Συνέχεια στη Βεζυρογλειάδα ανέλαβε να δώσει ο Β. Τζωρτζάτος, με συνέντευξή του στα «Νέα» του προηγούμενου Σαββάτου, που δημοσιεύτηκε υπό τον ευγλωττότατο τίτλο «Με πρόδωσαν οι… σύντροφοι». Συκοφαντικοί υπαινιγμοί, ψέματα, διολίσθηση ακόμα και σε ατραπούς πέραν της συκοφαντίας, που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς ενάντια σε κατηγορούμενους, κατά το πρότυπο της συλλογικής ευθύνης που χρησιμοποιήθηκε στην πρώτη δίκη για τον ΕΛΑ.
Μπορεί άλλοι να εξεπλάγησαν από αυτή την κατρακύλα, εμείς όχι. Την περιμέναμε, γιατί αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου σχεδίου απαξίωσης και σπίλωσης αγωνιστών, για ιδιοτελείς σκοπούς. Ο Δ. Κουφοντίνας με μια καθαρά πολιτική δήλωση, που αποπνέει επαναστατική αξιοπρέπεια και αγωνιστικό ήθος, έδωσε την πρέπουσα απάντηση («Νέα», 21.9.05). Την αναδημοσιεύουμε ολόκληρη, αντί άλλου σχολίου.
«Στην εφημερίδα σας, το προηγούμενο Σάββατο, δημοσιεύθηκε μια συνέντευξη ενός από τους συγκατηγορούμενούς μου, που αν και βεβαρημένος με ένα σκληρό κατηγορητήριο και ακόμη σκληρότερες ποινές – όπως και όλοι οι άλλοι κατηγορούμενοι αυτής της υπόθεσης – δεν βρήκε παρά λίγα πράγματα να πει γι’ αυτά, και χρησιμοποίησε το βήμα της συνέντευξης για να εξαπολύσει μια επίθεση σε συγκατηγορούμενούς του.
Εναν χρόνο πριν, επίσης, είχε εμφανισθεί με ένα άρθρο του σε άλλη εφημερίδα κάποιος κύριος Βεζύρογλου, μάρτυρας υπεράσπισης ενός άλλου κατηγορούμενου στη δίκη, που θεώρησε κι αυτός καλό να κάνει μια παρόμοια επίθεση (με ίδια επιχειρήματα) ενάντια στη 17N και σ’ εκείνους απ’ τους συλληφθέντες που ανέλαβαν την ευθύνη. Και οι δύο λένε τα ίδια πράγματα και με τα ίδια υλικά: λάσπη, συκοφαντίες, διαστρεβλώσεις, παρ’ ότι δεν έχουν κανένα κοινό στοιχείο μεταξύ τους, αφού ο ένας είναι ένας κατηγορούμενος στην υπόθεση, ενώ ο άλλος ένας απλός μάρτυρας που ήρθε στη δίκη για να υπερασπιστεί την αθωότητα ενός δικού του ανθρώπου.
H διαφορά ανάμεσα στους δύο είναι ότι αυτή τη φορά οι στόχοι διευρύνονται, περιλαμβάνοντας και την υπεράσπιση, τους συνηγόρους και το κίνημα αλληλεγγύης.
Δημιουργεί εύλογα ερωτήματα η σκοπιμότητα αυτών των επιθέσεων, πολύ περισσότερο όταν οι άνθρωποι που ανέλαβαν να εκτελέσουν αυτό το έργο δεν γνωρίζουν τα πράγματα για τα οποία μιλάνε, αφού ο μεν ένας είχε κάποια περιφερειακή σχέση με την οργάνωση, την οποία και είχε διακόψει πριν από πολλά χρόνια, ενώ ο άλλος δεν είχε καμία απολύτως σχέση με αυτήν. Και προκαλεί απορία το γιατί επιχειρούν και οι δυο να κατασκευάσουν για τη λειτουργία της οργάνωσης σχήματα, που δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα και που θα μπορούσαν μάλιστα να χρησιμοποιηθούν ενάντια στους κατηγορούμενους.
Δημιουργεί προβληματισμό όλο αυτό, γιατί φαίνεται να υπάρχουν κάποιοι που επιζητούν να απαξιώσουν για μια φορά ακόμη τους κατηγορούμενους αυτής της υπόθεσης, επιχειρώντας να ανοίξουν μέτωπο ανάμεσά τους, λίγες εβδομάδες πριν από τη δίκη. Το ξαναζήσαμε αυτό. Στη ζοφερή περίοδο των συλλήψεων, υπήρξε ένας καταιγισμός “ομολογιών”, κάποιοι από τους κρατούμενους έφτασαν στα όρια της φυσικής τους αντοχής, αυτό όμως έγινε κάτω από σκληρές συνθήκες και γι’ αυτό όλοι μας το αντιμετωπίσαμε τότε – κι έτσι έπρεπε να γίνει – με επιείκεια.
Δεν σκοπεύω να μπω σε έναν διάλογο, αλλά θα ήθελα να πω παρ’ όλα αυτά για μια φορά ακόμη στον καθένα που αγωνιά, ότι στη δίκη που θα γίνει, όπως και σ’ αυτήν που έγινε, δεν πρόκειται να αναλωθώ για να πείσω τον οποιονδήποτε τι έκανα και τι δεν έκανα σαν μέλος της οργάνωσης. Θα συνεχίσω να υπερασπίζομαι τις επιλογές μου, τις αξίες και τα οράματα της Αριστεράς και να δίνω τη μάχη με όποιες δυνάμεις έχω, για να μη γίνει αυτό που επιχειρήθηκε και ξανά επιχειρείται: να ξαναγραφτεί η Ιστορία».