Με το που έγινε γνωστή η εν ψυχρώ δολοφονία του 15χρονου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου από το μπάτσο Επαμεινώνδα Κορκονέα, το βράδυ του Σαββάτου 16 Δεκέμβρη, η κυβέρνηση αποφάσισε να αντιμετωπίσει το γεγονός με επίδειξη κρατικού τσαμπουκά. Παρέδωσε το μπάτσο στις διαδικασίες της Δικαιοσύνης (αφού του έδωσε το δικαίωμα να στήσει την υπεράσπισή του όσο καλύτερα τον βόλευε), χαρακτήρισε τη δολοφονία «μεμονωμένο περιστατικό» και αποποιήθηκε κάθε πολιτική ευθύνη. Είναι χαρακτηριστικές οι «πληροφορίες» που διοχετεύονταν από τη ΓΑΔΑ το βράδυ του Σαββάτου: «Οι αστυνομικοί ήταν σε περιπολία, δέχτηκαν σφοδρή επίθεση από οργανωμένη ομάδα με πέτρες και καδρόνια, ο ένας απ’ αυτούς πυροβόλησε για εκφοβισμό, η σφαίρα εξοστρακίστηκε και δυστυχώς χτύπησε το παιδί».
Το ίδιο βράδυ δόθηκαν οι απαντήσεις. Απαντήσεις στους δρόμους από οργισμένους διαδηλωτές που έκαψαν το κέντρο της Αθήνας (και άλλων πόλεων), αλλά και απαντήσεις από έξι τουλάχιστον αυτόπτες μάρτυρες, που είχαν δει όλη τη σκηνή. Το παραμύθι, που βόλευε υπερασπιστικά το δολοφόνο μπάτσο και πολιτικά την κυβέρνηση, κατέρρευσε μέσα σε λίγες ώρες. Γι’ αυτό και εγκαταλείφθηκε. Οι πάντες αναγνώρισαν πλέον ότι επρόκειτο για εν ψυχρώ δολοφονία και όχι για δολοφονία σε συνθήκες εμπλοκής αστυνομικών με μαχητική ομάδα.
Δεν εγκαταλείφθηκε, όμως, η αποποίηση κάθε πολιτικής ευθύνης, ο κρατικός τσαμπουκάς. Απόδειξη γι’ αυτό είναι το κακόγουστο θέατρο με τις «υποβολές παραιτήσεων» από τον Παυλόπουλο και το Χηνοφώτη, που «δεν τις έκανε δεκτές ο πρωθυπουργός». Ποιο ήταν το μήνυμα που έστελνε ο Καραμανλής; «Δεν καταλαβαίνω τίποτα». Δεν έκανε αυτό που συνηθίζεται να γίνεται σε ανάλογες περιπτώσεις στις αστικές δημοκρατίες: να δεχτεί τουλάχιστον την παραίτηση του αρμόδιου υφυπουργού και να ζητήσει κι αυτή του αρχηγού της Αστυνομίας και του Αττικάρχη, σε μια προσπάθεια εκτόνωσης της κατάστασης. Να δείξουν, δηλαδή, ότι κάτι θυσιάζει και το κράτος, αναγνωρίζοντας ότι φταίει και αυτό, αφού ο δολοφόνος ήταν υπάλληλός του και σκότωσε κατά την άσκηση των καθηκόντων του και όχι στο πλαίσιο κάποιου προσωπικού καυγά. Συνηθισμένα πράγματα στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, όμως ο Καραμανλής επέλεξε την πιο σκληρή γραμμή: δε σας δίνω τίποτα, γιατί δε μπορείτε να μου κάνετε τίποτα. Ακόμα κι αν σας σκοτώνουν οι μπάτσοι μου, εγώ, οι υπουργοί μου και οι επιτελείς μας δεν έχουμε καμιά ευθύνη.
Την Κυριακή το πρωί ο Παυλόπουλος το έπαιζε ήπιος και συντετριμμένος, έλεγε τις παπαριές περί «αμυνόμενης Αστυνομίας», έστειλε όμως τα ΜΑΤ να χτυπήσουν την εντυπωσιακή διαδήλωση των περισσότερων από 10.000 ατόμων, που εξέπληξε και την κυβέρνηση και όλους όσοι συμμετείχαμε σ’ αυτή. Μέσα σε λίγες ώρες, χωρίς καμιά ζύμωση, συγκεντρώθηκε κυριακάτικα τόσος κόσμος, οργισμένος και αποφασισμένος. Μετά από ένα αρχικό σάστισμα, η κυβέρνηση έδωσε διαταγή για χτύπημα στο ψαχνό, καθώς η διαδήλωση ανηφόριζε προς τη ΓΑΔΑ αφήνοντας πίσω της σπασμένες και πυρπολημένες τράπεζες και φλεγόμενες αντιπροσωπείες αυτοκινήτων. Η απάντηση, όμως, δεν ήταν αυτή που περίμεναν ο Καραμανλής και οι επιτελείς του. Η διαδήλωση δεν διαλύθηκε. Κάποιοι δείλιασαν, γύρισαν πίσω (ο ΣΥΡΙΖΑ και κάποιοι άλλοι έδειξαν και πάλι τα λιγοστά… κιλά τους), όμως η μεγάλη μάζα έμεινε εκεί, αντιστάθηκε, κράτησε μέχρι το βράδυ, απλώνοντας την αντίσταση σε πολλά σημεία και συμπτυσσόμενη στο τέλος σε Νομική, Πολυτεχνείο και ΑΣΟΕΕ.
Σαν να μην πήρε κανένα μήνυμα, η κυβέρνηση συνέχισε στην ίδια ρότα. Μέχρι που έφαγε το ισχυρότατο ράπισμα το απόγευμα και το βράδυ της Δευτέρας. Μια ογκώδης διαδήλωση περίπου 40.000 ανθρώπων «κατεδάφισε» το κέντρο της Αθήνας, αφήνοντας τις δυνάμεις του Περισσού να κάνουν πορεία στο Μοναστηράκι και τα ηγετικά στελέχη των Συριζαίων να προκαλούν τα χάχανα νέων και μεγαλύτερων καθώς αποδοκίμαζαν με κραυγούλες το καταστροφικό έργο στο οποίο επιδίδονταν εκατοντάδες νέοι (και όχι μόνο), υπό τα χειροκροτήματα και τις φωνές επιδοκιμασίας της μεγάλης μάζας των διαδηλωτών που λειτουργούσαν σαν ασπίδα σ’ αυτή τη μαχητική εμπροσθοφυλακή.
Τότε ο Καραμανλής αποφάσισε να παίξει το χαρτί του εθνικού κινδύνου και της εθνικής ενότητας, ανακοινώνοντας επίσκεψη στον Παπούλια και συναντήσεις με τους πολιτικούς αρχηγούς. Την ώρα, όμως, που αυτός προσπαθούσε να δώσει το σόου του, η εξεγερμένη νεολαία άνοιγε το μέτωπό της και έκανε σαφέστατο ότι δε μασάει. Μαθητές σε όλη τη χώρα βγήκαν στους δρόμους, πετροβόλησαν αστυνομικά τμήματα, ανέτρεψαν και έκαψαν περιπολικά, συγκρούστηκαν με τα ΜΑΤ. Τότε η κυβέρνηση αποφάσισε να σκληρύνει την καταστολή. Δόθηκε εντολή για μαζικές συλλήψεις, κυρίως μαθητών, που ήταν ο παράγοντας που μάλλον δεν υπολόγιζαν ότι θα βγει στο προσκήνιο. Εστειλαν τα ΜΑΤ ακόμα και στην κηδεία του δολοφονημένου παιδιού, προκαλώντας ανοιχτά όχι μόνο τη νεολαία, αλλά και τους κατοίκους του Φαλήρου και της Ν. Σμύρνης. Κι όταν τρεις Ζητάδες έβγαλαν προκλητικά τα κουμπούρια τους και τα άδειασαν στον αέρα, μπροστά σε μερικές εκατοντάδες μαθητές που πορεύονταν προς το αστυνομικό τμήμα Φαλήρου, αρχικά προσπάθησαν να κρύψουν το γεγονός και όταν ξεμπροστιάστηκαν από αυτόπτες μάρτυρες και εικόνες τηλεοπτικών συνεργείων προχώρησαν στην προκλητική απαλλαγή των δύο και στην γελοία κατηγορία για «άσκοπους πυροβολισμούς» προς τον τρίτο. Ηταν ίσως η χαρακτηριστικότερη ένδειξη πως η κυβέρνηση δεν επιδιώκει συμβιβασμό και εκτόνωση, αλλά επιδιώκει το τσάκισμα αυτού του κινήματος. Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγεί και η εντολή που δόθηκε να χρησιμοποιηθούν συμμορίες ακροδεξιών και νεοναζί εν είδει «αγανακτισμένων καταστηματαρχών». Τα κατάφεραν μόνο στη Λάρισα και την Πάτρα, αλλά το ότι η κυβέρνηση δεν πήρε υπόψη της τον κίνδυνο να υπάρξει και νέος νεκρός ή βαριά τραυματίας δείχνει την κατασταλτική μανία που διακατέχει τον Καραμανλή και τους συνεργάτες του.
Ομως, η εξεγερμένη νεολαία δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο μια κυβέρνηση δολοφόνων. Εχει να αντιμετωπίσει και μια εξίσου εχθρική, ψωριάρικη αντιπολίτευση, που βάζει τα συμφέροντα του συστήματος πάνω και από το δικό της ιδιαίτερο κομματικό συμφέρον.
Χαρακτηριστικότατη είναι η στάση του ΠΑΣΟΚ. Μετά τα κροκοδείλια δάκρυα για τη δολοφονία του 15χρονου μαθητή και την καταγγελιολογία (η οποία, πέραν των άλλων, αποσκοπούσε και στην απόκρυψη των δικών του ευθυνών για την αποθέωση της κρατικής καταστολής και στο νομοθετικό επίπεδο και στο επίπεδο της οργάνωσης των μηχανισμών καταστολής), έστρεψε όλη την προσοχή του σε μια καθαρά φασίζουσα προπαγάνδα, που εγκαλούσε την κυβέρνηση για αδράνεια και αναποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση των «κουκουλοφόρων», δηλαδή της εξεγερμένης νεολαίας. Το ΠΑΣΟΚ εμφανίστηκε ως εκπρόσωπος της αστικής και καλοβολεμένης μικροαστικής τάξης, ενεργοποιώντας το φόβο και διεγείροντας τα πιο χαμερπή ένστικτα των «νοικοκυραίων» που άγονται και φέρονται σαν ένα άλογο κοπάδι πίσω από την εκάστοτε εξουσία.
Για τον Περισσό ό,τι και να πει κανείς είναι λίγο. Τόσα εύσημα, τόσους επαίνους δεν έχει ξαναεισπράξει η ηγεσία του. Μέχρι και τον όγκο των χωριστών της συγκεντρώσεων τριπλασίαζαν και τετραπλασίαζαν τα κανάλια, για να δείξουν ότι ο κόσμος πάει και διαδηλώνει μ’ αυτούς και όχι με τους άλλους, τους «κακούς», που «καλύπτουν τους κουκουλοφόρους». Οι φωνές ικανοποίησης διαδέχονταν η μία την άλλη: «μπράβο στο ΚΚΕ», «περιφρούρησαν καλά την πορεία τους για να μην εισχωρήσουν οι κουκουλοφόροι», «επέδειξε στάση υπεύθυνου πολιτικού κόμματος» και άλλα τέτοια. Μόνο που οι διαδηλώσεις-κηδεία του Περισσού θύμιζαν τη λαϊκή παροιμία «όλοι-όλοι αντάμα κι ο ψωριάρης χώρια». Τη Δευτέρα προτίμησαν να πορευτούν μέσα από το Μοναστηράκι (αλήθεια, χωράει μεγάλη πορεία αυτή η περιοχή;) κι όταν έφτασαν στο Σύνταγμα έφυγαν τρέχοντας υπό το χλευασμό της ογκώδους (γύρω στους 40.000 άνθρωποι) διαδήλωσης που είχε ξεκινήσει από τα Προπύλαια και ήδη δεχόταν απανωτές επιθέσεις των ΜΑΤ που δεν κατάφερναν να τη διαλύσουν. Την Τρίτη προπάθησαν μάταια να μαντρώσουν μαθητές στην Ομόνοια. Και την Τετάρτη, μέρα της απεργίας, έκαναν πορεία στο Μεταξουργείο, με κατάληξη το σταθμό του Μετρό, για να απομακρυνθεί αμέσως ο κόσμος τους και να μην έρθει σε επαφή με την εξέγερση και μολυνθεί!
Πέρα, όμως, από την πάγια προβοκατορολογία και χαφιεδολογία, η οποία δεν μας εξέπληξε καθόλου (την έχουμε συνηθίσει δεκαετίες τώρα), αυτή τη φορά διαφάνηκε πεντακάθαρα πολιτική συμμαχία της ηγεσίας του Περισσού με την κυβέρνηση. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο Παυλόπουλος αργά το βράδυ της Δευτέρας μιλούσε γενικά και αόριστα για κάποιο σχέδιο αποσταθεροποίησης και επαναλάμβανε συνεχώς το ερώτημα «ποια σχέδια εξυπηρετούν;» και την Τρίτη το πρωί ο «Ριζοσπάστης» κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδο σχόλιο που περιέγραφε «σχέδιο αποσταθεροποίησης» και αναρωτιόταν όπως ο Παυλόπουλος: «Ποιοι και πώς συντονίζουν αυτή τη δράση των δήθεν αγανακτισμένων που εκτονώνονται με τυφλή βία;». Ο χώρος δεν μας επιτρέπει να επεκταθούμε, όμως στα επόμενα φύλλα θα ασχοληθούμε εκτενέστερα με τη στάση και το ρόλο αυτού του συστημικού-αντεπαναστατικού κόμματος.
Ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησε να το παίξει «και με τον χωροφύλαξ και με τον αστυφύλαξ». Προσπάθησε να έχει κάποια επαφή με την εξέγερση, εκτιμώντας ότι έτσι θα έχει κάποια εκλογικά κέρδη στη νεολαία. Κατασταλτικό ρόλο δεν προσπάθησε να παίξει (πώς θα μπορούσε, άλλωστε, όταν δεν μπορούσαν ούτε τα ΜΑΤ ούτε τα ΚΝΑΤ;), όμως, αντιδρώντας στην πίεση που δεχόταν από κυβέρνηση, Περισσό και ΜΜΕ, άρχισε ολοένα και περισσότερο να επιδίδεται στην καταγγελιολογία, συνδράμοντας έτσι ιδεολογικά και πολιτικά την προσπάθεια καταστολής της εξέγερσης. Από την άλλη, αναγορεύοντας σε κύριο αίτημα τις εκλογές, προσπαθεί να εκτονώσει την εξέγερση καναλιζάροντάς την στη βρόμικη τακτική της κυβερνητικής εναλλαγής.