M1, ενώ ο υπουργός Εσωτερικών Παυλόπουλος αναφέρθηκε με ιδιαίτερα επιθετικό τρόπο στην ανάμιξη του ΠΑΣΟΚ στο σκάνδαλο της Siemens (περίπτωση Τσουκάτου). Αν το ΠΑΣΟΚ ανεβάσει τους τόνους της σκανδαλολογίας, η ΝΔ θα κάνει το ίδιο, επιδιώκοντας το συμψηφισμό. Το ΠΑΣΟΚ θα μετρήσει τα πράγματα και ανάλογα θα πράξει. Το σκάνδαλο του Βατοπεδίου, όπως όλα δείχνουν, είναι καλά κλειδωμένο σε εισαγγελικά γραφεία που ελέγχει η κυβέρνηση και μάλλον αποκλείεται ν’ ανοίξει πριν τις ευρωεκλογές. Οπότε μένει μόνο ο Παυλίδης, τον οποίο η ΝΔ δεν θέλει να ρίξει στα τάρταρα και ενδεχομένως το ΠΑΣΟΚ να επιθυμεί το ίδιο. Αρα, το μόνο που διακυβεύεται είναι το πολιτικό κόστος που θα χρεωθεί η κυβερνητική παράταξη.