Από τη μια ο Μιχάλης Λιάπης. Ενας απότακτος της αστικής πολιτικής, με βαρύ οικογενειακό παρελθόν, αλλά τελειωμένος εδώ και χρόνια. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην κουκουλωθεί η υπόθεσή του, αν δε δινόταν εντολή από τον Σαμαρά μέσω Δένδια. Ηταν μια ευκαιρία να πετύχει ο Σαμαράς μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγώνια. Και τους Καραμανλικούς της ΝΔ να στριμώξει και (κυρίως αυτό) να κάνει το κομμάτι του ενώπιον του ελληνικού λαού.
Ο ίδιος ο Λιάπης τους βοήθησε τα μάλα. Οχι μόνο με τις γελοίες δικαιολογίες που επιστράτευσε, αλλά και με τη μετέπειτα στάση του. Αντί να λουφάξει στη βίλα του και να μην κάνει δημόσιες εμφανίσεις, αυτός πήρε το «αμόρε» και εξέδραμε στην εξωτική Κουάλα Λουμπούρ, αποδεικνύοντας πως έχει χάσει κάθε επαφή με την (πολιτική) πραγματικότητα. Τις γαργαλιστικές λεπτομέρειες τις έζησαν όσοι δοκίμασαν να παρακολουθήσουν τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό δελτίο ειδήσεων τις μέρες των γιορτών. Πρώτη είδηση ο Λιάπης στο «Σέρατον» της Κουάλα Λουμπούρ, με παπαράτσι να μην τον αφήνουν να ξεμυτίσει και να χαρεί τον έρωτά του. Κι όταν γύρισε τα ‘κανε χειρότερα, κάνοντας ακόμη πιο γελοίες (και προκλητικές συνάμα) δηλώσεις στο αεροδρόμιο, παρομοιάζοντας τον εαυτό του με… ερημίτη που έφυγε για ν’ αναζητήσει τη σωτηρία της ψυχής του. Πρόσφερε έτσι νέο υλικό σε εκείνους που έπαιζαν το έργο «είμαστε αμείλικτοι απέναντι στη διαφθορά, όπου κι αν αυτή εντοπίζεται».
Από την άλλη ο Χάρης Τομπούλογλου. Ενα δευτεροκλασάτο στέλεχος της Δεξιάς, που πήγε κάποτε ν’ ανοίξει φτερά για βουλευτής, αλλά του τα ψαλίδισαν οι συνυποψήφιοί του στο ψηφοδέλτιο της ΝΔ, βγάζοντας στη φόρα τη σεξουαλική του ιδιαιτερότητα, και στη συνέχεια περιορίστηκε σε ρόλο επικεφαλής της δεξιάς δημοτικής παράταξης στο Δήμο Νέας Χαλκηδόνας, αρχικά, και στον «καλλικρατικό» Δήμο Νέας Φιλαδέλφειας (που περιλαμβάνει και τη Νέα Χαλκηδόνα), στη συνέχεια.
Ο ίδιος ο Σαμαράς, λέγεται, έδωσε την εντολή να του τη στήσουν του Τομπούλογλου. Γιατί του την έστησαν κανονικότατα, με διεκπεραιωτή του στησίματος έναν δεξιό εργοδοτικό συνδικαλιστή, παλαιό στέλεχος της ΠΟΛΑ (του κόμματος του Σαμαρά). Γιατί του την έστησαν του Τομπούλογλου; Γιατί ενδιαφέρονται άλλοι δεξιοί να γίνουν Φιλαδελφειάρχες; Γιατί η υπόθεση της μίζας είχε «βρομίσει» και φοβήθηκαν ότι η συγκάλυψη ενείχε τον κίνδυνο διαρροής, που θα έπληττε την κυβέρνηση και προσωπικά τον Σαμαρά; Γιατί ο Τομπούλογλου ως περίπτωση βόλευε για να δώσει ο Σαμαράς ένα ακόμη σόου «αδιάφθορου» που δε διστάζει να συλλαμβάνει ακόμη και στελέχη του κόμματός του;
Ο,τι κι αν ισχύει από τα παραπάνω (μπορεί να λειτούργησε και κάποιος συνδυασμός τους), το γεγονός είναι ότι εδώ και ένα δεκαπενθήμερο γίνεται πολιτικό σόου «κάθαρσης» με ένα πολιτικό πτώμα και έναν ημιθανή πολιτικό παραγοντίσκο, για τον οποίο κανένας δε θα κλάψει, πλην των κολλητών του στο δημοτικό συμβούλιο Νέας Φιλαδέλφειας, που έσπευσαν με δημόσια δήλωσή τους να στηρίξουν τον «χαρισματικό Χάρη», ο οποίος «ποτέ δεν συμβιβάστηκε, δεν έσκυψε το κεφάλι, δεν χαρίστηκε και δεν εξυπηρέτησε συμφέροντα» (sic!).
Είναι άραγε ο Λιάπης μοναδική περίπτωση αστού πολιτικού πρώτης γραμμής που συμπεριφέρεται μ’ αυτόν τον τρόπο; Δείγμα τυπικό, τον χαρακτηρίσαμε στο προηγούμενο φύλλο και τίποτα δεν υπάρχει που να μας κάνει ν’ αλλάξουμε γνώμη. Οσο ο Λιάπης ήταν κραταιός, τίποτα δεν λέκιαζε το αρχοντικό παρουσιαστικό του. Τώρα που ξέπεσε και επιλέχτηκε ως αποδιοπομπαίος τράγος, έμαθε ο ελληνικός λαός το πραγματικό ποιόν του, που δεν είναι καθόλου διαφορετικό από το ποιόν της συντριπτικής πλειοψηφίας των αστών πολιτικών.
Είναι άραγε ο Τομπούλογλου μοναδική περίπτωση δευτεροκλασάτου πολιτικού στελέχους που παίρνει μίζα; Ποιος μπορεί να το πιστέψει αυτό; Πώς χρηματοδοτούν τις δαπανηρές προεκλογικές εκστρατείες τους οι βουλευτάδες που κυνηγούν το σταυρό, όχι μόνο στις μεγάλες εκλογικές περιφέρειες του κέντρου, αλλά και στην επαρχία; Ο Τομπούλογλου χρησιμοποιείται μια χαρά ως φερετζές, πίσω από τον οποίο προσπαθεί να κρυφτεί η διαφθορά, ο χρηματισμός, το «λόμπινγκ» του αστικού πολιτικού προσωπικού. Ο Σαμαράς προσπαθεί φιλότιμα να πάρει το «ηθικό πλεονέκτημα» από τους νεοναζί της Δεξιάς, όμως ο κόσμος κουτόχορτο δεν τρώει. ‘Η μάλλον δεν τρώει αυτό το κουτόχορτο, γιατί ένα ποσοστό τρώει το κουτόχορτο που του σερβίρουν οι νεοναζί, κάνοντας πως δεν βλέπει τα μπραβιλίκια, τα νταβατζιλίκια και τις δουλειές της «νύχτας».
Να το ξαναπούμε, λοιπόν. Αυτό που αποκαλύπτεται με τις περιπτώσεις του Λιάπη και του Τομπούλογλου (και του Τσοχατζόπουλου, φυσικά) δεν είναι καινούργιο. Είναι η αποκάλυψη αυτού που πάντοτε υπήρξε. Δεν είναι η εξαίρεση στον κανόνα ο Λιάπης, ο Τομπούλογλου, ο Τσοχατζόπουλος. Είναι ο κανόνας που επιδεικνύεται ως εξαίρεση, για να «καθαριστεί» το πολιτικό σύστημα.
Το πιο σημαντικό είναι πως το πολιτικό προσωπικό δεν ταυτίζεται με το σύστημα. Το πολιτικό προσωπικό έρχεται και παρέρχεται, ανεβαίνει και πέφτει (καμιά φορά πάει και στη φυλακή), όμως το σύστημα, ο καπιταλισμός, παραμένει, διαιωνίζεται και μακροημερεύει. Κι ο λαός συνηθίζει να χτυπά το σαμάρι και όχι το γάιδαρο.
Θα επαναλάβουμε αυτά που γράφαμε πριν από δύο εβδομάδες, απ’ αφορμή το θόρυβο γύρω από τα «πόθεν έσχες» των μελών του αστικού κοινοβουλίου (ζήτημα που ήδη έχει ξεχαστεί, με τη βοήθεια και της διαπόμπευσης των Λιάπη-Τομπούλογλου).
Η αστική πολιτική είναι μια επικερδής υπόθεση, ιδιαίτερα όταν ασκείται εντός των κομμάτων εξουσίας. Δεν είναι τόσο η παχυλή βουλευτική αποζημίωση όσο οι διασυνδέσεις με διάφορους παράγοντες της «οικονομικής ζωής» και η συμμετοχή σε διάφορα «λόμπι». Καπιταλιστές χρηματοδοτούν τις προεκλογικές εκστρατείες υποψηφίων και τους «χαρτζιλικώνουν» γενναία. Συγγενικά πρόσωπα πολιτικών προσώπων διαχειρίζονται το οικονομικό σκέλος και «ξεπλένουν» το χρήμα από τους καπιταλιστές.
Ολ’ αυτά είναι γνωστά, αλλά δεν αποδεικνύονται. Καλύπτονται από μια ομερτά που δεσμεύει όλο τον καπιταλιστικό κόσμο. Σπάνια σπάει αυτή η ομερτά, όπως έγινε στην περίπτωση Τσοχατζόπουλου. Ας αναρωτηθούμε, όμως, αν ο Τσοχατζόπουλος θα είχε την ίδια σκληρή μεταχείριση σε περίοδο πολιτικής νηνεμίας. Ο λαός ήταν στις πλατείες και ζητούσε «αίμα» και το σύστημα του πέταξε τον Τσοχατζόπουλο. Αν δεν υπήρχε η γενική λαϊκή κατακραυγή, οι μούντζες, τα γιουχαΐσματα και τα γιαουρτώματα, θα κοίταζαν να ρίξουν και τον Τσοχατζόπουλο στα μαλακά, όπως έχουν κάνει με πρωταγωνιστές σκανδάλων στο παρελθόν. Εδώ η ιστορία του χρηματιστήριου εκκαθαρίστηκε δικαστικά μετά από 14 χρόνια και έκλεισε με την ομόφωνη αθώωση όλων των κατηγορούμενων, ανάμεσα στους οποίους δεν ήταν κανένα πολιτικό στέλεχος.
Το ίδιο ισχύει και με τις περιπτώσεις Λιάπη-Τομπούλογλου, που δεν είναι τυχαίο ότι και οι δύο δεν ανήκαν στη σκληρή ακροδεξιά, αλλά σε μια αστοφιλελεύθερη δεξιά. Ο Σαμαράς δεν πιέζεται μόνο από αριστερά. Πιέζεται και από δεξιά, από τους νεοναζί. Εχει ανάγκη να δείξει στο ακροδεξιό κοπάδι ότι ο ίδιος είναι βράχος ηθικής, που ως άλλος Ιησούς έχει πάρει το φραγγέλιο και διώχνει από την παράταξη τους «εμπόρους της πολιτικής». Γι’ αυτό και δεν αποκλείεται να υπάρξουν και άλλες περιπτώσεις τύπου Τομπούλογλου, με διεύρυνση και προς το χώρο του ΠΑΣΟΚ, για να κρατιούνται οι ισορροπίες.
Η αστική πολιτική παράγει τη διαφθορά. Και εκείνοι οι σχηματισμοί που ανεβαίνουν ως αδιάφθοροι βουτιούνται στη διαφθορά όταν αρχίσουν να παίζουν ρόλο στη διαχείριση της εξουσίας. Θυμηθείτε τους Πασόκους. Πώς ξεκίνησαν και πού κατέληξαν. Και μη μας λένε οι ΣΥΡΙΖΑίοι ότι αυτοί είναι άφθαρτοι, γιατί έχουν μαζέψει στους κόλπους τους τη σάρα και τη μάρα του ΠΑΣΟΚ. Από Κοτσακά και Ραυτόπουλο μέχρι Αλέξη Μητρόπουλο και Τσουκαλά.
Δεν μελλοντολογούμε. Την ιστορική εμπειρία επικαλούμαστε. Κάθε πολιτική δύναμη που διαχειρίζεται τις τύχες του καπιταλιστικού συστήματος βουτιέται στη διαφθορά, γιατί το ίδιο το σύστημα που διαχειρίζεται είναι διεφθαρμένο. Υπάρχουν, βέβαια, και περιπτώσεις αστών πολιτικών που πέθαναν στην ψάθα. Ελάχιστες, αλλά υπαρκτές περιπτώσεις. Αυτό δεν τους έκανε ηθικά ανώτερους από τους άλλους. Γιατί η ατομική ηθική δεν στέκεται πάνω από τη διαχείριση του καπιταλισμού, που είναι εξ ορισμού κοινωνικά ανήθικη.
Ως εφημερίδα έχουμε καταγγείλει σκάνδαλα κάθε είδους, στα οποία πρωταγωνίστησαν υπουργοί, πολιτικά στελέχη της Διοίκησης ή στελέχη της δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας. Φροντίζαμε πάντοτε να μην υποβιβάζουμε τις προσωπικές ευθύνες αυτών των στελεχών και την ποινική διάσταση των σκανδάλων που αποκαλύπταμε. Πάνω απ’ όλα, όμως, φροντίζαμε να μη διολισθήσουμε στη σκανδαλολογία, να μην παρουσιάσουμε τα σκάνδαλα ως αποτέλεσμα της δράσης κάποιων στελεχών, αλλά να αναδεικνύουμε την ευρύτερη διάστασή τους, ως οργανικών στοιχείων της λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος.