Είναι ένα ιμπεριαλιστικό κάθαρμα. Κυνικό, επιθετικό, αδίστακτο. Συμπεριφέρεται, όμως, με απόλυτη στοχοπροσήλωση στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του γερμανικού ιμπεριαλισμού, τον οποίο υπηρετεί εδώ και δεκαετίες. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε φιλοδόξησε κάποτε να γίνει ο διάδοχος του Χέλμουτ Κολ. Τους «καθάρισε» και τους δύο η Ανγκελα Μέρκελ, που ήρθε σαν αουτσάιντερ από την εξωτερική (όπως έλεγαν παλιά οι σπορτκάστερ που περιέγραφαν αγώνες στίβου) και παραμέρισε όποιον εύρισκε μπροστά της. Ηταν αυτή που αποκάλυψε το σκάνδαλο των «μαύρων ταμείων» της CDU. Ο Κολ πέρασε στην πολιτική συνταξιοδότηση και ο Σόιμπλε συμβιβάστηκε με το ρόλο του δεύτερου τη τάξει στη γερμανική χριστιανοδημοκρατία. Κι όπως συνήθως συμβαίνει στη γερμανική πολιτική παράδοση, Μέρκελ και Σόιμπλε τιμούν τη συμφωνία που έχουν κάνει, καλύπτουν ο ένας την άλλη και αντιστρόφως, και στη διεθνή σκηνή έχουν μοιράσει τους ρόλους, χρησιμοποιώντας ο καθένας το προσωπικό του στιλ (για στιλ και μόνο μιλάμε), έχοντας δημιουργήσει ένα δίδυμο που αλληλοσυμπληρώνεται.
Πρέπει, βέβαια, να πούμε ότι αυτό το στιλ άσκησης διεθνούς πολιτικής διευκολύνεται από το γεγονός ότι η Γερμανία είναι η ισχυρότερη ιμπεριαλιστική δύναμη της ΕΕ και, εξ αυτού του λόγου, δεν μαστίζεται από πολιτική κρίση, όπως η Ιταλία, η Βρετανία, η Γαλλία. Γιατί αν υπήρχε πολιτική κρίση, τότε το δίδυμο Μέρκελ-Σόιμπλε δε θα μπορούσε να δρα με την ενότητα που εμφανίζει τα τελευταία χρόνια. Θα είχαν βγει τα μαχαίρια, όπως είχε συμβεί στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν ο Κολ έχασε τις εκλογές και η Μέρκελ έκανε το «εσωτερικό πραξικόπημα» και πήρε το κόμμα από τα χέρια του διδύμου Κολ-Σόιμπλε.
Υπό το φως όσων εν συντομία αναφέρθηκαν παραπάνω, μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί ο Σόιμπλε μπορεί να σπάει το πρωτόκολλο και να μιλάει με τόσο περιφρονητικό τρόπο για έναν πρωθυπουργό χώρας-μέλους της ΕΕ (έστω κι αν αυτή η χώρα είναι η Ελλάδα και ο πρωθυπουργός της ο Τσίπρας) και γιατί ο Τσίπρας καταπίνει τη χοντρή προσβολή και περιορίζεται μόνο σε κάποια αρνητικά σχόλια συνεργατών του, διατυπωμένα με τη δέουσα ευγένεια (δεν συμπεριλαμβάνονται, βέβαια, αυτά που γράφει στο facebook ο Πολάκης).
Ο Σόιμπλε, αφού πρώτα έπλεξε το εγκώμιο του Τσακαλώτου, χαρακτηρίζοντάς τον καλό υπουργό και σκληρό διαπραγματευτή, εξέφρασε την… απορία του γιατί δεν τον εμπιστεύεται ο Τσίπρας. Και μετά πέταξε το καρφί: ο Τσίπρας τηλεφωνεί κάθε λίγο και λιγάκι στην Μέρκελ, για να της πει να παρέμβει, και αυτή του απαντάει ότι δεν αναμιγνύεται σε υποθέσεις που ανήκουν στην αρμοδιότητα των υπουργών Οικονομικών. Χτύπησε μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Από τη μια κατέστησε σαφές ότι η γερμανική πολιτική είναι ενιαία και αδιαίρετη και πως τα ζητήματα του Eurogroup τα χειρίζεται αποκλειστικά αυτός, έχοντας απόλυτη εξουσιοδότηση από την καγκελάριό του, και από την άλλη «ξεφώνισε» τον Τσίπρα, ότι -σε αντίθεση με την Μέρκελ- δεν εμπιστεύεται τους υπουργούς του και τους ρεζιλεύει στα μάτια των συναδέλφων του.
Ο Σόιμπλε είχε υπόψη του αυτά που είχαν διαμειφθεί στο Eurogroup στις 22 Μάη. Ο Τσακαλώτος είχε συμφωνήσει στο σχέδιο Ντεϊσελμπλούμ-Τόμσεν (δηλαδή στο σχέδιο Σόιμπλε), όμως μετά από τηλεφωνική επικοινωνία του με τον Τσίπρα, δήλωσε ότι θέλει λίγο χρόνο ακόμα, προκειμένου να διαχειριστεί τη μείζονα πολιτική κρίση που θα ξεσπάσει στην Ελλάδα. Από τα πρακτικά του Eurogroup, που διέρρευσαν, φαίνεται ότι ο Τσακαλώτος βρήκε θετική ως βάση συζήτησης την πρόταση που είχε κατατεθεί και για την αναβολή που ζήτησε επικαλέστηκε το τηλεφώνημα στον Τσίπρα, διαχωρίζοντας έτσι τον εαυτό του από το μπλοκάρισμα της διαδικασίας.
Από τα ίδια πρακτικά φαίνεται και ο θυμός με τον οποίο αντέδρασε ο Σόιμπλε. Ενώ οι άλλοι υπουργοί μίλησαν συναινετικά, αντιλαμβανόμενοι τη δύσκολη θέση που βρέθηκε ο Τσακαλώτος, ο Σόιμπλε υπήρξε οξύς, ενώ προεξόφλησε ότι και στις 15 Μάη δεν πρόκειται να υπάρξει καλύτερη πρόταση. Ο θυμός του είναι ευεξήγητος. Δεν έχει συνηθίσει να του κάνουν καψώνια, αλλά να του λένε «ναι», όταν φτάνει στην τελική του πρόταση. Κι αυτή ήταν η τελική του πρόταση, την οποία είχε αποδεχτεί και το ΔΝΤ. Από την άλλη, ήταν η δεύτερη φορά που ο Τσίπρας του έκανε τέτοιο καψώνι, προκειμένου να εξυπηρετήσει τις δικές του προπαγανδιστικές ανάγκες στην Ελλάδα.
Τα ίδια είχαν γίνει στο Eurogroup στις 11.2.2015. Την ελληνική κυβέρνηση εκπροσωπούσαν τότε ο αντιπρόεδρός της Γιάννης Δραγασάκης και ο υπουργός Οικονομικών Ιωάννης Βαρουφάκης. Υπήρξε συμφωνία σε ανακοινωθέν, ο Δραγασάκης την υπέγραψε ως επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπίας, οι υπουργοί έφυγαν από τις Βρυξέλλες (ο Σόιμπλε βρισκόταν ήδη στο Βερολίνο), όταν -μετά από μια ανεξήγητη καθυστέρηση δυόμιση ωρών- εμφανίστηκε στην αίθουσα Τύπου ένας κάθιδρος Ντεϊσελμπλούμ και ανακοίνωσε ότι οι υπουργοί «είχαν μία έντονη και εποικοδομητική συζήτηση, που κάλυψε πολλούς τομείς, όχι όμως επαρκώς, ώστε να υπάρχουν κοινά συμπεράσματα. Θα συνεχίσουμε τη συζήτηση τη Δευτέρα και βεβαίως θα συνεχίσουμε τις συνομιλίες μας, στο θέμα της μελλοντικής συνεργασίας. Δεν υπάρχουν συμπεράσματα, που θα μπορέσω να μοιραστώ μαζί σας. Βεβαίως θα συνεχίσουμε τις συνομιλίες. Θα πρέπει να κάνετε υπομονή».
Εντός δύο ωρών οι Financial Times είχαν βγάλει όλο το παρασκήνιο: ο Δραγασάκης είχε συμφωνήσει, είχε υπογράψει, όμως μετά από τηλεφώνημα του Τσίπρα, αναγκάστηκε να αποσύρει την υπογραφή του. Δημοσιεύτηκε τότε και το ανακοινωθέν επί του οποίου είχε υπάρξει η συμφωνία Δραγασάκη. Η ένσταση Τσίπρα ήταν στον όρο «extension» («επέκταση»). Το ανακοινωθέν έγραφε ότι «οι ελληνικές αρχές συμφώνησαν να συνεργαστούν στενά και εποικοδομητικά με τα θεσμικά όργανα να διερευνήσουν τις δυνατότητες για την επέκταση και την επιτυχή ολοκλήρωση του παρόντος προγράμματος, λαμβάνοντας υπόψη τα σχέδια της νέας κυβέρνησης». Φυσικά, μετά από μερικές μέρες, στις 20 Φλεβάρη, υπογράφηκε η ίδια συμφωνία. Στο μεταξύ, όμως, ο Τσίπρας είχε κάνει το προπαγανδιστικό του σόου με τη «σκληρή διαπραγμάτευση», χρησιμοποιώντας ως αρχιγελωτοποιό τον Μπαρουφάκη. Ο Δραγασάκης, στον οποίο ο Τσίπρας είχε αναθέσει την αρμοδιότητα «συντονισμός του κυβερνητικού έργου στον τομέα της διαπραγμάτευσης του Δημοσίου Χρέους» (ΦΕΚ 205Β/30.1.2015), έκτοτε δεν ξαναεμφανίστηκε στις Βρυξέλλες.
Εχουμε, λοιπόν, από τη μια, ένα ιμπεριαλιστικό κάθαρμα που θέλει να «τελειώνει τις δουλειές» στην ώρα που ο ίδιος επιλέγει και, από την άλλη, έναν πολιτικό τσαρλατάνο που στήνει συνεχώς σόου «σκληρής διαπραγμάτευσης», ξεφτιλίζοντας κορυφαίους υπουργούς του, με μοναδικό σκοπό να εξαπατήσει τον ελληνικό λαό. Στο τέλος, βέβαια, υπογράφει!