Είναι κοινό μυστικό ότι από τους τεχνοκράτες της πολιτικής μαθαίνεις πολλές φορές αυτά που οι πολιτικοί κρύβουν επιμελώς πίσω από παχιά λόγια. Αυτή τη φορά ήταν ο οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού Α. Φιλιππόπουλος, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, που μιλώντας σε εκδήλωση με θέμα «Οι επιδράσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης στην ανάπτυξη και στην ανταγωνιστικότητα» αποκάλυψε την πραγματική στρατηγική της κυβέρνησης για τη δημοσιονομική διαχείριση, λέγοντας:
«Αφού δεν έχουμε πλέον τη λύση της υποτίμησης του νομίσματος για να μειώσουμε το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, θα πρέπει να κινηθούμε προς τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Θα πρέπει δηλαδή να μειώσουμε τις τιμές, για να είμαστε ανταγωνιστικοί σε σχέση με τους εταίρους μας, να μειώσουμε το εργατικό κόστος, δηλαδή τις αμοιβές στο δημόσιο τομέα».
Επειδή ένας οικονομολόγος δε μιλά στο βρόντο, ούτε του ξεφεύγουν λόγια που δε θέλει να πει και επειδή αυτά που είπε ο Φιλιππόπουλος είναι απολύτως σωστά από την άποψη της λειτουργίας του καπιταλισμού, μπορούμε να δούμε όχι μόνο τη στρατηγική στη διαχείριση του δημόσιου τομέα (οι αμοιβές των υπαλλήλων γίνονται πλέον απόλυτα ελαστικό μέγεθος), αλλά και τη στρατηγική στον ιδιωτικό τομέα. Οταν η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων συνδέεται ευθέως με το λεγόμενο «εργατικό κόστος» (που δεν είναι κόστος, αφού η εργατική δύναμη είναι αυτή που με την απλήρωτη εργασία δημιουργεί την υπεραξία, που μετατρέπεται σε κέρδος), σημαίνει ότι θα έχουμε συνεχή πίεση για μείωση των μισθών και των ασφαλιστικών εισφορών. Τα μόνα που πρέπει να μείνουν άθιχτα είναι τα καπιταλιστικά κέρδη, διότι η μεγιστοποίησή τους αποτελεί το κίνητρο για την καπιταλιστική οικονομία.
Ο Αντώναρος, που ρωτήθηκε σχετικά, πήγε να τα μπαλώσει, λέγοντας ότι «η επίσημη θέση της κυβέρνησης είναι η εφαρμοζόμενη πολιτική», όμως η εφαρμοζόμενη πολιτική δεν διαφέρει σε τίποτα απ’ αυτό που περιέγραψε ο Φιλιππόπουλος. Τι άλλο είναι η εισοδηματική πολιτική που ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα η κυβέρνηση εκτός από «μείωση του εργατικού κόστους»; Τι άλλο είναι η απόλυτη ασυδοσία των καπιταλιστών έναντι των εργαζόμενων (διαθεσιμότητες, υποχρεωτικές άδειες το καταχείμωνο, μαζικές απολύσεις, μειωμένα ωράρια εργασίας με μείωση αμοιβών, απαίτηση για μη εφαρμογή συλλογικών συμβάσεων εργασίας), εκτός από «μείωση του εργατικού κόστους»;
Πριν μερικές μέρες, ο υφυπουργός Ανάπτυξης Ι. Μπούγας χαιρέτισε τη σύναξη των βιομήχανων της Θεσσαλίας. Αφού εισαγωγικά αναφέρθηκε στα «σημαντικά κέρδη» που είχαν τα προηγούμενα χρόνια οι επιχειρήσεις ορισμένων κλάδων, κατέληξε: «Εάν αυτά (σ.σ. τα κέρδη) έχουν αποδεδειγμένα επενδυθεί και έχουν δημιουργηθεί νέες θέσεις εργασίας, εκθέτοντας έτσι τις επιχειρήσεις αυτές σε μεγαλύτερη διακινδύνευση, οι εργαζόμενοι κατανοούν ευχερέστερα την κατάσταση και είναι διατεθειμένοι να συμβάλουν κατά το μέτρο των δυνάμεών τους, στην αντιμετώπισή της». Αφήνοντας στην άκρη το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος των κερδών πήγε στα προσωπικά ταμεία των καπιταλιστών, οι οποίοι συνηθίζουν να «γδέρνουν» τις επιχειρήσεις που διοικούν, ρωτάμε: Γιατί οι εργαζόμενοι να εγκαταλείψουν τα δικαιώματά τους (που στο κάτω-κάτω μια χαμοζωή τους εξασφαλίζουν); Μήπως την περίοδο των μεγάλων κερδών οι καπιταλιστές τα μοιράστηκαν μαζί τους; Μήπως –έστω– έδωσαν καλύτερα μεροκάματα, μείωσαν τα ωράρια, βελτίωσαν τις συνθήκες εργασίας, ώστε οι εργαζόμενοι να τους χρωστούν και να δεχτούν τώρα να πληρώνονται λιγότερο;
Η κρίση είναι ταυτόχρονα και μια πρόκληση, που δημιουργεί ευκαιρίες, είχε πει προ καιρού ο πρόεδρος του ΣΕΒ Δασκαλόπουλος. Οι καπιταλιστές έχουν αρπάξει την ευκαιρία και έχουν ξεσαλώσει. Ασκώντας συνεχή τρομοκρατία πάνω στους εργαζόμενους, θέλουν να κατακτήσουν τώρα θέσεις που θα μείνουν μόνιμα δικές τους. Οποιος πέσει σ’ αυτή την παγίδα θα μετανιώσει πικρά.