Καθημερινά έχουμε αναφορές στη θεωρία των «άκρων». Οχι μόνο από ξεφτίλες αστούς πολιτικούς και δημοσιογράφους της δεκάρας, αλλά και από διανοούμενους, στους οποίους χορηγούνται αφειδώς οι σελίδες του αστικού Τύπου. Ολοι αυτοί –εκτός από μερικές κραγμένες περιπτώσεις– ξεκινούν με σκληρή φραστική καταδίκη των τραμπουκισμών των νεοναζί. Στη συνέχεια, περνούν σε «ερμηνεία» του φαινόμενου: «Συνακόλουθα η επιλεκτική εφαρμογή των νόμων, ο τσαμπουκάς του δεν πληρώνω, το κίνημα των “Αγανακτισμένων” με τις κρεμάλες στο Σύνταγμα, η διαπόμπευση των πολιτικών, η εκτεταμένη ανομία διαμόρφωσαν συνθήκες αποδοχής και νομιμοποίησης της βίας» (Π. Μαντζούφας, επίκουρος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική του ΑΠΘ). Για το τέλος κρατούν τις νουθεσίες: «Η ριζοσπαστική Αριστερά πρέπει να σκεφτεί ότι υπάρχει κάτι χειρότερο από το αυταρχικό κράτος και τη βία της Αστυνομίας: είναι η έλλειψη κράτους και η απουσία της Αστυνομίας» (ο ίδιος).
Η ενίσχυση του νεοναζιστικού μορφώματος αποτελεί ένα κοινωνικό φαινόμενο. Το βάθεμα της κρίσης, η καταστροφή εργατικών και μικροαστικών στρωμάτων, σε συνδυασμό με τη διαφθορά, την κατάπτωση και την ανυποληψία του αστικού πολιτικού συστήματος, «γεννά» καθημερινά ανθρώπους έτοιμους ν’ αποδεχτούν τα κηρύγματα του φασισμού. Ακόμη και αν υπήρχε ένας δυνατός επαναστατικός πόλος, πάλι θα αναπτυσσόταν αυτή η τάση. Με πιο αργούς ρυθμούς, ίσως, παράλληλα με την ενίσχυση της επαναστατικής κατεύθυνσης, αλλά θα αναπτυσσόταν.
Το σύστημα, όμως, εργαλειοποιεί το νεοναζιστικό μόρφωμα και το χρησιμοποιεί και σαν μακρύ χέρι του και σαν μπαμπούλα έναντι της επαναστατικής βίας. Το μόνο βέβαιο είναι ότι το σύστημα δεν φοβάται τους νεοναζί. Αν τους φοβόταν, θα τους είχε τσακίσει, γιατί δεν έχουν καμιά ιδιαίτερη οργανωτική ανάπτυξη, ούτε μηχανισμούς με τους οποίους να εξασφαλίσουν δράση στην παρανομία (ούτε έχουν μάθει να δρουν έτσι). Τα δολοφονικά τους πογκρόμ γίνονται με την κάλυψη της αστυνομίας. Απλά, όταν ξεπερνούν κάποια όρια, πρέπει ν’ αντιδράσει και η πολιτική ηγεσία, για ξεκάρφωμα, αλλά και για να διατηρείται ο έλεγχος. Και η αστυνομία προσφέρει κάλυψη στους νεοναζί, επειδή αυτή είναι η κατεύθυνση από πάνω. Από αξιωματικούς η κατεύθυνση μπορεί να δίνεται και ανοιχτά ακόμη, όμως δε θέλει και πολύ ο φασιστόμπατσος για να καταλάβει. Ακόμα και μέσα στην ηλιθιότητά του μπορεί να πιάσει το κλίμα ανοχής και ατιμωρησίας, που έρχεται «από πάνω».
Οι νεοναζί φτάνουν στα άκρα τη ρατσιστική προπαγάνδα, η οποία αποτελεί επίσημη πολιτική του συστήματος. Και είναι η επίσημη πολιτική, γιατί πρέπει να κατασκευαστεί ένας ψεύτικος εχθρός για τον ελληνικό λαό. Οι νεοναζί, επίσης, προσφέρουν ένα πολιτικό καταφύγιο για τα εργατικά και μικροαστικά στρώματα που καταστρέφονται. Φαντάζεστε όλοι αυτοί, ιδίως οι νέοι εργάτες και εργαζόμενοι, ν’ άρχιζαν να «ψάχνονται» προς ανατρεπτικές κατευθύνσεις; Τέλος, οι νεοναζί δίνουν τη δυνατότητα στην αστική ιδεολογία να συκοφαντήσει την επαναστατική αντιβία, με τη θεωρία των «άκρων», και στο αστικό κράτος την ευκαιρία να ενισχύσει τους κατασταλτικούς του μηχανισμούς, δήθεν ενάντια στη βία «απ’ όπου κι αν προέρχεται», στην πραγματικότητα ενάντια μόνο στην επαναστατική βία.