Την περασμένη Τετάρτη, συμπληρώθηκε ένας χρόνος από το θάνατο του Χρήστου Τσιγαρίδα. Πέθανε τη Δευτέρα 10 Ιούνη του 2019, σε ηλικία 80 ετών. Οπως γράψαμε όταν ανακοινώσαμε το θάνατό του, η ευγενική του μορφή, η συντροφικότητα, η ανιδιοτέλεια και η ταπεινότητά του θα συνοδεύουν πάντοτε την ανάμνηση αυτού του σεμνού αγωνιστή.
Ο Χρήστος Τσιγαρίδας «εισέβαλε» στη δημόσια σφαίρα τον Φλεβάρη του 2003 και συνέδραμε τα μέγιστα στο σπάσιμο της τρομοϋστερίας, όταν συνελήφθη και ανέλαβε την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή του στον ΕΛΑ. Μετά τον Δημήτρη Κουφοντίνα, που μερικούς μήνες πρωτύτερα είχε αναλάβει την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή του στη 17Ν, ήταν ο δεύτερος που όρθωσε ανάστημα, υπερασπιζόμενος τη δράση των οργανώσεων του ένοπλου.
Αυτή του η στάση υπήρξε καταλυτική και λόγω του προσωπικού του στάτους που έκανε σκόνη ένα κομμάτι της τρομοϋστερικής προπαγάνδας, το οποίο είχαν στήσει με μαεστρία οι αμερικάνικες και βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, με τη βοήθεια των εξωνημένων ΜΜΕ. Προσπάθησαν να απαξιώσουν σε προσωπικό επίπεδο όσους είχαν συλληφθεί για ένοπλη δράση, ώστε μέσω αυτής της απαξίωσης να απαξιώσουν τις ιστορικές οργανώσεις του ένοπλου. Στο πρόσωπο του 65χρονου Τσιγαρίδα, ενός επιτυχημένου μηχανικού με τεράστιο κύκλο, με πέντε παιδιά και αρκετά εγγόνια, αυτή η απαξίωση σε προσωπικό επίπεδο δεν μπορούσε να σταθεί. Ο Χρήστος κέρδισε την πρώτη μάχη «άμα τη εμφανίσει του».
Οταν άρχισε η πρώτη δίκη για την υπόθεση του ΕΛΑ, όσοι είχαν γνωρίσει τον Χρήστο μόνο από κάποιες δηλώσεις και κάποιες συνεντεύξεις, είχαν την ευκαιρία να τον δουν σε ώρες μάχης. Παρά την κλονισμένη υγεία του, δεν έλειψε ούτε μια στιγμή από τη δίκη (και από τις δύο δίκες που ακολούθησαν). Ηξερε κάθε λεπτομέρεια της δικογραφίας, παρενέβαινε συνεχώς, έκανε δηλώσεις, ερωτήσεις στους μάρτυρες, αξιολογήσεις των καταθέσεών τους, συγκρουόταν με την έδρα και τους εισαγγελείς, δεν άφηνε τίποτα να πέσει κάτω. Μολονότι βασικός στόχος του ήταν η υπεράσπιση του ΕΛΑ και της δράσης του, ως δράση στην υπηρεσία του ελληνικού λαού, στο πλαίσιο του ευρύτερου επαναστατικού κινήματος, δεν παρέλειψε να δίνει σε καθημερινή βάση τη μάχη ενάντια στις νομικές αυθαιρεσίες και τα τερατουργήματα με τα οποία διεξαγόταν αυτή η δίκη. Κι ήταν αυτή η συνεχής συμμετοχή και παρέμβασή του στη δίκη καθοριστική για τη νομική υπεράσπιση των συγκατηγορουμένων του. Η υπόθεση έκλεισε με μια δικαστική νίκη που έφερε σε μεγάλο βαθμό την προσωπική σφραγίδα του Χρήστου. Πάλεψε και βγήκε νικητής, την ίδια ώρα που το κίνημα αλληλεγγύης «είχε ανακρούσει πρύμναν» και ειδικά από τη δίκη στο Εφετείο, που ήταν η πιο καθοριστική, απουσίασε, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων.
Ο Χρήστος, μολονότι αυτό τον πίκρανε, δεν εξάρτησε την παραπέρα στάση του, τη συμμετοχή του στο κίνημα απ' αυτό. Δεν επαναπαύτηκε στις δάφνες αυτής της μεγάλης νίκης. Δεν τον ενδιέφερε η αναγνωρισιμότητα που είχε στο μεταξύ αποκτήσει, το γεγονός ότι όλες οι αστικές εφημερίδες του ζητούσαν συνεντεύξεις. Απαλλαγμένος πια από την «ανωνυμία» που επέβαλε η συμμετοχή στον ΕΛΑ, «βούτηξε» στο κίνημα. Οχι επιδεικνύοντας «παράσημα», αλλά ως απλός αγωνιστής, πρόθυμος να προσφέρει βοήθεια όποτε και όπου του ζητούνταν. Αγνοούσε τις συμβουλές των γιατρών και ταξίδευε από τη μια άκρη της χώρας μέχρι την άλλη. Ηταν μέλος σε κάθε συλλογικότητα αλληλεγγύης που δημιουργήθηκε όλ' αυτά τα χρόνια. Ηταν μέλος της Πρωτοβουλίας «Ενα Καράβι για τη Γάζα» και μετά της «Δικτύωσης Αλληλεγγύης στην Παλαιστινιακή Αντίσταση». Επιβιβάστηκε στα πλοία του Στόλου της Ελευθερίας που προσπάθησαν να σπάσουν τον αποκλεισμό της Γάζας.
Η αγωνιστική σεμνότητά του, η απουσία κάθε επιτήδευσης και κάθε ναρκισσισμού, το πηγαίο χιούμορ του, η γλυκύτητα του χαρακτήρα του, κέρδιζαν όσους έρχονταν σε επαφή μαζί του. Πρόκειται για τα ίδια χαρακτηριστικά που τον έκαναν αξιαγάπητο σε τόσο κόσμο, την εποχή που ήταν παράνομος ως μέλος του ΕΛΑ. Δεν είναι τυχαίο που η αγάπη τόσων ανθρώπων, στην Κάλυμνο, στο Μπιλέτσι (σημερινό Παλαιομονάστηρο) Τρικάλων, στην Αθήνα, δεν κάμφθηκε μετά τη σύλληψή του, όταν αποκαλύφθηκε η ιδιότητά του ως μέλος του ΕΛΑ. Θαρραλέα στάθηκαν στο πλευρό του «δικού τους Χρήστου», χωρίς να εκφέρουν τον παραμικρό υπαινιγμό ενάντια στη συνωμοτική επαναστατική δράση του. Ολοι αυτοί οι άνθρωποι, υπερασπιζόμενοι τον Χρήστο Τσιγαρίδα, κατέθεσαν τη δική τους συμβολή στο σπάσιμο της τρομοϋστερίας.
Ο Χρήστος Τσιγαρίδας, αν και ήταν ένας εξαιρετικά μορφωμένος άνθρωπος κι ένα κοφτερό μυαλό, ουδέποτε διεκδίκησε δάφνες θεωρητικού του κινήματος. Είχε απόψεις και τις υπερασπιζόταν (πάντοτε με διαλεκτική προσέγγιση, ανοιχτός ν' ακούσει τον αντίλογο και να προσχωρήσει σ' αυτόν), όμως ήταν περισσότερο ο επαναστάτης της πράξης. Ανήκε σ' εκείνη τη γενιά των αγωνιστών που βίωσε όχι μόνο την ήττα της ελληνικής επανάστασης, αλλά και τη ρεβιζιονιστική αντεπανάσταση και τη μετάλλαξη των κομμουνιστικών κομμάτων σε ρεφορμιστικά. Εκεί που οι επαναστάτες αυτής της γενιάς αναζητούσαν τις απαντήσεις στα τεράστια «γιατί», ήρθε η χούντα και αποκάλυψε όλη τη γύμνια του ρεφορμισμού, που διέλυσε το κίνημα, αφήνοντάς το ανυπεράσπιστο απέναντι στους καραβανάδες. Αγωνιστές σαν τον Χρήστο, που δεν ήθελαν να κάνουν κοινοβουλευτική καριέρα μετά την πτώση της χούντας, έκαναν την επιλογή της πολιτικοστρατιωτικής δράσης. Ο ίδιος την έχει περιγράψει πολύ παραστατικά στις πολιτικές τοποθετήσεις του.
Ο Χρήστος Τσιγαρίδας, ο άνθρωπος που έδωσε φωνή στον ΕΛΑ όταν αυτό απαιτήθηκε από την ιστορική συγκυρία, αγνοώντας κάθε προσωπικό κόστος, έκλεισε το βιολογικό του κύκλο, καταλείποντάς μας μια παρακαταθήκη: «Ο μόνος χαμένος αγώνας είναι αυτός που δεν έγινε». Αυτή την παρακαταθήκη την υπερασπίστηκε μέχρι το τέλος. Ξέροντας ότι «τα στερνά τιμούν τα πρώτα», ο Χρήστος μας άφησε ως κληρονομιά το παράδειγμα της ανιδιοτελούς ανάληψης της πολιτικής ευθύνης, με πλήρη γνώση των συνεπειών της. Αν και δεν το επεδίωξε ποτέ, αυτό τον καθιστά αθάνατο στη μνήμη μας ως αγωνιστή, ως επαναστάτη κομμουνιστή, ως άνθρωπο.