Γιατί ο Τσίπρας συγκάλεσε την κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ μια μέρα πριν εισάγει αιφνιδιαστικά για ψήφιση στη Βουλή το αντιασφαλιστικό και φορομπηχτικό νομοσχέδιο; Αν επρόκειτο για μια αγωνιώδη συνεδρίαση, στην οποία θα αναπτυσσόταν σύγκρουση ανάμεσα στην κυβέρνηση και μερίδα βουλευτών, αυτή θα γινόταν κεκλεισμένων των θυρών και θα κρατούσε ώρες. Ομως, όχι μόνο δεν έγινε κεκλεισμένων των θυρών η συνεδρίαση, αλλά το Μαξίμου απαίτησε να μεταδοθεί από τα κανάλια παρά την απεργία (επικαλούμενη το αντίστοιχο της μετάδοσης της ομιλίας Μητσοτάκη στο συνέδριο της ΝΔ). Κι όχι μόνο δεν έγινε καμιά σύγκρουση ή έστω κάποια αναλυτική συζήτηση, αλλά η σεμνή τελετή έλαβε τέλος αμέσως μετά την ομιλία του πρωθυπουργού.
Ηταν μια συνεδρίαση ενταγμένη στον προπαγανδιστικό σχεδιασμό του Μαξίμου. Τα «κουκιά» ήταν μετρημένα από πριν. Κι αυτό φάνηκε όχι μόνο από το θυελλώδες χειροκρότημα με το οποίο έγινε δεκτός ο Τσίπρας, αλλά με το φανατισμό που επέδειξαν οι συριζαίοι βουλευτές το διήμερο που ακολούθησε, υπερασπιζόμενοι στη Βουλή το αντιασφαλιστικό έκτρωμα.
Το μήνυμα που θέλησε να περάσει ο Τσίπρας στους βουλευτές του και στα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ συμπυκνώθηκε στα εξής: «Παλέψαμε σκληρά, αγνοήσαμε τις σειρήνες της υποταγής και της καταστροφής και τα βγάλαμε πέρα μόνοι μας. Μόνοι μας, όσον αφορά βέβαια τη Βουλή. Διότι είμαι βέβαιος ότι έξω στην κοινωνία, η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών αναγνωρίζει – με ενστάσεις, με κριτικές – αλλά αναγνωρίζει την ειλικρινή μας προσπάθεια να κάνουμε προοδευτικές τομές σε αυτό τον τόπο, ακόμα και σε δύσκολες συνθήκες».
Φυσικά, όλοι κατάλαβαν τι εννοούσε: ή συνεχίζουμε μόνοι μας ψηφίζοντας τα πάντα, ό,τι απαιτούν οι δανειστές, ή πέφτουμε από την εξουσία, καθώς τα κόμματα της μνημονιακής αντιπολίτευσης, που μας στήριξαν το περασμένο καλοκαίρι, τώρα δεν μας στηρίζουν. Και οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ απέδειξαν ότι η παραμονή στην εξουσία είναι γι' αυτούς το άπαν. Από μια άποψη, είναι συμφερότερο γι' αυτούς να υπάρχει μια συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, παρά μια συγκυβέρνηση ευρύτερης μνημονιακής συνεργασίας. Διότι με μια συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έχουν την ελπίδα κάποιοι ακόμα να υπουργοποιηθούν και οι υπόλοιποι να γευτούν τα «καλά» της διαχείρισης της εξουσίας, ενώ με μια κυβέρνηση ευρύτερης μνημονιακής συνεργασίας και τα κυβερνητικά πόστα θα λιγόστευαν και τα «καλά» από τη νομή της εξουσίας θα μοιράζονταν σε περισσότερους.
Δεν είναι τυχαία η απόλυτη εξαχρείωση που επέδειξαν οι συριζαίοι βουλευτές. Ξέχασαν εκείνα τα παλιά, περί εκβιασμού που υφίσταται η κυβέρνησή τους, περί πραξικοπήματος και αναγκαστικής εφαρμογής ενός προγράμματος που δεν το πιστεύουν και υπερασπίστηκαν με νύχια και με δόντια το αντιασφαλιστικό έκτρωμα, υποστηρίζοντας – μόνοι αυτοί σε μια ολόκληρη χώρα- ότι και το κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα σώζουν και τις συντάξεις δεν πειράζουν και ευνοούν τη συντριπτική πλειοψηφία των ασφαλισμένων! Τις λίγες φορές που στριμώχτηκαν από επιχειρήματα στελεχών της μνημονιακής αντιπολίτευσης, η απάντηση ήταν… τετράγωνη: αφού τα ψηφίσατε το περασμένο καλοκαίρι, τι μας λέτε τώρα! Ο Κατρούγκαλος έδωσε ρέστα σ' αυτού του τύπου την επιχειρηματολογία.
Τι δείχνει αυτή η στάση; Οτι δεν τους νοιάζει τίποτα πέρα από την παραμονή στην εξουσία. Οσο καταφέρουν να την παρατείνουν τόσο το καλύτερο γι' αυτούς. Από τη στιγμή που δεν αντιμετωπίζουν ισχυρή κοινωνική πίεση, αλλά έχουν απέναντί τους έναν κόσμο απογοητευμένο, δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό να ψηφίσουν τα πάντα.
Μεγαλύτερο πρόβλημα έδειξαν να έχουν οι «ψεκασμένοι». Οι βουλευτές τους απέφυγαν να πάρουν το λόγο και να μιλήσουν. Κι ο αρχηγός τους δεν έκανε τίποτ' άλλο από το να επιδοθεί σ' ένα κρεσέντο αστυνομικού τύπου συνωμοσιολογίας, βγαλμένο από τα παλιά. Το αποκορύφωμά του ήταν όταν προσπάθησε να διαχωρίσει την καλή ΝΔ του Μεϊμαράκη, που ψήφιζε το τρίτο Μνημόνιο και τα προαπαιτούμενα από την κακή ΝΔ του Μητσοτάκη που αρνείται να ψηφίσει. Προσέξτε επιχείρημα: «Και λυπάμαι πάρα πολύ που η Αξιωματική Αντιπολίτευση, αλλά και η άλλη αντιπολίτευση, αντί να ακολουθήσει το παράδειγμα του Βαγγέλη Μεϊμαράκη, που το καλοκαίρι ψήφισε τη συμφωνία αυτή, δίνοντας στη ΝΔ, από εκεί που την είχε καταντήσει ο Σαμαράς στο 8% και 10%, ένα 30%, ξαναγυρίζει ο κ. Μητσοτάκης στην πολιτική της στείρας αντιπαράθεσης και της συνεργασίας με τους νεοφιλελεύθερους πρώην εκπροσώπους του ΔΝΤ, την κ. Ξαφά και τους υπολοίπους»!
Οι 153 της κυβερνητικής πλειοψηφίας δε θα έχουν κανένα δισταγμό να ψηφίσουν και το τρίτο πακέτο (με τους έμμεσους φόρους, τις μειώσεις μισθών κτλ.) και το τέταρτο Μνημόνιο (τον περιβόητο «κόφτη» που μπήκε ξαφνικά στο πολιτικό μας λεξιλόγιο). Το μόνο που περιμένουν τώρα είναι ο ανασχηματισμός, για να δουν ποιους και ποιες θα περιλάβει το ροτέισον του Τσίπρα (και του Καμμένου, γιατί κι αυτός πρέπει να βολέψει και την υπόλοιπη κοινοβουλευτική του ομάδα).
Ο Μητσοτάκης μπορεί να αισθάνεται ικανοποιημένος. Ανεβάζοντας τους τόνους και ζητώντας τρεις φορές την ημέρα εκλογές, βοήθησε όσο μπορούσε τους Τσιπροκαμμένους να συσπειρώσουν την οριακή κοινοβουλευτική τους πλειοψηφία. Τώρα, μπορεί -όπως διαρρέει το προπαγανδιστικό επιτελείο της Συγγρού- να ρίξει το βάρος στην… καθημερινότητα. Δηλαδή, να εδραιώσει σιγά-σιγά τη θέση του στη γαλάζια πολυκατοικία και να περιμένει την ώρα του. Οσο περισσότερο χρόνο βγάλουν στην εξουσία οι Τσιπροκαμμένοι τόσο περισσότερα μέτρα θα θεσπίσουν, επομένως τόσο λιγότερα θα μείνουν για τον Μητσοτάκη. Θα τους βοηθήσει να παραμείνουν στην εξουσία, επενδύοντας όμως στην πολιτική τους φθορά.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η Γεννηματά, που έριξε περισσότερο βάρος στην καταγγελία της κυβέρνησης παρά στην ανάγκη για δημιουργία μιας οικουμενικής κυβέρνησης, που ήταν το βασικό της μότο το προηγούμενο διάστημα. Αφού οι Τσιπροκαμμένοι τα κατάφεραν να διατηρήσουν την κοινοβουλευτική τους πλειοψηφία, οπότε δεν υπάρχει προς στιγμήν ζήτημα οικουμενικής ή εκλογών, κάθε κόμμα της αντιπολίτευσης πρέπει να βρει τη γραμμή πάνω στην οποία θα πορευτεί. Και για το ΠΑΣΟΚ αυτή η γραμμή είναι ένας τάχαμου διμέτωπος ενάντια σε ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, που θα αναδεικνύει τον υποτιθέμενο αναντικατάστατο ρόλο του ΠΑΣΟΚ, που τόσο το έχει παρεξηγήσει ο ελληνικός λαός.
Και η αντιασφαλιστική επιδρομή; Αυτή ήταν το λιγότερο που συζητήθηκε το διήμερο της κοινοβουλευτικής συζήτησης. 'Η, για να είμαστε ακριβείς, είναι το θέμα που δε συζητήθηκε συγκεκριμένα. Κανένα από τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν μπήκε στον κόπο να μελετήσει το νομοσχέδιο και να διαφωτίσει τους εργαζόμενους γι' αυτά που θεσπίζει. Εμειναν σε γενικολογίες και αερολογίες, μισές αλήθειες και αποσιωπήσεις. Αυτό ισχύει όχι μόνο για τα μνημονιακά κόμματα, που είναι συνυπεύθυνα με τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αλλά ακόμα και για τον Περισσό, που -θεωρητικά- θα είχε κάθε λόγο να ασκήσει ουσιαστική αντιπολίτευση. Ομως, όταν ο στόχος είναι η ενίσχυση του κοινοβουλευτικού ποσοστού στις επόμενες εκλογές, η δουλειά της συστηματικής ενημέρωσης της εργατικής τάξης και της οργάνωσης ουσιαστικής ταξικής αντίστασης παρέλκει.