Οποιος νομίζει ότι τα ‘χει δει όλα απλούστατα κάνει λάθος. Τα τερτίπια της αστικής πολιτικής δεν έχουν τέλος. Ετσι, βλέπουμε το πρωτοφανές φαινόμενο, μια κυβέρνηση να ανάβει εκλογολογικά σενάρια, ένα μόλις μήνα μετά την πανηγυρική επανεκλογή της (η οριακή πλειοψηφία δεν αναιρεί το πανηγυρικόν της νίκης της ΝΔ επί του ΠΑΣΟΚ). Ο,τι γράφεται τις τελευταίες μέρες, όσα σενάρια βλέπουν το φως της δημοσιότητας, προέρχονται από τον Ρουσόπουλο και τους ανθρώπους του. Γι’ αυτό, άλλωστε, δεν υπάρχει καμιά κατηγορηματική διάψευση ούτε από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο ούτε από υπουργούς που συνομιλούν με τον Καραμανλή. Χαρακτηριστικότατη η στάση του Παυλόπουλου, που ρωτήθηκε αν η πραγματοποίηση εκλογών σύντομα συνάδει με το Σύνταγμα και απάντησε ότι «δεν σχολιάζει σενάρια», αφήνοντας έτσι ορθάνοιχτο το παράθυρο στην εκλογολογία.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η εκλογολογία, που δίνει πρωτοσέλιδα στις εφημερίδες και πρώτα θέματα στα δελτία ειδήσεων, λειτουργεί σαν ένα καλό εργαλείο αποπροσανατολισμού. Αυτή η παρατήρηση είναι σωστή, όμως, έτσι λειτουργεί ολόκληρη η αστική παραπολιτική, που συνήθως βαφτίζεται πολιτική. Μια κουβέντα του Πολύδωρα γίνεται μεγαλύτερο θέμα από ένα νομοσχέδιο. Μια κουβέντα του Πάγκαλου σκεπάζει μια προγραμματική τοποθέτηση του ΠΑΣΟΚ. Πολιτική βαφτίζεται η διαχείριση του πολιτικού προσωπικού και όχι η διαχείριση του συστήματος. Από την άποψη αυτή, λοιπόν, μια χαρά λειτουργεί η εξαιρετικά πρόωρη εκλογολογία ως εργαλείο αποπροσανατολισμού.
Δε νομίζουμε, όμως, ότι η πρώτη σκέψη του Καραμανλή και των επιτελών του ήταν αυτή, όταν άρχισαν να τροφοδοτούν τα σχετικά σενάρια. Δεν νομίζουμε, επίσης, ότι στόχος της εκλογολογίας είναι μόνο ο έλεγχος των δυσαρεστημένων βουλευτών της ΝΔ, που είδαν φως και βγήκαν (όποιος πει δυο παπάρες που μπορούν να ερμηνευτούν ως αντικυβερνητικές αιχμές έχει εξασφαλισμένη τη δημοσιότητα για καναδυό μέρες). Το θέμα είναι αρκετά πιο σύνθετο και έχει να κάνει με την απειλή που αισθάνεται αυτή η κυβέρνηση. Απειλή να υποστεί στις επόμενες εκλογές πανωλεθρία ανάλογη μ’ αυτή που υπέστη ο Μητσοτάκης το 1993. Τρία μόλις χρόνια μετά την εκλογή του μ’ ένα ποσοστό που προσέγγιζε το 47%, έπεσε στο 39,3% .
Και βέβαια, πέρα από τη δική της πολιτική φθορά, η κυβέρνηση φοβάται πως μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη με ισχυρές κοινωνικές αντιστάσεις και όχι «εντοπισμένες», όπως ήταν κατά την πρώτη θητεία της, Αντιστάσεις που θα κοστίσουν στο ίδιο το σύστημα και όχι μόνο σε μια κυβέρνηση και μια κομματική ηγεσία. Σ’ ένα τέτοιο κλίμα μπορεί ν’ αποκτήσουν και καθοριστική σημασία οι δυσαρεστημένοι βουλευτές, οι οποίοι αποκλείεται να κάνουν κινήσεις με πρακτικό αντίκρισμα σε ομαλές συνθήκες. Ομως, μια κυβέρνηση κοινωνικά απαξιωμένη καθίσταται και πολιτικά απαξιωμένη κι αυτό το ξέρουν καλά στο Μαξίμου.
Μια από τις κυβερνητικές «ντουντούκες», ο Μ. Κοττάκης, έγραψε προ δεκαπενθημέρου στο κυριακάτικο φύλλο του «Ελεύθερου Τύπου», ότι «ο μεσαίος χώρος δεν είναι πια το μοναδικό γήπεδο στο οποίο θα κρίνονται οι αναμετρήσεις του μέλλοντος» και αυτό «θα αναγκάσει την κυβέρνηση να ελέγξει το βηματισμό της στο εύρος των μεταρρυθμίσεων που θα επιχειρήσει και να σκεφτεί το μίγμα της πολιτικής της». Από το Μαξίμου διοχετεύθηκε επίσης ότι έχει επιβληθεί «σιγή ασυρμάτου» στον Αλογοσκούφη, ο οποίος εξέθεσε την κυβέρνηση με τους χειρισμούς του σχετικά με τον ΦΠΑ και με το πετρέλαιο θέρμανσης. Επίσης, ότι έχει δοθεί εντολή στον «τσάρο» της οικονομίας να προχωρήσει με προσεκτικά βήματα και στο φορολογικό και στο ασφαλιστικό, για να μη βρεθεί η κυβέρνηση αντιμέτωπη με κύματα δυσαρέσκειας και περισσότερο με απεργιακά κύματα.
Τι σημαίνουν όλ’ αυτά; Οτι ο Καραμανλής και το επιτελείο του έχουν στο μυαλό τους αυτή η κυβερνητική θητεία να μην είναι μακρά, αλλά να χρησιμοποιηθεί ως εφαλτήριο για μια νέα κυβερνητική θητεία, η οποία θα είναι τετραετής. Η κρισιμότητα της κατάστασης στο ΠΑΣΟΚ και η αβεβαιότητα για το τι θα γίνει μετά τις 11 Νοέμβρη. Μια διάσπαση στο ΠΑΣΟΚ θα αλλάξει τα πολιτικά δεδομένα και θα ασκεί πίεση για αναδιάταξη ολόκληρου του πολιτικού σκηνικού στην κορυφή. Ο Καραμανλής δεν ξεχνά, ότι το 1993 από την κρίση της μητσοτακικής ΝΔ γεννήθηκε ένα νέο κόμμα, η ΠΟΛΑ του Σαμαρά, που «ταλαιπώρησε» τη δεξιά παράταξη και το 1993 και το 1996. Σήμερα υπάρχει το ΛΑΟΣ, όμως αν υπάρξει διάσπαση στο ΠΑΣΟΚ μπορεί η πίεση να είναι πολύ μεγαλύτερη και οι δυσαρεστημένοι να αποκτήσουν πραγματική πολιτική οντότητα. Θέλει, λοιπόν, να κρατήσει στα χέρια του την πρωτοβουλία των κινήσεων και να πάει σε εκλογές την κατάλληλη στιγμή. Γι’ αυτό και τροφοδοτεί συνεχώς την εκλογολογία.