Αυτή τη φορά μάλλον δεν πρέπει να κατηγορηθεί η Κωνσταντοπούλου ότι μπαχάλεψε τη συνεδρίαση της Βουλής. Το έκανε, βέβαια, με το δικό της μοναδικό τρόπο, αλλά ακόμη και αυτή είχε καταλάβει (αν δεν είχε ενημερωθεί προηγουμένως), ότι ήταν στις προθέσεις του Τσίπρα να γίνει μπάχαλο η διαδικασία. Γι’ αυτό και μολονότι ο Σαμαράς είχε πει αμέσως (απαντώντας στις διαμαρτυρίες για τη φράση του «εγώ είμαι της ευθείας, της αντρικής σχολής»), ότι «αν το θεωρείτε σεξιστικό, το παίρνω πίσω» και επανέλαβε την εισαγωγή του, αφαιρώντας τη συγκεκριμένη πρόταση, η Κωνσταντοπούλου επανήλθε, μετά το τέλος της ομιλίας του και, με ύφος αυστηρής δασκάλας που δε δέχεται παρεκτροπές στην τάξη της, επιτίμησε τον Σαμαρά («σε αυτήν την Αίθουσα διατυπώσεις ρατσιστικές και σεξιστικές δεν θα ξανακουστούν»), προκαλώντας την πρώτη οργισμένη αντίδρασή του.
Συνέχισε με ειρωνικά σχόλια για το χρόνο που πήραν ο Σαμαράς και ο Βενιζέλος στις πρωτομιλίες τους, όχι όμως και για το χρόνο που πήρε ο Τσίπρας στη δευτερολογία του (κι ας είχε πει η ίδια ότι ανοχή στο χρόνο θα υπάρξει μόνο για τις πρωτομιλίες). Στο τέλος έκανε το μπάχαλο με τον Κατρούγκαλο, αρνούμενη οποιαδήποτε συναινετική λύση (π.χ. να δώσει το λόγο στον Κατρούγκαλο μετά το τέλος των ομιλιών) και σπρώχνοντας ουσιαστικά τη ΝΔ σε αποχώρηση (άλλο που δεν ήθελε ο Μεϊμαράκης, που πέρασε τη «γραμμή» στον Σαμαρά).
Σα να μην έφταναν όλ’ αυτά, έδωσε το λόγο και στον Στρατούλη «ως υπουργό», όπως είπε, για να κάνει «μια διευκρίνιση». Παραβίασε, δηλαδή, ευθέως τον Κανονισμό, που στο άρθρο 142Α προβλέπει ότι το λόγο παίρνουν μόνο ο πρωθυπουργός και οι αρχηγοί των κομμάτων της αντιπολίτευσης και όχι οι υπουργοί και οι βουλευτές (για τους υπουργούς προβλέπεται χωριστή διαδικασία ανακοίνωσης, με συμμετοχή και των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων). Οταν ο Βενιζέλος της ζήτησε το λόγο επί του Κανονισμού, αρνήθηκε να του τον δώσει, τσαμπουκαλίδικα. Κι όταν εκ των υστέρων του τον έδωσε, θεώρησε ότι αυτή είναι η δευτερολογία του και αργότερα, όταν ήρθε η ώρα να δευτερολογήσει, τον ειρωνεύτηκε, λέγοντάς του ότι του δίνει το λόγο παραβιάζοντας τον Κανονισμό, διότι έχει ήδη δευτερολογήσει! Στο τέλος, του χτυπούσε διαρκώς το κουδούνι και τον πίεζε να τελειώσει. Το ίδιο είχε κάνει και με τον Σαμαρά, όχι όμως και τον Τσίπρα, κατά τις ομιλίες του οποίου ποτέ δε χτύπησε το κουδούνι.
Μιλάμε, δηλαδή, για ένα όργιο προκλήσεων, που σκοπό είχε να μπαχαλέψει την όλη διαδικασία, προσφέροντας στον Τσίπρα την πρόσκαιρη συσπείρωση του κοινοβουλευτικού λόχου του, που ήταν και το ζητούμενο όλου αυτού του σόου.