«Σαν παλαιός οικονομικός συντάκτης έχω χάσει κι εγώ τον λογαριασμό, πόσες φορές από τη μεταπολίτευση κι εδώ κλήθηκε από τις εκάστοτε κυβερνήσεις ο ταλαίπωρος και φτωχός πολίτης αυτού του τόπου να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη για να βοηθήσει… τη σταθεροποίηση της οικονομίας. Μόνον στην περίοδο Σημίτη 1996-2003 επιβλήθηκαν 87 νέοι φόροι και εισπράχτηκαν δημόσια έσοδα 10 τρισ. δρχ. (!) με πρόσχημα τη δημοσιονομική προσαρμογή, δηλαδή τη μείωση του δημοσίου ελλείματος κάτω από το 3% του ΑΕΠ, προκειμένου να γίνουμε μέλος της ΟΝΕ». Εισαγωγή από το οικονομικό σχόλιο του γνωστού Ν. Νικολάου στην «Καθημερινή» της 21/01/05. Ο κ. Νικολάου έχει χάσει το λογαριασμό πόσες φορές βάλαμε πλάτη για την οικονομία αυτού του τόπου. Αν ήτανε πιο πολύ ειλικρινής θα έλεγε ότι έχασε επίσης το λογαριασμό από το πόσες φορές αυτός και οι όμοιοί του έβαλαν πλάτη για να πειστεί ο φτωχός πολίτης αυτού του τόπου να πληρώσει το λογαριασμό. Αλλά το μέγεθος της ειλικρίνειάς του δεν μας ενδιαφέρει. Γιατί πλέον έχει γίνει γραμμή της κυρίαρχης τάξης, να λυπάται πάρα πολύ για τη δύσκολη θέση που αναγκαστικά περιέρχεται ο φτωχός λαός.
Τεθλιμένοι, προβληματισμένοι, πονεμένοι, δυστυχισμένοι, παρουσιάζουν, υποστηρίζουν, προωθούν τα νέα πακέτα αντιλαϊκών μέτρων. Αρκεί να προωθείται το προϊόν. Να γίνεται η δουλειά σωστά. Να κρύβεται, να κουκουλώνεται έστω, όσο γίνεται περισσότερο η κατάσταση. Οι υπήκοοι να πάνε για μια ακόμη φορά ταμείο, να πληρώσουν το νέο λογαριασμό. Το τι κουκουλώνεται πάντα, το τι συγκαλύπτεται πάντα, το τι μένει στο απυρόβλητο πάντα, είναι επίσης γνωστό. Είναι τα κέρδη των καπιταλιστών, τα κέρδη της αστικής τάξης, τα κέρδη των «ανώτερων» τάξεων και του «περιβάλλοντός» τους, όλα αυτά, τα πολλά, τα πάρα πολλά χρόνια, που ο φτωχός πολίτης -σύμφωνα με έναν από αυτούς, τον κ. Νικολάου- πάει συνεχώς στο γκισέ για να πληρώσει. Ο ένας πληρώνει και ο άλλος εισπράττει.
Μόλις πριν λίγο καιρό, η φιλολαϊκή ΝΔ (πάει, έχουμε λαλήσει εντελώς) πρόλαβε να μειώσει κατά 10 ολόκληρες ποσοστιαίες μονάδες τη φορολογία των κερδών των καπιταλιστών. Αυτών που τόσα χρόνια που οι εργαζόμενοι πληρώνουν το λογαριασμό, διογκώνουν όλο και πιο πολύ τα κέρδη τους. Μάλιστα, αποτελεί μεγάλη πρόκληση, αν από στοιχειώδη ταξική σκοπιά προσεγγίζει κανείς τα προβλήματα, η κίνηση του Καραμανλή να συναντηθεί με τους μεγαλύτερους καρχαρίες του τόπου, την ώρα ακριβώς που εξαγγέλονται τα νέα αντιλαϊκά μέτρα, για να βοηθήσουν πιο ενεργά την πατρίδα, την Ελλάδα. Οταν, όμως, αυτή η κίνηση χρησιμοποιείται και σαν ένα επικοινωνιακό ατού της κυβέρνησης, αποδεικνύει από μόνη της ότι υπάρχει πρόβλημα. Το γνωστό πρόβλημα. Οτι κάτω από τόνους εθνικής ομοψυχίας, εθνικής υπερηφάνειας, εθνικών στόχων, εθνικών κατατρεγμών, θάβονται τα ταξικά κριτήρια, οι ταξικοί προβληματισμοί, η ταξική προσέγγιση της κατάστασης. Κάτω από τόνους θεωριών συνεργασίας των τάξεων, αναπτυξιακών πολιτικών για την εκμεταλλευτική κοινωνία, εξυγίανσης των θεσμών της κοινωνικής βαρβαρότητας, ρεαλιστικών προσεγγίσεων και προσιτών λύσεων, παραλύουν τα ταξικά αντανακλαστικά, τα ταξικά κριτήρια.
Υπάρχει, όμως, και η άλλη πλευρά του λόφου. Η μια είναι αυτή που προαναφέραμε. Η πλευρά της κυρίαρχης τάξης και των θεσμών, των μηχανισμών που δρουν προς όφελος του συστήματος, δουλεύουν και τρέφονται πλουσιοπάροχα -ανάλογα, βέβαια, με το ειδικό βάρος που έχει ο καθένας στην αγορά- από αυτό. Η άλλη πλευρά του λόφου είναι αυτός ο φτωχός πολίτης, που λέει και ο μη φτωχός (κατά το αξέχαστο εκείνο μη προνομιούχος) κ. Νικολάου.
Σε μια πρόσφατη εκλογοαπολογιστική συνδικαλιστική διαδικασία (μην αγωνιάτε, για μια ακόμη φορά ήταν θετικός ο απολογισμός του κινήματος) αναρωτηθήκαμε δημόσια, αν όλοι οι παρευρισκόμενοι θυμόμαστε πόσες φορές έχουμε ψηφίσει ο καθένας. Για το κοινοβούλιο, για την ΑΔΕΔΥ, για την ομοσπονδία, για το σωματείο, για το σύλλογο της γειτονιάς, για το πολιτιστικό σωματείο, για της Παναγιάς τα μάτια. Τί αποκομίσαμε όλα αυτά τα χρόνια, που πάντα -προφανώς- ψηφίζαμε για το συμφέρον μας, όπως το κρίναμε τη δεδομένη στιγμή; Αποκομίσαμε το να μας χτυπάνε πλέον την πλάτη οι πλουτοκράτες, οι έγκριτοι δημοσιογράφοι, οι πολιτικοί, να μας λένε, φουκαράδες σας λυπόμαστε, αλλά πρέπει να ξαναπάτε ταμείο για να ξαναπληρώσετε, γιατί η εθνική οικονομία το επιβάλλει.
Αυτή η απλή επισήμανση, αυτή η απλοϊκή εκτίμηση, αυτή η απλή υπενθύμιση θέλει να αναδείξει ένα πολιτικό συμπέρασμα. Οτι η κοινοβουλευτική δημοκρατία, ο κοινοβουλευτισμός σε όλες του τις εκφάνσεις, από τη βουλή ως τον τελευταίο σύλλογο «Ο καλός Σαμαρείτης», είναι ένα πολύτιμο αμορτισέρ του συστήματος της κοινωνικής βαρβαρότητας. Ο φτωχός πολίτης, οι φτωχοί πολίτες, το προλεταριάτο, οι εργαζόμενοι, όλα αυτά τα χρόνια όλο και πιο πολύ επιμένουν ατομικά, επιμένουν κοινοβουλευτικά. Ηδη, οι μηχανισμοί, οι θεσμοί, κινούνται προς το νέο ραντεβού του φθινοπώρου του 2006, των δημοτικών εκλογών. Με όλες, βέβαια, τις απαραίτητες ενδιάμεσες κοινοβουλευτικές διαδικασίες των «χαμηλότερων» θεσμών. Αλλά, παρά το σύνθημα, ο επιμένων δεν νικά πάντα. Αν επιμένει λαθεμένα, αν επιμένει ενάντια στα συμφέροντα της τάξης του, αν επιμένει στο δρόμο που του στρώνει η κοινοβουλευτική δημοκρατία, τότε τα αποτελέσματα γίνονται όλο και χειρότερα. Αυτό αποδεικνύει με τον πιο ηχηρό, με τον πιο προκλητικό τρόπο η καινούργια πραγματικότητα του ενταφιασμού, μετά πολλών δακρύων, της ήπιας προσαρμογής.
Μπορούν να αλλάξουν αυτά τα πράγματα; Βεβαίως. Ποτέ ο κόσμος δεν ήταν ένα άθροισμα, ένα σύμπλεγμα από έτοιμα πράγματα, από στατικά πράγματα. Η κίνηση, η διαρκής κίνηση, ήταν το κύριο χαρακτηριστικό του. Θα αλλάξουν, λοιπόν, τα πράγματα. Πόσο σύντομα ή πόσο αργά εξαρτάται από πάρα πολλά πράγματα. Εξαρτάται όμως κι από όλους εμάς. Εξαρτάται από τη δική μας κίνηση. Αν δεν κινείται μέσα στα περιθώρια που χαράζει η κοινοβουλευτική δημοκρατία, αν δεν είναι κίνηση για την κίνηση, που έλεγαν παλιά, αν είναι κίνηση που έρχεται σε σύγκρουση με τον κοινοβουλευτισμό και την ατομικότητα, αν είναι κίνηση που δεν είναι το παν, αλλά είναι κίνηση που έχει στόχο την ανατροπή του συστήματος, την κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, τότε πολλά μπορούν να αλλάξουν.
Παντελής Νικολαΐδης