Η μεθόδευση της φασιστικής δικτατορίας
Στις αρχές του 1932, η διακυβέρνηση Μπρίνιγκ έστρωνε το έδαφος για την εγκαθίδρυση της φασιστικής δικτατορίας του γερμανικού χρηματιστικού κεφαλαίου. Η εργατική τάξη κουβαλούσε μια τεράστια ήττα στην πλάτη της: μαζική ανεργία, πείνα, καταβαράθρωση μισθών, κατάρρευση της κοινωνικής ασφάλισης. Παράλληλα, η ορατή άνοδος του φασισμού στην ύπαιθρο και στα μικροαστικά στρώματα των πόλεων προκαλούσε τον πανικό και μεγέθυνε την απελπισία και το γενικό «μούδιασμα». Χωρίς ταξική οπτική, χωρίς μαζικούς αγώνες, η μόνη διέξοδος που διαφαινόταν στον ορίζοντα για την πλειοψηφία των εργατών ήταν η εκλογική «σωτηρία».
Σ’ αυτήν ακριβώς πόνταρε και η μεγάλη μερίδα του μονοπωλιακού κεφαλαίου, που στήριζε την διακυβέρνηση Μπρίνιγκ, προκειμένου να μεθοδεύσει τη φασιστική δικτατορία. Οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες του SPD, πρόθυμοι και υπάκουοι υπηρέτες του κεφαλαίου, αξιοποιούνταν ξανά για μια νέα σημαντική προδοσία. Η χρονική διεύρυνση της κυβέρνησης μειοψηφίας, χωρίς τη λειτουργία του κοινοβουλίου, αλλά με έκδοση προεδρικών διαταγμάτων βάσει του άρθρου 48 του Συντάγματος της Βαϊμάρης, περνούσε από την επανεκλογή του μοναρχοφασίστα Χίντεμπουργκ στη θέση του προέδρου του Ράιχ. Η εφτάχρονη θητεία του έληγε τον Μάρτιο του 1932.
Από την άλλη ο στρατός εγγυόταν την συνέχιση της επιβολής της δικτατορίας της αστικής τάξης, κάτι που εγκαινιαζόταν περίφημα με τη σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου της κυβέρνησης Μπρίνιγκ, με την ανάδειξη του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου του στρατού Βίλχελμ Γκρένερ στη θέση αρχικά του υπουργού Αμυνας και αργότερα του υπουργού Εσωτερικών του Ράιχ. Ενα ξεχωριστό κυβερνητικό οφίτσιο είχε δημιουργηθεί για τον μεγάλο ραδιούργο –στρατηγό πλέον– Κουρτ Φον Σλάιχερ, που ήλεγχε στο παρασκήνιο τις στρατιωτικές υποθέσεις και ήταν ο «εξ απορρήτων» του προέδρου Χίντεμπουργκ.
Ο ίδιος ο Μπρίνιγκ ανέλαβε να δώσει τις κατάλληλες εγγυήσεις και διαβεβαιώσεις εκ μέρους των μονοπωλητών της χημικής βιομηχανίας και της ηλεκτροβιομηχανίας στην ηγεσία του SPD. Αλλωστε, στελέχη των συγκεκριμένων μονοπωλίων κατείχαν υπουργικούς θώκους στην κυβέρνηση και διατηρούσαν στενή σχέση με τον Μπρίνιγκ. Οι ηγέτες της σοσιαλδημοκρατίας πίστευαν ότι στη χειρότερη περίπτωση το SPD θα διατηρούσε μια θέση διακοσμητικής «αντιπολίτευσης» σε ένα δικτατορικό σχήμα διακυβέρνησης, όπως τα χρόνια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, όταν οι σοσιαλδημοκράτες ψήφιζαν τις πολεμικές πιστώσεις, στηρίζοντας τη συνέχιση του πολέμου και τη de facto δικτατορία των στραταρχών Λούντερντορφ και Χίντεμπουργκ, προσφέροντας ως αντάλλαγμα την ενσωμάτωση και την υποταγή της εργατικής τάξης στα σχέδια μιας νέας πολεμικής αναμέτρησης στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Στο ένα και μοναδικό ραδιοφωνικό προεκλογικό του διάγγελμα ο Χίντεμπουργκ υπενθύμιζε ακριβώς αυτή την περίοδο, της «εθνικής ομοψυχίας», της «αδελφότητας» των χρόνων του πολέμου. Υποσχόταν ότι η υποψηφιότητά του θα αναβίωνε ξανά αυτές τις στιγμές, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι «εξτρεμιστές» Χίτλερ και Τέλμαν. Στο σοσιαλδημοκρατικό ακροατήριο ο πρωθυπουργός της Πρωσίας Οτο Μπράουν, που ήταν υποψήφιος του SPD για την προεδρία το 1925 (στο δεύτερο γύρο αποσύρθηκε για να στηριχτεί ο υποψήφιος του κέντρου Βίλχελμ Μαρξ έναντι του Χίντεμπουργκ), ανέλαβε να «κατευνάσει» τις αντιδράσεις των σοσιαλδημοκρατών εργατών, χρησιμοποιώντας προφανώς άλλη γλώσσα. Ο Χίντεμπουργκ ήταν η μόνη υποψηφιότητα που θα μπορούσε να εγγυηθεί τη διατήρηση της δημοκρατίας από τον Χίτλερ! Οι σοσιαλδημοκράτες έπρεπε να στηρίξουν τον Χίντεμπουργκ από τον πρώτο γύρο![1]
Το KPD παρουσίασε τη δική του ξεχωριστή υποψηφιότητα στις προεδρικές εκλογές, αυτή του ηγέτη του Ερνστ Τέλμαν. Το βασικό προεκλογικό του σύνθημα συμπύκνωνε τη δραματική εξέλιξη των μελλούμενων: «Οποιος ψηφίζει Χίντεμπουργκ ψηφίζει Χίτλερ, όποιος ψηφίζει Χίτλερ ψηφίζει πόλεμο». Από τον πρώτο εκλογικό γύρο, το Μάρτη του 1932 ,ο Χίντεμπουργκ έπαιρνε το 49.6%, ο Χίτλερ 30.1% και ο Τέλμαν μόλις 13.2%, παραμένοντας στο ποσοστό των εκλογών του 1930. Οι εργάτες του SPD ευθυγραμμίστηκαν πλήρως με τη νέα εκδοχή της λογικής του «μικρότερου κακού». Στο δεύτερο γύρο, τον Απρίλη, το ποσοστό του Τέλμαν έπεφτε στο 10.2%. Μια μη αμελητέα τάση των κομμουνιστών ψηφοφόρων υπέκυπτε στο διάχυτο «φιλελευθερισμό», ψηφίζοντας Χίντεμπουργκ.
Οι προεδρικές εκλογές ήταν όμως και το τέλος των εκλογικών αυταπατών και η έναρξη της ταξικής αντεπίθεσης. Από το Μάη του 1932 άρχιζαν ξανά οι απεργίες και οι μαζικές ταξικές συγκρούσεις.
Η κυβέρνηση Φραντς φον Πάπεν
Η επανεκλογή του Χίντεμπουργκ στην προεδρία ήταν το σημείο εκκίνησης για την εφαρμογή του σχεδίου της φασιστικής δικτατορίας. Ενθαρρυμένοι από την ενίσχυση της εκλογικής τους δύναμης, οι ναζί άρχισαν να επεκτείνουν τις επιθέσεις τους και στους σοσιαλδημοκράτες εργάτες και να γεμίζουν το Βερολίνο με γιάφκες που χρησιμοποιού-νταν ως βάσεις εφόρμησης από τα τάγματα εφόδου. Η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας αποφάσισε –με τρία χρόνια καθυστέρηση και δεκάδες νεκρούς κομμουνιστές από τις επιθέσεις των ναζί– να κάνει επιδρομές στα γραφεία των SA και να κατάσχει τον οπλισμό τους[1]. Τελικά, αποκαλύφθηκε ότι θύλακες του στρατού, αξιωματικοί της Ράιχσβερ, εξόπλιζαν τα SA και συμμετείχαν στις φονικές επιδρομές ενάντια στις εργατικές ενώσεις, προκειμένου να εντείνουν την τρομοκρατία και να ρίξουν την κυβέρνηση της Πρωσίας. Πίσω από το σχέδιο αυτό δεν ήταν βέβαια άλλος από τον ίδιο τον Σλάιχερ, αν και τα δικαστήρια και οι ανακριτές δεν τον «α-κούμπησαν».
Εργάτες της πολιτοφυλακής του SPD, οι Ράιχσμπανερ (στμ: αυτοί που φέρουν τη σημαία του Ράιχ), καθώς και μέλη της σοσιαλδημοκρατικής νεολαίας άρχισαν να αντιδρούν μαζικά στην ανοχή που έδειχνε η ηγεσία του SPD στα τάγματα εφόδου. Η ηγεσία του SPD επιχείρησε να «καναλιζάρει» την οργή και την αγανάκτηση της βάσης διαπραγματευόμενη με την αστική τάξη: Απαιτούσε από την κυβέρνηση Μπρίνινγκ να θέσει τα SA στην παρανομία. Αυτή ήταν και η τελευταία πράξη της κυβέρνησης Μπρίνινγκ. Ο Γκρένερ καθώς και οι εκπρόσωποι του μονοπωλιακού κεφαλαίου αποχώρησαν από την κυβέρνηση. Μια νέα κυβέρνηση μειοψηφίας σχηματιζόταν τον Ιούνη του ‘32 με καγκελάριο τον Φραντς φον Πάπεν, εκπρόσωπο της δεξιάς, φιλομοναρχικής τάσης του Κέντρου, με στενές διασυνδέσεις με τους μεγαλοκτηματίες της Πρωσίας και μέλος του διαβόητου Ηerrenklub, μιας κακόφημης ένωσης αντιδημοκρατικών και φιλομοναρχικών διανοούμενων με διακηρυγμένο στόχο την παρεμπόδιση της εξάπλωσης του μαρξισμού στη Γερμανία.
Η νέα κυβέρνηση εξακολουθούσε να έχει βέβαια τη στήριξη της πλειοψηφίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου, όπως και η κυβέρνηση Μπρίνινγκ. Επειδή το νέο κυβερνητικό συμβούλιο αποτελούνταν κυρίως από αριστοκράτες και φιλομοναρχικά στοιχεία, με τον ίδιο τον Σλάιχερ υπουργό Αμυνας, η ηγεσία του SPD αποκαλούσε την κυβέρνηση φον Πάπεν «κυβέρνηση Ναζί-Βαρόνων». Εσκεμμένα τα στελέχη του SPD επεδίωκαν να παρουσιάσουν την κυβέρνηση ως όργανο φιλομοναρχικών, αριστοκρατικών δυνάμεων και όχι ως όργανο της κυριαρχίας των καπιταλιστών και του μονοπωλιακού κεφαλαίου.
Το κόκκινο ενιαίο μέτωπο
Η κυβέρνηση φον Πάπεν κατεδάφισε την κοινωνική ασφάλιση και κατήργησε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις. Η σοσιαλδημοκρατική ηγεσία, βέβαια, όπως και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, δεν έκανε καμία έκκληση για απεργιακό αγώνα. Το ποτήρι της υπομονής είχε ξεχειλίσει. Οι σοσιαλδημοκράτες εργάτες άρχισαν να συμμετέχουν μαζικά σε κοινούς απεργιακούς αγώνες με τους κομμουνιστές. Από το Μάη μέχρι το Νοέμβρη του 1932 πραγματοποιήθηκαν σε όλη τη Γερμανία 1.100 απεργίες, κόντρα στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, τις δυνάμεις καταστολής και τα δικαστήρια που έβγαζαν συνεχώς καταδικαστικές αποφάσεις. Το 80% των απεργιών αυτών ήταν νικηφόρες[2].
Οι εκπρόσωποι της ηλεκτροβιομηχανίας και της χημικής βιομηχανίας άναψαν το πράσινο φως στο φον Πάπεν να διερευνήσει τη συμμετοχή του Χίτλερ στην κυβέρνηση. Ο Χίτλερ, όμως, όπως και οι υποστηρικτές του βιομήχανοι, ήθελε την καγκελαρία. Προϊόν αυτών των διαπραγματεύσεων ήταν η άρση της παρανομίας των ταγμάτων εφόδου των ναζί, στα τέλη του Ιούνη. Η πράξη αυτή οδήγησε ακαριαία σε άγριες οδομαχίες, με δεκάδες νεκρούς, τις μέρες του Ιούλη. Αυτή τη φορά οι κομμουνιστές είχαν στο πλάι τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες που αψηφούσαν τις απειλές της σοσιαλδημοκρατικής ηγεσίας να μη συνεργάζονται με τους κομμουνιστές. Σε ενιαία παράταξη σοσιαλδημοκράτες και κομμουνιστές, κάτω από κόκκινα λάβαρα, τσάκιζαν τις επιδρομές των SA.[2] Ηταν ολοφάνερο ότι τα τάγματα εφόδου των ναζί δεν μπορούσαν να νικήσουν το ενιαί-ο μέτωπο της εργατικής τάξης, που μόλις σχηματιζόταν. Η τρομοκρατία τους έπρεπε να ενισχυθεί από τις δυνάμεις καταστολής, από το έτοιμο οπλοστάσιο της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της Πρωσίας. Ετσι και έγινε.
Στις 17 Ιούλη, 7.000 μέλη των SA συγκεντρώνονταν από όλη την πρωσική περιφέρεια του Schleswig-Holstein για να παρελάσουν στην «κόκκινη» συνοικία του Αμβούργου, την Αλτόνα. Οι ναζί ήθελαν να κάνουν επίδειξη δύναμης μέσα στη συνοικία-σύμβολο της εξέγερσης του Αμβούργου το 1923. Την προηγουμένη, είχαν πάρει άδεια από το σοσιαλδημοκράτη Οτο Εγκερστεντ, αστυνομικό διευθυντή της Αλτόνα, προκειμένου να πραγματοποιήσουν τα σχέδιά τους. Με συνθήματα όπως «Θα τσακίσουμε τους κόκκινους», οι ναζί κατέφταναν με στρατιωτικό σχηματισμό στην Αλτόνα, στρατοπεδεύοντας κοντά στο δημαρχείο. Οταν το απόγευμα αποφάσισαν να περάσουν από την εργατική συνοικία, τους περίμενε «θερμή» υποδοχή. Η αστυνομία παρενέβη στη σύγκρουση προς όφελος των ναζί, πυροβολώντας αδιάκριτα στα παράθυρα των σπιτιών, δολοφονώντας 16 κατοίκους. Δυο ναζί κείτονταν νεκροί από σφαίρες. Οι σοσιαλδημοκράτες μπάτσοι επέρριψαν την ευθύνη του μακελειού σε 15 κομμουνιστές, οι οποίοι υποτίθεται ότι πυροβολούσαν από τις στέγες τους συντρόφους τους γείτονες! Τέσσερις από τους δεκαπέντε συλληφθέντες κομμουνιστές θα αποκεφαλίζονταν με γκιλοτίνα από τους ναζί την 1η Αυγούστου του 1933.
Η σφαγή αυτή ήταν η αφορμή που έψαχνε η κυβέρνηση φον Πάπεν για να ανατρέψει πραξικοπηματικά τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Πρωσίας, στις 20 Ιούλη του 1932. Ο Τέλμαν απηύθυνε αμέσως έκκληση στην ηγεσία του SPD και στην ηγεσία των ελεύθερων συνδικάτων για την εξαγγελία γενικής απεργίας προκειμένου να αναχαιτιστεί το πραξικόπημα. Η ηγεσία του SPD, αντιθέτως, κάλεσε τους Ράιχσμπανερ να μην αντισταθούν στο πραξικόπημα και αρνήθηκε κάθε κουβέντα για απεργία. Οι σοσιαλδημοκράτες εργάτες άρχισαν να εγκαταλείπουν το SPD και να εντάσσονται στις γραμμές του KPD. Στις εκλογές της 31ης Ιούλη, το KPD κατέγραφε νέα άνοδο (14.3%) και το SPD απώλεια πάνω από 700.000 ψήφων που τις κέρδιζε το KPD. Αντιθέτως, οι ναζί έπιαναν «ταβάνι». Το ανώτερο ποσοστό που άγγιξαν ποτέ σε ελεύθερες εκλογές οι ναζί ήταν 37%, στις εκλογές του Ιούλη του ‘32.
Το «θερμό» φθινόπωρο του ‘32
Η κορύφωση των απεργιακών αγώνων ήταν η απεργία των εργαζόμενων στα μέσα μαζικής μεταφοράς του Βερολίνου, το Νοέμβρη του ‘32[3]. Στην Επαναστατική Συνδικαλιστική Αντιπολίτευση (RGO) οργανώνονταν μόνο 1.200 από τους 22.000 εργάτες των μεταφορών του Βερολίνου. Μετά από τελεσίγραφο της εργοδοσίας για εκ νέου μείωση μισθών, οι κομμουνιστές της RGO κατάφεραν να πείσουν την πλειοψηφία των εργατών να απεργήσει. Ο αγώνας αυτός κράτησε πέντε μέρες και είχε την ενεργή στήριξη και αλληλεγγύη εκατοντάδων χιλιάδων βερολινέζων εργατών, παραλύοντας την πρωτεύουσα. Η απεργία δέχτηκε εξαρχής άγρια καταστολή από τους μπάτσους της Πρωσίας, που πλέον υπερασπίζονταν την πραξικοπηματική εξουσία της κυβέρνησης φον Πάπεν, δολοφονώντας τρεις εργάτες και τραυματίζοντας δεκάδες. Ανάμεσα στους 22.000 εργάτες υπήρχαν και 1.000 που ανήκαν στα ναζιστικά συνδικάτα και συμμετείχαν στην απεργία. Η ηγεσία των σοσιαλδημοκρατών δεν στήριξε την απεργία. Αντιθέτως, με αφορμή τη συμμετοχή των ναζιστών εργατών στην απεργία, κατηγορούσε τους κομμουνιστές ως συνοδοιπόρους των ναζί!!
Στην εκλογική αναμέτρηση του Νοέμβρη του 1932, πέντε μέρες μετά την έναρξη της απεργίας των μεταφορικών, το ποσοστό των ναζί έπεφτε στο 33%. Οι ναζί έχαναν 2.000.000 ψήφους, χωρίς καν να έχουν συμμετάσχει σε κυβερνητικό σχήμα. Αντιθέτως, το KPD έπαιρνε άλλες 600.000 ψήφους από το SPD, φτάνοντας στο 16.9% και τα 6.000.000 ψήφους συνολικά. Το SPD, αντιθέτως, έπεφτε στα 7.200.000 ψήφους με ποσοστό 20.4%. Τα αποτελέσματα αυτά έφεραν τον πανικό στα επιτελεία του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Πλέον, ήταν ξεκάθαρο πως το SPD κατέρρεε και οι σοσιαλδημοκράτες εργάτες κατευθύνονταν στις γραμμές των κομμουνιστών, στις γραμμές της επανάστασης. Αντιθέτως, ο Χίτλερ είχε αρχίσει να «ξεφουσκώνει». Τα ίδια αποτελέσματα παρουσιάζονταν και στις εκλογές της Θουριγγίας λίγο αργότερα. Οι ναζί έπεφταν κατά 40%!
Το Δεκέμβρη, ο Σλάιχερ έπεισε τον Χίντεμπουργκ να αναλάβει αυτός χρέη καγκελάριου και να προσπαθήσει να διαμορφώσει μια κοινωνική συμμαχία στήριξης της κυβέρνησής του από τους ηγέτες των SA, τον Στράσσερ και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία του SPD, τον Λάιπαρτ. Ο μόνος που στήριζε πλέον τον Σλάιχερ ήταν το αφεντικό της πολεμικής βιομηχανίας, ο Κρουπ. Στις 22 Γενάρη, τα SA έκαναν προκλητική διαδήλωση μπροστά στα κεντρικά γραφεία του KPD, με τη συνοδεία 15.000 μπάτσων και στρατιωτικών οχημάτων. Στις 29 του ίδιου μήνα, μια λαοθάλασσα 150.000 κομμουνιστών και σοσιαλδημοκρατών εργατών, με επικεφαλής τον ίδιο τον Τέλμαν, τον Ούλμπριχτ, τον Φλόριν και τους άλλους ηγέτες του κόμματος, βάδισε στους δρόμους τους Βερολίνου, διακηρύσσοντας την ετοιμότητά της να τσακίσει τους ναζί.
Τα αφεντικά της ηλεκτρικής και χημικής βιομηχανίας έβλεπαν ως μοναδική διέξοδο σωτηρίας, τον Χίτλερ. Μαζί με τους Τίσεν και Κίρντορφ επέβαλαν στον Χίντεμπουργκ τον διορισμό του Χίτλερ στη καγκελαρία, στις 30 Γενάρη του 1933. Το ΚPD απηύθυνε ξανά έκκληση στην ηγεσία του SPD για πραγματοποίηση γενικής απεργίας, προκειμένου να εμποδιστεί η είσοδος των ναζί στην κυβέρνηση. Αυτή τη φορά οι σοσιαλδημοκράτες, ενώ είχαν καταγγείλει την κυβέρνηση φον Πάπεν ως κυβέρνηση «Ναζί-Βαρόνων», ψήφιζαν το εξωτερικό πρόγραμμα του Χίτλερ στις προγραμματικές του δηλώσεις στο Ράιχσταγκ!
Στις 7 Φλεβάρη, ο Τέλμαν, με απόλυτη ψυχραιμία και ακρίβεια, χωρίς βερμπαλισμούς, αλλά και χωρίς ίχνος απαισιοδοξίας, περιγράφει στην παράνομη συνάντηση της Κεντρικής Επιτροπής του KPD την κατάσταση και θέτει τα καθήκοντα της στιγμής για το κόμμα. Η επαναστατική κρίση ωριμάζει ταχύτατα, αλλά δεν έχει φτάσει ακόμη στο σημείο της επαναστατικής εφόδου των μαζών. Τα χρονικά περιθώρια, όμως, είναι πολύ στενά. Οι απεργίες που ξεκίνησαν από το Μάη του 1932 δεν είναι αρκετές. Το απεργιακό κύμα δεν έχει εξαντλήσει τη δυναμική του. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία μπορεί ακόμη και συγκρατεί μη αμελητέο τμήμα της εργατικής τάξης. Τα στοιχεία του εμφυλίου έχουν ήδη εμφανιστεί. Συναντώνται πρώτα απ’ όλα στις καθημερινές οδομαχίες με τους φασίστες σε όλη τη Γερμανία. Οι κομμουνιστές πρέπει πάση θυσία να πυροδοτούν μικρά ή μεγάλα γεγονότα μαζικών συγκρούσεων (απεργίες, πορείες, οδομαχίες), διατηρώντας τη φωτιά των ταξικών συγκρούσεων διαρκώς αναμμένη, παρασύροντας όσο το δυνατόν γρηγορότερα και άλλα τμήματα εργατικών μαζών στον αγώνα, μέχρι την υλοποίηση του κύριου στόχου που δεν πρέπει να είναι άλλος από την ανατροπή της κυβέρνησης Χίτλερ. Ο στόχος αυτός δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκη με την επιβολή της δικτατορίας του προλεταριάτου. Η πτώση του Χίτλερ μπορεί να οδηγήσει σε κυβέρνηση γύρω από το Κέντρο.[4]
Τελικά, οι ναζί θα καταφέρουν να κάνουν την κίνηση «ματ». Ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ από τους ναζί, στις 27 Φλεβάρη του 1933, και η απόδοση της ευθύνης στους κομμουνιστές, έδωσε τη δυνατότητα στους σοσιαλδημοκράτες ηγέτες να προβοκάρουν άγρια το ενιαίο μέτωπο με τους κομμουνιστές. «Με ποιον θα συνεργαστείτε, με αυτούς που πυρπολούν το Ράιχσταγκ;», ρωτούσαν τη βάση τους. Το γεγονός αυτό προκάλεσε τεράστιο «μούδιασμα» στους σοσιαλδημοκράτες εργάτες, αλλά και στους κομμουνιστές που βρίσκονταν πλέον υπό απηνή διωγμό.
Ο ίδιος ο Γκέρινγκ, στη δίκη της Νυρεμβέργης, δεν παραδέχτηκε τη συμμετοχή των ναζί στον εμπρησμό.[5] Δεν μπορούσε, όμως, να μην παραδεχτεί ότι πολύ πριν τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ οι ναζί είχαν έτοιμες λίστες με χιλιάδες κομμουνιστές που θα διώκονταν άμεσα. Επιπλέον, προέβαλε το γελοίο ισχυρισμό, ότι ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ έδωσε τη δυνατότητα σε πολλούς απ’ όσους βρίσκονταν στις λίστες… να διαφύγουν! Οι ναζί, βέβαια, δεν παραδέχτηκαν τότε ότι είχαν έτοιμες λίστες διώξεων κομμουνιστών το 1933. Υποτίθεται ότι όλα έγιναν μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ.
Η σύλληψη του Τέλμαν, στις 3 Μάρτη, ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Οι ναζί είχαν καταφέρει να εντοπίσουν το κρησφύγετο του ηγέτη της εργατικής τάξης. Η απώλεια ήταν τεράστια.
Παραπομπές
[1] Ερνστ Τέλμαν, Απαντα, τ. 4.
[2] Κανένα «κατοχυρωμένο» παρελθόν, Prof. Dr. Heinz Karl, Ιστορικός/Βερολίνο.
[3] 70 χρόνια από την απεργία στα μέσα μαζικής μεταφοράς στο Βερολίνο, Prof. Dr. Horst Bednareck.
[4] Ομιλία του Τέλμαν στην παράνομη συνάντηση της ΚΕ του KPD, Απαντα, τ. 4.
[5] Πρακτικό της δίκης Νυρεμβέργης: https://avalon.law.yale.edu/imt/03-18-46.asp.