Η δημοσιότητα που έχει πάρει το ζήτημα των καταγγελιών για χρηματισμό δικαστών από γνωστή τηλεοπτική εκπομπή ανοίγει για άλλη μια φορά τη συζήτηση για τον τρόπο λειτουργίας της δικαιοσύνης με στρεβλό τρόπο και εσφαλμένη κατεύθυνση. Ως συνήθως το πρόβλημα εντοπίζεται με όρους σκανδαλοθηρίας στους «επίορκους», τους χρηματιζόμενους δικαστές δηλαδή τις «εξαιρέσεις», ενώ αντίθετα ο «κανόνας», οι «έντιμοι» δικαστές, εκείνοι δηλαδή οι οποίοι αποφασίζουν χωρίς να χρηματίζονται και χωρίς ιδιοτελή κίνητρα εκτινάσσονται στο απυρόβλητο της κριτικής.
1Σε κάθε κύκλωμα χρηματισμού, όποτε βγαίνει στο φώς της δημοσιότητας, απαραίτητα συμμετέχει και ένας μεγαλοδικηγόρος. Λίγο πολύ το κοινωνικό επαγγελματικό προφίλ των μεγαλοδικηγόρων πάντοτε ίδιο. Δικηγόροι των συμφερόντων, άνθρωποι με κατάλληλες γνωριμίες, αναγνωρίσιμοι συχνά στις κοσμικές σελίδες των Life style περιοδικών με μεγάλα γραφεία, με σωρεία «συναδέλφων – συνεργατών» (άγνωστο εάν πληρώνονται), άνθρωποι διαθέσιμοι για υποκείμενα του star system, κατασκευάσματα, στυλοβάτες και ταυτόχρονα παράγωγά του, τα οποία και η κατεστημένη δημοσιογραφική και εκδοτική αντίληψη προωθεί γιατί τους έχει ανάγκη, καθώς σπεύδουν πρόθυμα να υπηρετήσουν τις αδηφάγες ανάγκες της τηλεοπτικής δημοσιότητας όταν τους ζητείται. Το σύστημα τους χρειάζεται και γι’ αυτό τους συντηρεί.
Οσο και αν είναι λυπηρό για «τον κλάδο», αναδεικνύεται μία πραγματικότητα που χρόνια ολόκληρα όσοι συνδικαλιζόμαστε με μία διαφορετική αντίληψη στον δικηγορικό χώρο διακηρύσσουμε: Δεν είμαστε όλοι το ίδιο ταξικά, κοινωνικά, δεοντολογικά. Ο τίτλος του δικηγόρου στεγάζει δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους σε όλη την Ελλάδα, από τους οποίους ο καθένας με άλλους όρους ασκεί το λειτούργημά του, με άλλο ήθος, με άλλη δεοντολογία και με άλλη εντιμότητα φέρεται απέναντι στον πελάτη του και άλλου είδους ανεξαρτησία τηρεί απέναντι στους δικαστές.
2Τι σηματοδοτεί τελικά αυτό το νέο, «πρωτάκουστο» μάλιστα, σύμφωνα με την άποψη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου κ. Δ. Λινού, σκάνδαλο; Οτι το πρόβλημα στον τρόπο λειτουργίας της δικαιοσύνης είναι αυτοί που «τα παίρνουν», δηλαδή η εξαίρεση, ενώ οι έντιμοι, δηλαδή ο κανόνας, κάνουν τη δουλειά τους σωστά; Μόνο οι χρηματιζόμενοι δικαστές είναι «επίορκοι»;
Γιατί άραγε πάντοτε αντικείμενο ελέγχου του τρόπου απονομής της δικαιοσύνης είναι, δια της οδού της σκανδαλοθηρικής έρευνας και της πάταξης του χρηματισμού, οι αθωωτικές δικαστικές αποφάσεις ή οι ανακριτικές διατάξεις που δεν επιβάλλουν προσωρινή κράτηση ή εκείνες που την αντικαθιστούν και ποτέ οι δικαστικές αποφάσεις οι οποίες καταδικάζουν, επιβάλλουν δυσανάλογες ποινές, αυθαιρετούν ή παραβιάζουν υπερασπιστικά δικαιώματα;
Πότε και σε ποια παρόμοια έρευνα (π.χ. βλ. παλιότερα επιτροπή Φλούδα) τέθηκαν στο στόχαστρο της έρευνας, με σκοπό την αναζήτηση της ορθότητας του τρόπου απονομής της δικαιοσύνης, περιπτώσεις καταδικαστικών και αυστηρών αποφάσεων και όχι μόνο περιπτώσεις αθωωτικών, εν όψει μάλιστα και του θεμέλιου του νομικού μας πολιτισμού, που είναι το τεκμήριο της αθωότητας ;
3Παρ’ όλα αυτά, δεν φαίνεται στη δημόσια συζήτηση που έχει ξεσπάσει, παρά την πληθώρα των αυτοβούλως συμμετεχόντων συζητητών -ίσως και λόγω του ότι οι επικείμενες δικηγορικές εκλογές ενεργοποιούν, τουλάχιστον κατά την προεκλογική περίοδο, όσους επιθυμούν να εκφράσουν δημόσιο λόγο για τα θέματα της δικαιοσύνης- δεν φαίνεται να αναζητείται ποιο είναι το αντικειμενικό πεδίο χρηματισμού όσων δικαστών χρηματίζονται και δημιουργίας των κυκλωμάτων.
Για μας η αναζήτηση αυτή έχει πολύ μεγάλη σημασία, γιατί το πεδίο αυτό ταυτίζεται με το αντικειμενικό πεδίο της δικαστικής αυθαιρεσίας. Για μας αυτό είναι το μείζον πρόβλημα στην απονομή και τον τρόπο λειτουργίας της δικαιοσύνης.
Αντικειμενικό πεδίο λοιπόν χρηματισμού όσο και δικαστικής αυθαιρεσίας δεν είναι παρά οι υπερεξουσίες των δικαστών που είναι διάσπαρτες σε όλο το χώρο του ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου, ιδιαίτερα του ποινικού.
Είναι γνωστό στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ ότι ο ποινικός δικαστής κινείται καθημερινά στην εκδίκαση πλημμελημάτων σε εύρος ποινής (ενδεικτικά) από τρείς μήνες έως πέντε χρόνια και στα κακουργήματα από πέντε χρόνια μέχρι είκοσι. Είναι ελεύθερος να εκτιμά τα αποδεικτικά στοιχεία κατά την υποκειμενική του κρίση, χωρίς να υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, παρά μόνο για την ατιολόγησή τους, είναι ελεύθερος για να καταγνώσει ή να μην καταγνώσει ελαφρυντικό στον κατηγορούμενο που καταδίκασε, πράγμα από το οποίο επίσης εξαρτάται σημαντικά η διακύμανση της τελικής ποινής, ενώ στην ελεύθερη κρίση του ανακριτή υπόκειται η απόφανση για την προσωρινή κράτηση ή μη του κατηγορουμένου και αργότερα η απόφαση για την αίτηση αντικατάστασης της προσωρινής του κράτησης με περιοριστικούς όρους, στην αρμοδιότητα του δικαστικού συμβουλίου επίσης υπόκειται η υφ’ όρον απόλυση από τις φυλακές του κρατουμένου κ.ο.κ.
Σπάνια θα συναντήσει κανείς διατάξεις, οι οποίες υποχρεώνουν τους δικαστές τι να αποφασίσουν. Το δικαστήριο, ο εισαγγελέας, ο ανακριτής, το συμβούλιο και κάθε δικαστικό όργανο πάντοτε «δύναται» και σχεδόν ουδέποτε «υποχρεούται».
Και όλα αυτά μέσα σε ένα οργανωτικό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της δικαιοσύνης η οποία αποτελείται από δικαστές εξοπλισμένους με το προνόμιο της μονιμότητας, αφού κανείς από αυτούς δεν εκλέγεται, ούτε ανακαλείται, ούτε λογοδοτεί, ούτε ελέγχεται.
Οπως δηλαδή και στην προκείμενη περίπτωση, εκτός από τη πολυθρυλούμενη αυτοκάθαρση και τον σχετικό με αυτή αυτοέλεγχο, η ελληνική δικαιοσύνη δεν υπόκειται σε καμμία άλλη διαδικασία εξωτερικού κοινωνικού ελέγχου, πλήν όσων προβλέπουν οι εσωτερικές διαδικασίες διάρθρωσης, συγκρότησης και λειτουργίας της, όταν μάλιστα με τις τελευταίες νομοθετικές εξελίξεις ενισχύεται ακόμα περισσότερο η αποστείρωση των δικαστών από την κοινωνία (σταδιακή κατάργηση των ενόρκων, σχολή δικαστών). Μια δικαιοσύνη που ακριβώς για τους λόγους αυτούς είναι εγγενώς αυταρχική και ο αυταρχισμός της μεγαλώνει όσο αποδεσμεύεται από τον κοινωνικό έλεγχο και τους περιορισμούς των άλλων εξουσιών και αυτονομείται.
4Η γοητεία του κράτους των δικαστών άλλωστε, αν και αρχικά εισαγόμενη (Κέννεθ Σταρ, Ντι Πιέτρο), έχει αποκτήσει μακρόχρονα ισχυρά εγχώρια ερείσματα από την περίοδο του «βρώμικου 1989», συνεπικουρούμενη αφάνταστα και από τις ανιστόρητες στην εποχή μας κραυγές της «αριστεράς» περί της ανάγκης της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης. Μιας άποψης-αυταπάτης, που παραβλέπει ότι στη σημερινή συγκυρία πολιτικής σταθεροποίησης, με συντονισμένες και μακροπρόθεσμες αστικές στρατηγικές επιλογές, ο συσχετισμός της δικαιοσύνης ως σταθερής εξουσίας σε βάρος των λοιπών μεταβλητών είναι διαρκώς ανερχόμενος. Και ότι η δικαιοσύνη έχει προ πολλού «απεξαρτηθεί» έχοντας αποκτήσει ιδία συνείδηση εγγυήτριας δύναμης της δημόσιας έννομης τάξης, η οποία και την οδηγεί συχνά στην άσκηση της πλέον σκληρής εξουσίας, με όπλο την οποία συνεχώς ανεβάζει τις μετοχές της στο συνολικό συσχετισμό των «συνταγματικά διακεκριμένων» εξουσιών.
5Ούτως ή άλλως, η δικαιοσύνη μιας άδικης κοινωνίας δεν μπορεί παρά να είναι και αυτή άδικη, όταν εφαρμόζει άδικους νόμους και ακόμη πολύ περισσότερο όταν δεν εφαρμόζει τους ελάχιστους δίκαιους.
Το πρόβλημα συνεπώς της απονομής δικαιοσύνης δεν είναι πρόβλημα εντιμότητας ούτε φυσικά τεχνικό ούτε λειτουργικό, είναι πρωτίστως πρόβλημα κατεύθυνσης και περιεχομένου, γιατί η σημερινή δικαιοσύνη, ανεξάρτητη ή εξαρτημένη, έντιμη η μη, δεν παύει να είναι δικαιοσύνη από λίγους για λίγους.
Κατά συνέπεια, αν πραγματικά υπάρχει κάποια ελπίδα να αξιοποιηθεί σε διεξόδους γόνιμες και όχι σε ροζ συζητήσεις, ανταγωνισμούς μεγαλοδικηγόρων και κυνήγι μαγισσών ο προβληματισμός από τον απόηχο των πρόσφατων καταγγελιών, νομίζουμε ότι η μόνη κατεύθυνση προς την οποία αξίζει τον κόπο να τείνει κανείς τον προσανατολισμό του είναι η κατεύθυνση του περιορισμού των δικαστικών υπερεξουσιών που γεννούν αντικειμενικά το πεδίο της δικαστικής αυθαιρεσίας.
Θα θυμήσουμε ένα παράδειγμα: Με το ν. 2408/1996 καταργήθηκε ο θεσμός της προσωρινής κράτησης για τα πλημμελήματα, αφού προηγουμένως είχε σταδιακά περιορισθεί με άλλους νόμους (2145/2003, 2207/1994). Πρόκειται για μία μεταρρύθμιση δικαιωμένη ιστορικά, η οποία αντικειμενικά περιόρισε σημαντικά το εύρος του πεδίου των δικαστικών υπερεξουσιών και κατέστησε ανεπίδεκτη αυθαιρεσίας και βεβαίως ανεπίδεκτη χρηματισμού μία ευρύτατη γκάμα καθημερινών περιπτώσεων αδικημάτων για τα οποία σχηματίζεται ανακριτική δικογραφία. Φανταστείτε πόσο επίσης σημαντικό θα ήταν το εύρος αυτό εάν δεν υπήρχαν ανώτατα και μάλιστα με συνταγματική διάταξη όρια προσωρινής κράτησης.
Αντίστοιχη σε εκτός δικαιοσύνης πεδίο υπήρξε η επίπτωση της καθιέρωσης των αντικειμενικών αξιών από το 1984 στις μεταβιβάσεις των ακινήτων. Εκεί όπου πραγματικά η αντίστοιχη υπερεξουσία μίας άλλης μερίδας «δημοσίων λειτουργών» γεννούσε σοβαρά πεδία χρηματισμού.
Και ακόμα αξίζει το κόπο να προβληματιστούμε εάν θα έπρεπε και στην Ελλάδα, όπως σε λίγες πραγματικά χώρες ισχύει (ενδεικτικά στη Σουηδία), εάν θα άξιζε τον κόπο ο προβληματισμός για τη καθιέρωση μιας ανεξάρτητης αρχής στα χνάρια του «Συνήγορου του Πολίτη» με αντικείμενο τη δημιουργία ελεγκτικού μηχανισμού των δικαστικών αυθαιρεσιών, με κοινωνικό έλεγχο, συμμετοχή δηλαδή εκπροσώπων των δικηγορικών συλλόγων και άλλων φορέων του χώρου της δικαιοσύνης και όχι μόνο.
6Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς τι θα ακολουθήσει εάν παραβλέψουμε τα παραπάνω. Οι παλιότεροι σίγουρα θυμούνται ποιος είναι ο απόηχος στις δικαστικές αίθουσες της οσμής των σκανδάλων και του χρηματισμού κάθε φορά που έρχεται στο φως της δημοσιότητας κάποια καταγγελία σαν αυτή που συζητιέται τις μέρες αυτές. Σκλήρυνση και αυταρχοποίηση των δικαστών, δισταγμός και φόβος για τη λήψη απαλλακτικών αποφάσεων, καθώς δικαστές, εισαγγελείς και ανακριτές θα αισθάνονται πάνω τους βαριά τη σκιά της υποψίας του χρηματισμού και της σκοπιμότητας. Συχνά και παρεμβάσεις από τον Αρειο Πάγο με εγκυκλίους στο έργο των κατώτερων δικαστών. Ποιος λησμονεί τις εγκυκλίους Σιούλα (1992) και Ματθία (1999); Στον συντηρητικό προσανατολισμό και κατεύθυνση της δικαιοσύνης δεν θα πρέπει κανείς να παραβλέπει το κοινωνικό και μορφωτικό (με την ευρεία έννοια) προφίλ εκείνων οι οποίοι στρέφονται προς το δικαστικό σώμα για να ενταχθούν στους λειτουργούς της. Ας αναλογισθεί ο καθένας μας ποιοι έγιναν δικαστές από τη γενιά του και με ποια κίνητρα.
Περισσότερη στεγανοποίηση των δικαστών, περισσότερες καταδικαστικές αποφάσεις, περισσότερες προφυλακίσεις, περισσότερες υπερβολικές ποινές, οι τελευταίες μάλιστα επιβάλλονται και με το άλλοθι ότι ούτως ή άλλως η νομοθεσία προβλέπει την υφ’ όρον απόλυση και τον ευεργετικό υπολογισμό και έτσι δεν εκτίονται πραγματικά, και όλα αυτά σε μία συγκυρία που η ελληνική δικαιοσύνη καλείται να νομιμοποιήσει ένα δεύτερο παράλληλο καθεστώς ποινικής νομοθεσίας (τρομονόμοι, απαγορευτικές διατάξεις για τη δημοσιότητα της δίκης, ειδικό καθεστώς κράτησης κ.λπ.), να μην έχει αφήσει απεργία που να μην έχει κηρύξει παράνομη και καταχρηστική με συνοπτικές διαδικασίες (έως και την απεργία της Πρωτομαγιάς και μάλιστα με απόφαση που εξέδωσε πριν δύο χρόνια σημερινό μέλος του Δ.Σ. της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων), να νομιμοποιεί αυθαιρεσίες της προδικασίας και παραβιάσεις υπερασπιστικών δικαιωμάτων και συχνά να περνά σε βήματα που ακόμα και ο πιο διεστραμμένος νομοθέτης δεν θα τολμούσε να θεσπίσει, όπως για παράδειγμα η εφαρμογή της συλλογικής ευθύνης, η εμπέδωση της εφαρμογής της ψυχικής συνέργειας, οι ηθικές αυτουργίες, η κατάχρηση του ενδεχόμενου δόλου σε υποθέσεις μείζονος κοινωνικού ενδιαφέροντος προς κάλυψη του κενού της διακεκριμένης (βαριάς) αμέλειας, που λείπει από την τυποποίηση των αντίστοιχων αδικημάτων.
Την ίδια ώρα κάποιες άλλες κατηγορίες κατηγορουμένων νοιώθουν με διαφορετικό τρόπο την «ισότητα» στο πετσί τους. Πόσοι εργοδότες για παράδειγμα από όσους δεν πληρώνουν εργαζομένους παραπέμπονται και δικάζονται στην αυτόφωρη διαδικασία, όπως προβλέπεται για καθυστέρηση δεδουλευμένων; Πόσοι από αυτούς είδαν το αδίκημά τους να χαρακτηρίζεται «διαρκές», όπως π.χ. βλέπει ο Γ. Μοναστηριώτης να χαρακτηρίζεται έτσι η απόφασή του (λιποταξία κατά νόμο, η οποία του απαγγέλλεται ως εκ νέου τελεσθείσα κάθε έξι μέρες μετά την εκάστοτε τελευταία σύλληψή του) να αποχωρήσει για λόγους συνείδησης από το Πολεμικό Ναυτικό; Πόσοι αλλοδαποί δικάζονται στα αυτόφωρα έχοντας κατανόηση της διαδικασίας, γνώση της δικογραφίας, γνώση των συνεπειών της απόφασης και φυσικά δυνατότητα άρθρωσης υπερασπιστικού λόγου λίγο πριν οδηγηθούν στις φυλακές και την απέλαση ;
Εντιμοι καθ’ όλα δικαστές απονέμουν αυτού του επιπέδου τη δικαιοσύνη. Δεν θυμόμαστε κανέναν να τους επιτιμά για αυτό. Μέχρι και το Π.Γ. του Κ.Κ.Ε. παρούσης και της κ. Α. Παπαρήγα σε δύο συναντήσεις που έχει πραγματοποιήσει τα τελευταία δύο χρόνια με τα προεδρεία των συνδικαλιστικών φορέων των δικαστών και εισαγγελέων έχει σταθεί αλληλέγγυο με τα αιτήματά τους (ως συνήθως κυρίως οικονομικά, καθώς οι αποδοχές τους εξακολουθούν ακόμη να υπολείπονται εκείνων των βουλευτών – τι φοβερή αδικία και αντισυνταγματικότητα αλήθεια), χωρίς να ψελλίσει λέξη για το περιεχόμενο της δικαιοσύνης που απονέμουν. Ενώ ο μέχρι προ τινος πρόεδρος του «Συνασπισμού», την περίοδο της κορύφωσης της τρομοϋστερίας, όταν η ανεξάρτητη δικαιοσύνη κατάπινε καμήλους, δήλωνε «Αφήστε τη δικαιοσύνη να κάνει τη δουλειά της».
Και εκείνη την έκανε…
28/1/2005
Κώστας Παπαδάκης
Το κείμενο αυτό δημοσιεύεται στο τελευταίο τεύχος της εφημερίδας «Παρέμβαση» που εκδίδει η «Εναλλακτική Παρέμβαση Δικηγόρων Αθήνας».
Η «Εναλλακτική Παρέμβαση Δικηγόρων Αθήνας», στην οποία ανήκει και ο γράφων, συμμετέχει χωρίς υποψήφιο πρόεδρο στις προσεχείς εκλογές του Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας (27, 28/2/2005) για να εκφράσει μια άλλη αντίληψη για τη δικηγορία και να αντισταθεί στην επέλαση ενάντια στα δικαιώματα και την απαξίωση του θεσμικού υπερασπιστή τους.