Με μια απλή κίνηση, οι περιβόητες «αγορές» έστειλαν τη συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου στη «θεία Ανγκελα». Να συζητήσει πρώτα μαζί της, να καταλήξουν σε μια συμφωνία και μετά να αναζητήσει το ελληνικό κράτος δυνατότητα δανεισμού από την «ελεύθερη αγορά». Τη μέρα που το τεράστιο τσούρμο των υπουργών, αναπληρωτών υπουργών και υφυπουργών ορκιζόταν ενώπιον του Παπούλια και αντάλλασσε ασπασμούς, το Χρηματιστήριο κατέγραφε πτώση για δεύτερη συνεχή μέρα (οι τραπεζικές μετοχές έχαναν 18%!), ενώ στις διεθνείς χρηματαγορές τα «σπρεντ» των ελληνικών ομολόγων έπαιρναν την ανηφόρα. Στα δεκαετή ομόλογα η απόδοση έφτασε στο 9,66% από 9,09% που ήταν την προηγούμενη μέρα, ενώ ανάλογες ανόδους είχαν οι αποδόσεις και των τριετών και πενταετών τίτλων.
Και καλά, στο Χρηματιστήριο της Αθήνας γινόταν ο συνήθης τζόγος, που θα ισορροπήσει τις επόμενες μέρες, όμως στις διεθνείς χρηματαγορές στελνόταν μήνυμα στη συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου. Τα δεκαετή ομόλογα των υπόλοιπων χωρών του «Νότου» παρέμεναν σταθερά (Ισπανία 1,38%, Πορτογαλία 2,42%, Ιρλανδία 1,1%) και μόνο οι αποδόσεις των ελληνικών εκτινάχτηκαν. Το μήνυμα προς τη νέα κυβέρνηση ήταν σαφές: ξεκαθαρίστε την κατάσταση με τους «θεσμικούς» δανειστές σας, αλλιώς από μας λεφτά δεν μπορείτε να δανειστείτε.
Με τον ίδιο κυνισμό συμπεριφέρθηκαν και οι διεθνείς «οίκοι». Ο Moody’s σε έκθεση προς τους πελάτες του χαρακτήρισε αρνητικό πιστωτικό γεγονός το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ελλάδα, γιατί υπάρχει κίνδυνος να μην υπάρξει συμφωνία για παράταση ή ανανέωση του προγράμματος διάσωσης. Ο Standard & Poor’s έθεσε την Ελλάδα, για το χρονικό διάστημα από τις 27 Γενάρη μέχρι τις 31 Μάρτη σε καθεστώς επανεξέτασης προς υποβάθμιση της πιστοληπτικής της αξιολόγησης. Τη μέρα που ορκιζόταν η νέα κυβέρνηση, ο επικεφαλής οικονομολόγος του S&P Μόριτζ Κρέμερ χαρακτήριζε πολιτικά ανέφικτο, αλλά και μικρής βραχυπρόθεσμης σημασίας ενδεχόμενο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους.
Στην Αθήνα, με δηλώσεις του Μπαρουφάκη και διαρροές του Σκουρλέτη καλλιεργούνταν ένα κλίμα… ευτυχίας. Σαν να τα είχαν ήδη βρει με την Ευρωζώνη, αφού ο Σουλτς καταφθάνει στην Αθήνα και μετά απ’ αυτόν καταφθάνει ο Ντεϊσελμπλούμ, ο οποίος είχε ήδη επικοινωνήσει με τον «σταρ» Μπαρουφάκη, πριν καν ανακοινωθεί ο διορισμός του ως υπουργού Οικονομικών. Οι συριζαίοι έπαιζαν αυτό το προπαγανδιστικό παιχνίδι από το πρωί της Δευτέρας: «Θα βρούμε μια αμοιβαία επωφελή λύση – Η τρόικα δε θα ξανάρθει – Τα λεφτά της τελευταίας δόσης δεν τα θέλουμε κτλ.». Ηταν παιχνίδι για εσωτερική κατανάλωση. Παράλληλα, συνέχισαν ένα παιχνίδι που είχαν ξεκινήσει προεκλογικά, με αναφορές στη στήριξη που τους προσφέρουν οι κορυφές της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.
Από πλευράς Γερμανίας η στάση σκλήρυνε από την πρώτη στιγμή. Ακόμη και στο τυπικό συγχαρητήριο τηλεγράφημά της η Μέρκελ δεν παρέλειψε να σημειώσει με νόημα ότι ο Τσίπρας αναλαμβάνει την πρωθυπουργία σε «δύσκολη στιγμή». Το απόγευμα της ίδιας μέρας, η Μέρκελ μίλησε στην κοινοβουλευτική της ομάδα και φρόντισε να διαρρεύσουν οι αναφορές της στην Ελλάδα. Σύμφωνα μ’ αυτές, δεν βλέπει την αναγκαιότητα για «κούρεμα» του ελληνικού χρέους και την εκπλήσσει η σχετική συζήτηση που γίνεται στην Ελλάδα, διότι οι δανειστές πρόσφεραν ήδη στην Ελλάδα χαμηλά επιτόκια και μετέθεσαν την αποπληρωμή του χρέους για μετά το 2020. Για τη Μέρκελ, η τελευταία δόση θα εκταμιευθεί μόνο αν η νέα ελληνική κυβέρνηση τηρήσει τους όρους του «προγράμματος» και την πλήρη ευθύνη για τις παραπέρα εξελίξεις έχει η νέα κυβέρνηση.
Ο Σόιμπλε δεν άφησε μέρα που να μην κάνει και μια δήλωση για την Ελλάδα. Τη Δευτέρα, δήλωσε πως περιμένει το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, με την οποία ασφαλώς θα συνεργαστεί, χωρίς να παραλείψει να τονίσει πως τα συμφωνηθέντα πρέπει να τηρηθούν. Ξέκοψε, δε, κάθε συζήτηση για «κούρεμα» του χρέους, λέγοντας ότι αυτό δεν είναι στην ατζέντα. Η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, κατέληξε, θα μπορούσε να εξεταστεί αφού πρώτα ολοκληρωθεί η πέμπτη αξιολόγηση. Την Τρίτη επανήλθε με ανάλογου περιεχομένου και ύφους δηλώσεις. Διευκρίνισε ότι ο Ντεϊσελμπλούμ θα επισκεφτεί την Αθήνα ως άτομο και όχι ως απεσταλμένος του Eurogroup και κατέληξε με νόημα: «Κανείς δεν πρέπει να πιστεύει ότι είναι τόσο εύκολο να τεθούμε υπό πίεση. Είναι υπόθεση της νέας ελληνικής κυβέρνησης υπό τον Αλέξη Τσίπρα να αποφασίσει ποια γραμμή θα ακολουθήσει. Εμείς είμαστε πολύ χαλαροί. Ο κίνδυνος μόλυνσης της ευρωζώνης είναι μικρός».
Το ίδιο απόγευμα, προειδοποιητικές βολές έπεσαν και από τη Bundesbank. Tο μέλος του ΔΣ της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Γερμανίας Γιοακίμ Νάγκελ, σε συνέντευξή του στη «Ηandelsblatt», προειδοποίησε πως ενδεχόμενη διακοπή του προγράμματος βοήθειας, θα είχε «μοιραίες συνέπειες» για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. «Σε περίπτωση που αμφισβητηθεί η συνέχιση του προγράμματος βοήθειας για την Ελλάδα, θα μπορούσε να τεθεί αμέσως σε κίνδυνο η αναχρηματοδότηση της νομισματικής πολιτικής. Αυτό θα είχε μοιραίες συνέπειες για το ελληνικό οικονομικό σύστημα. Οι ελληνικές τράπεζες θα έχαναν τότε την πρόσβασή τους στα κεφάλαια της κεντρικής τράπεζας», δήλωσε.
Ακόμη και ο Ντεϊσελμπλούμ, έχοντας εισπράξει τη δημόσια προειδοποίηση του Σόιμπλε ότι δε θα του επιτρέψει να παίξει προσωπικό παιχνίδι, φρόντισε να στείλει το δικό του μήνυμα την ίδια μέρα: «Το μήνυμα ότι “θέλουμε τη στήριξή σας αλλά όχι τους όρους σας’’ δε θα γίνει αποδεκτό. Είμαστε ανοιχτοί σε συνεργασία, αλλά στήριξη από την Ευρώπη σημαίνει επίσης ότι οι Ελληνες πρέπει να κάνουν μια προσπάθεια»!
Την Τετάρτη ήταν η σειρά του σοσιαλδημοκράτη αντικαγκελάριου και υπουργού Οικονομίας Ζίγκμαρ Γκάμπριελ: «Δεν διαθέσαμε σε ένδειξη ευρωπαϊκής αλληλεγγύης 278 δισ. ευρώ για να βγει η Ελλάδα από το ευρώ, μπορούσαμε να το πετύχουμε και φθηνότερα. Η Ελλάδα θα πρέπει όμως να υλοποιήσει τις συμφωνίες. Οι εκλογές δεν απαλλάσσουν από δεσμεύσεις. Σε περίπτωση που η νέα κυβέρνηση δεν θα θελήσει να εφαρμόσει συγκεκριμένα μέτρα, τότε θα πρέπει να αναζητήσει στο εσωτερικό της χώρας πηγές χρηματοδότησης για τις αλλαγές. Η τήρηση των συμφωνιών είναι θέμα εντιμότητας έναντι των ευρωπαίων φορολογούμενων, οι οποίοι έχουν πληρώσει τους φόρους από τους οποίους έχει χρηματοδοτηθεί η βοήθεια για την Ελλάδα. Επειδή πρόκειται για χρήματα φορολογούμενων, δεν μπορώ να διανοηθώ κούρεμα του χρέους. Ευελπιστούμε σε έντιμες συνομιλίες με τη νέα ελληνική κυβέρνηση που θα έχουν ως στόχο την τήρηση των συμφωνιών ούτως ώστε να δοθεί η βοήθεια που εκκρεμεί ακόμη».
Την ίδια μέρα, στην καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου των εκπροσώπων της γερμανικής κυβέρνησης, ο εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομικών Μάρτιν Γιέγκερ κατέστησε σαφές ότι η Γερμανία δε συζητά «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, επαναλαμβάνοντας τις πάγιες θέσεις της γερμανικής κυβέρνησης: η Ευρωζώνη παρέχει βοήθεια και η Ελλάδα οφείλει να κάνει μεταρρυθμίσεις και να σταθεροποιήσει τα δημόσια οικονομικά. Σε σχέση με το τρέχον «πρόγραμμα», οποιαδήποτε εκταμίευση θα γίνει μόνο μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Ακόμη και αν υπάρξει ελληνικό αίτημα για παράταση των διαπραγματεύσεων του τρέχοντος «προγράμματος», αυτές «σίγουρα δεν μπορούν να ξεκινήσουν από μηδενική βάση»!
Οι προειδοποιήσεις αυτές προκάλεσαν τη σχετική ταραχή στην Αθήνα και δόθηκε εντολή να κατέβουν οι τόνοι και ν’ αρχίσει το γλείψιμο και οι δηλώσεις νομιμοφροσύνης. Παραλαμβάνοντας το υπουργείο Οικονομικών από τον Χαρδούβελη, ο Μπαρουφάκης φρόντισε να αποδώσει σε «αφηγήματα τύπου Far West, τύπου μονομαχίας», στα οποία αρέσκονται οι δημοσιογράφοι του ξένου Τύπου, τα όσα γράφονται τις τελευταίες μέρες. «Με τον κ. Ντάισελμπλουμ το τελευταίο που συζητήσαμε, ήταν η κοινή μας δέσμευση να αποδομήσουμε αυτού του είδους τα αφηγήματα. Θα τα αποδομήσουμε, τόσο επειδή είναι εκτός πραγματικότητας, όσο και επειδή δημιουργούν ανασφάλεια άνευ λόγου. Δεν θα υπάρξει καμία μονομαχία μεταξύ της κυβέρνησής μας και της Ευρώπης. Δεν θα υπάρξουν απειλές, δεν τίθεται θέμα ποιος θα υποχωρήσει πρώτος», είπε με έμφαση.
Λίγο αργότερα, βγαίνοντας από το Μαξίμου, όπου έγινε σύσκεψη των Τσίπρα, Δραγασάκη, Μπαρουφάκη και Σταθάκη, ο Δραγασάκης φρόντισε να στείλει το δικό του μήνυμα: « Η Ελλάδα από την Κυριακή το βράδυ είναι μια χώρα που έχει τις δικές της προτάσεις. Καταλαβαίνουμε πως και οι άλλες χώρες έχουν τις δικές τους προτάσεις, τα δικά τους κοινοβούλια και για αυτό μιλάμε για διάλογο και όχι για τσαμπουκάδες και αμοιβαίους εκβιασμούς»!
Η σκλήρυνση της γερμανικής κυβέρνησης σε επίπεδο δηλώσεων δεν είναι άσχετη από τη σπέκουλα που επιχειρήθηκε από την πλευρά του Ολάντ και του Ρέντσι, οι οποίοι έσπευσαν να αγκαλιάσουν τον Τσίπρα, σε μια προσπάθεια να τον χρησιμοποιήσουν ως πιόνι στο δικό τους παζάρι με τη Γερμανία.
Ο Ολάντ ήταν ο πρώτος που τηλεφώνησε στον Τσίπρα για να τον συγχαρεί, από το βράδυ της Κυριακής κιόλας, «ξεχνώντας» το «Ολαντρέου». Τον προσκάλεσε μάλιστα στο Παρίσι «όσο πιο γρήγορα γίνεται». Ακολούθησε ο Ρέντσι, ο οποίος μετά το τηλεφώνημα έστειλε και ένα θερμό μήνυμα, το οποίο ξεκινούσε με τις λέξεις «αγαπητέ Αλέξη» και σημείωνε ότι «μία ολόκληρη ήπειρος παρακολουθεί με μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση τις ελληνικές εξελίξεις». «Στην Ιταλία, ο Αλέξης Τσίπρας ονομάζεται Ματέο Ρέντσι», έγραφε με νόημα στο twitter ο ιταλός υφυπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων.
O εθνικός γραμματέας για την Ευρώπη του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος Φιλίπ Κορντερί εξέδωσε ανακοίνωση, στην οποία χαιρέτιζε «τη νίκη των αριστερών δυνάμεων στην Ελλάδα» και σημείωνε: «Από το 2012, ο Φρανσουά Ολάντ και οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες προσπαθούν να επαναπροσανατολίσουν την Ευρώπη. Θα βρουν στον Αλέξη Τσίπρα έναν σύμμαχο. Μόνο ενωμένη θα μπορέσει η Αριστερά να δημιουργήσει την Ευρώπη της ανάπτυξης, της απασχόλησης και της αλληλεγγύης»! Σύμβουλος του Ολάντ, σε συνέντευξή του στη Liberation, δε δίστασε να πει ότι ο Ολάντ και το ΓΣΚ βλέπουν στο πρόσωπο του Τσίπρα «ένα αντίβαρο στη Μέρκελ»! Και συνέχισε: «Εξετάζοντας αυτά που προτείνει συγκεκριμένα ο Τσίπρας, βλέπουμε ότι είναι πράγματα με τα οποία συμφωνούμε (…) Το ίδιο ισχύει και σε ό,τι αφορά τον επαναπροσανατολισμό της Ευρώπης. Ολα όσα λέει ο Τσίπρας είναι προς την ίδια κατεύθυνση με τη δική μας». Ανάλογου ύφους και περιεχομένου δηλώσεις έκανε και ο γάλλος υφυπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων Αρλέμ Ντεζίρ.
Γι’ αυτό οι Γερμανοί αποφάσισαν να σκληρύνουν τις δηλώσεις τους. Για να σφίξουν οι κώλοι, κατά το κοινώς λεγόμενο. Οχι μόνο στην Αθήνα (όπου αυτό δεν είναι καθόλου δύσκολο, όπως αποδείχτηκε από τις δηλώσεις Δραγασάκη και Μπαρουφάκη), αλλά στο Παρίσι και στη Ρώμη.