Η σύγκρουση των κολοσσών του μονοπωλιακού κεφαλαίου
Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, ότι όλοι οι μεγιστάνες του μονοπωλιακού κεφαλαίου της Γερμανίας στήριξαν την επιβολή της δικτατορίας του Χίτλερ το 1933. Ομως, την περίοδο από το 1929 έως το 1932 μόνο μια μερίδα του μονοπωλιακού κεφαλαίου στάθηκε σταθερά υπέρ της λύσης της φασιστικής δικτατορίας του Χίτλερ.
Το 1929, η κυβέρνηση συνεργασίας κέντρου, σοσιαλδημοκρατών και δεξιάς, υπό τον σοσιαλδημοκράτη καγκελάριο Χέρμαν Μίλερ, ανέλαβε να ανανεώσει τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, υιοθετώντας το σχέδιο Γιανγκ. Το σχέδιο Γιανγκ προέβλεπε την επέκταση της καταβολής επανορθώσεων από τη Γερμανία έως το 1988! Οι σοσιαλδημοκράτες εμφάνιζαν την ανανέωση του νέου εφιαλτικού ζυγού ως σωτηρία για τους εργάτες!
Η εφαρμογή του σχεδίου Γιανγκ από την κυβέρνηση Μίλερ σήμαινε αμέσως αντεργατικά μέτρα: κατάργηση του οχταώρου, πετσόκομμα μισθών, επιβολή υψηλών έμμεσων φόρων σε όλα τα είδη λαϊκής κατανάλωσης, ανεργία, και βεβαίως γενναία επιδότηση των τραπεζών και των καπιταλιστών με κρατικές εγγυήσεις, ζεστό χρήμα από τον κρατικό κορβανά και τεράστιες φοροαπαλλαγές, μεταφέροντας τα βάρη της φορολογίας αποκλειστικά στα μόνιμα υποζύγια του καπιταλισμού: την εργατική τάξη και την εργαζόμενη αγροτιά[1].
Η πλειοψηφία των εκπροσώπων του χρηματιστικού κεφαλαίου, με πρωτεργάτες τους εκπροσώπους της ηλεκτροβιομηχανίας και του τεράστιου τραστ της χημικής βιομηχανίας IG Far-ben (τα μετέπειτα μονοπώλια Bayer, Hoechst και BASF), καθώς και τμήμα της βαριάς βιομηχανίας, της πολεμικής βιομηχανίας του Κρουπ, στήριξαν το σχέδιο Γιανγκ. Προσέβλεπαν σε μια διευ-θέτηση του χρέους και των αντιτιθέμενων συμφερόντων τους με το χρηματιστικό κεφάλαιο της Αγγλίας και της Γαλλίας. Διερευνούσαν τη λύση στρατιωτικοποίησης της οικονομίας και συγκρότησης ενός κοινού πολεμικού μετώπου Γαλλίας, Γερμανίας, Πολωνίας ενάντια στην ΕΣΣΔ[2].
Η ομάδα αυτή θεωρούσε ότι το SPD είναι το βασικό τους κοινωνικό και πολιτικό στήριγμα στην πολιτική αφοπλισμού και υποταγής της εργατικής τάξης στην επιβολή ενός νέου γερμανικού εργασιακού μεσαίωνα, που θα έριχνε την τιμή της εργατικής δύναμης στα τάρταρα, προσφέροντας μεγαλύτερα κέρδη στα μονοπώλια. Συν τοις άλλοις, το SPD είχε πρόσφατα δώσει τα διαπιστευτήριά του στο ζήτημα της στρατιωτικοποίησης, κάνοντας μια μεγαλοπρεπέστατη κωλοτούμπα από το προεκλογικό του πρόγραμμα. Πριν τις εκλογές του 1928, ο Οτο Βελς υποσχόταν ότι το SPD θα διοχέτευε τα κονδύλια που προορίζονταν για εξοπλισμούς σε σχολεία και νοσοκομεία. Μετά τις εκλογές, η κυβέρνηση Μίλερ έφτιαχνε τα πρώτα πολεμικά πλοία (Panzerkreuzer), ξυπνώντας δυσάρεστες μνήμες στην εργατική τάξη.
Από την άλλη μεριά, όμως, το SPD δεν μπορούσε να σηκώσει άμεσα το βάρος της διακυβέρνησης χωρίς πολιτική παροχών. Θα έχανε άμεσα τη στήριξή του από την πλειοψηφία της εργατικής τάξης, που θα κατέληγε στους κομμουνιστές και εν τέλει στην προλεταριακή επανάσταση. Το SPD θα περνούσε σύντομα στην «αντιπολίτευση». Θα διατηρούσε, όμως, τα υψηλόβαθμα υπαλληλικά του στελέχη στην κρατική διοίκηση του Ράιχ, καθώς και την κυβέρνηση της Πρωσίας.
To κόμμα της «συνταγματικής τάξης» των μεσοαστών, δικηγόρων, εμπόρων και καθολικών εργατών, το καθολικό κέντρο, θα αξιοποιούνταν για την κατεδάφιση των κατακτήσεων που είχαν απομείνει στην εργατική τάξη. Από τις τάξεις του κέντρου διόρισε ο πρόεδρος Χίντεμπουργκ, το Μάρτη του 1930, τον καγκελάριο Χάινριχ Μπρίνινγκ. Ο Μπρίνινγκ σχημάτισε κυβέρνηση μειοψηφίας. Κυβερνούσε σύμφωνα με το άρθρο 48 του Συντάγματος της Βαϊμάρης, που έδινε τη δυνατότητα στον πρόεδρο του Ράιχ να εκδίδει έκτακτα διατάγματα (Notverordnungen) με νομοθετική ισχύ, παραμερίζοντας το Ράιχσταγκ.
Στην αντίπαλη ομάδα συμφερόντων του μονοπωλιακού κεφαλαίου, ο παλιός ευεργέτης του Χίτλερ, από την εποχή του «πραξικοπήματος της μπιραρίας», το μεγάλο αφεντικό της βαριάς βιομηχανίας χάλυβα, ο Φριτς Τίσεν, και από κοντά το αφεντικό της βαριάς βιομηχανίας άνθρακα στην περιοχή του Ρουρ, ο Εμίλ Κίρντορφ, απέρριψαν εξαρχής το σχέδιο Γιανγκ. Η ομάδα αυτή προσέβλεπε σε μια εθνική στρατηγική στρατιωτικοποίησης της οικονομίας, μονομερούς κατάργησης του χρέους των επανορθώσεων, υποτίμησης του νομίσματος για ενίσχυση των εξαγωγών έναντι των άλλων ιμπεριαλιστών. Θεωρούσε ότι ο στόχος αυτός μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με την επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας στη Γερμανία, που θα έβαζε την εργατική τάξη στο γύψο. Η ομάδα αυτή χρηματοδότησε την καμπάνια συλλογής υπογραφών για τη διενέργεια δημοψηφίσματος ενάντια στο σχέδιο Γιανγκ, το καλοκαίρι του 1929, που πραγματοποιήθηκε από την συμμαχία του βαρόνου των ΜΜΕ Αλφρεντ Χούγκενμπεργκ, ηγέτη του DNVP, του Χίτλερ και του ηγέτη των «Ατσαλένιων Κρανών».
Σε αυτό το κοινό εθνικιστικό μέτωπο ο Χίτλερ απέκτησε το κύρος του «σοβαρού» ηγέτη της «εθνικής αντιπολίτευσης» και ένα βήμα που δεν διέθετε ποτέ πριν. Από τις αναρίθμητες φυλλάδες του Χούγκενμπεργκ η φωνή του Χίτλερ και η προπαγάνδα των ναζί έφτανε σε κάθε γωνιά της Γερμανίας, εκτινάσσοντας την επιρροή των ναζί στη γερμανική κοινωνία.
Ο ρόλος των συνδικάτων
Η αστικοποίηση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας είχε ήδη συντελεστεί. Οι μεγαλογραφειοκράτες σοσιαλδημοκράτες συνδικαλιστές, όπως ο Θέοντορ Λάιπαρτ και ο Φριτς Τάρνοβ (οι Παναγόπουλοι της εποχής) δημιουργούσαν με τις εισφορές των εργατών τη λεγόμενη «Εργατική Τράπεζα» (Arbeiterbank), τζογάροντας το υστέρημα των εργατών σε επενδύσεις του χρηματιστικού κεφαλαίου. Μερικά χρόνια πριν, τα λεφτά αυτά πήγαιναν στο μεγαλύτερό τους τμήμα προς ενίσχυση των απεργιακών ταμείων. Την εποχή που εξετάζουμε, αντιθέτως, το μεγαλύτερο ποσοστό των εισφορών κατευθύνονταν απευθείας στις κοινές επενδύσεις με το χρηματιστικό κεφάλαιο[3].
Στη 10η Ολομέλεια της Εκτελεστικής Γραμματείας της Κομμουνιστικής Διεθνούς, ο Τέλμαν τόνιζε στους κομμουνιστές της Ευρώπης, ότι όφειλαν να διαχωρίζουν την κατάκτηση της εργατικής τάξης στα συνδικάτα -εφόσον ήταν μαζικές οργανώσεις με εσωτερική ζωή συγκεντρώσεων και συνελεύσεων και όχι ψήφοι και νούμερα στα χαρτιά- από την κατάκτηση του αστικού μηχανισμού των συνδικάτων[3]. Τα συνδικάτα της Γερμανίας, ειδικά στην πρωτοβάθμια μορφή τους, τα εργοστασιακά σωματεία, ήταν καρπός των σκληρών επαναστατικών αναμετρήσεων της πρώτης περιόδου. Η πειθαρχία που απέρρεε από τα καταστατικά των εργατικών σωματείων ωφελούσε εν πολλοίς τον αγώνα της εργατικής τάξης, την ατσαλένια ενότητα των εργατών στους ταξικούς αγώνες στην πρώτη και δεύτερη περίοδο της γενικής κρίσης του καπιταλισμού.
Στα τέλη της δεύτερης και στις αρχές της τρίτης περιόδου, όμως, τα πράγματα είχαν πια αλλάξει. Τα προηγούμενα χρόνια οι γραφειοκράτες συνδικαλιστές συμμετείχαν σε απεργίες, προκειμένου να συγκρατήσουν τους εργάτες σε ρεφορμιστικά πλαίσια και στην πολιτική επιρροή του SPD. Στην περίοδο που εξετάζουμε, οι γραφειοκράτες αναγκάζονταν να μπουν στις απεργίες προκειμένου να τις σαμποτάρουν και να τις αποτελειώσουν. Οι σφραγίδες, η νομότυπη σύσταση των ΔΣ, ο τρόπος οργάνωσης της συνέλευσης, η εγκυρότητα οποιασδήποτε διαδικασίας χρησιμοποιούνταν ανοιχτά ως όπλο από τους γραφειοκράτες, προκειμένου να παρακωλύουν κάθε αγωνιστικό σκίρτημα του προλεταριάτου. Ο Τέλμαν τόνιζε χαρακτηριστικά, ότι σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε οι κομμουνιστές να μένουν στα πλαίσια της καταστατικής πειθαρχίας, αλλά να την ξεπερνούν επιδέξια, όπως θα έπρεπε να ξεπερνούν και την αστική νομιμότητα, περιφρουρώντας δυναμικά –και με όρους επαναστατικούς και παράνομα μέσα– την απεργία απέναντι στους απεργοσπάστες, τους μπάτσους και τα δικαστήρια, πυροδοτώντας και ενισχύοντας παράλληλα την ταξική αλληλεγγύη προς ενίσχυση της απεργίας.
Η επαναστατική προοπτική
Το KPD πολέμησε λυσσαλέα την κυβέρνηση στο ζήτημα του σχεδίου Γιανγκ, προειδοποιώντας τους γερμανούς εργάτες ότι η νέα διεθνής κρίση που έχει ξεσπάσει δεν αφήνει περιθώρια ελιγμών, πολιτικής επιδομάτων και πρόνοιας από το χρηματιστικό κεφάλαιο, όπως συνέβη τα πρώτα χρόνια της εφαρμογής του σχεδίου της επιτροπής Ντόουζ. Οι επιπτώσεις της κρίσης μαζί με το σχέδιο Γιανγκ θα είναι άμεσα επώδυνες για το προλεταριάτο. Η ανεργία και η πείνα θα σαρώσουν την πόλη και την ύπαιθρο, προειδοποιούσε το KPD.
Πολύ πριν τις εκλογές του Σεπτέμβρη του 1930, όταν οι ναζί αναδείχτηκαν δεύτερο κόμμα μετά τους σοσιαλδημοκράτες με ποσοστό 18,3%, το KPD έβλεπε τη δυναμική άνοδο των ναζί. Ο Τέλμαν είχε περιγράψει αναλυτικά τον κίνδυνο άλματος των ναζί που το 1928 είχαν λάβει 2,6% στις ομοσπονδιακές εκλογές, εντοπίζοντας και τη μερίδα του μονοπωλιακού κεφαλαίου που τους στήριζε, καθώς και τα στρώματα που έλκονταν από την κοινωνική δημαγωγία του Χίτλερ. Συγκεκριμένα, τους βασικούς συμμάχους του προλεταριάτου στην ύπαιθρο: φτωχούς, μεσαίους αγρότες, σημαντικό τμήμα του προλεταριάτου στην ύπαιθρο (εργάτες γης), καθώς και τα μικροαστικά στρώματα στην πόλη.
Οι γερμανοί κομμουνιστές δεν καλλιεργούσαν αυταπάτες, ούτε μασούσαν τα λόγια τους. Εδειχναν την επαναστατική προοπτική, αλλά τόνιζαν ότι η Γερμανία δεν είχε ακόμη επαναστατική κατάσταση. Δεν έριχναν μεταβατικά συνθήματα (εργατικός έλεγχος, εθνικοποιήσεις βιομηχανιών, τραπεζών, εργατική κυβέρνηση), αποπροσανατολίζοντας και απομακρύνοντας τους εργάτες από το τεράστιο έργο της συγκέντρωσης των αναγκαίων δυνάμεων για την προλεταριακή επανάσταση και την επιβολή της δικτατορίας του προλεταριάτου. Οι γερμανοί κομμουνιστές δεν αποπειράθηκαν να εγκλωβίσουν την εργατική τάξη σε ρεφορμιστικές λύσεις διαχείρισης του καπιταλισμού. To ΚPD δεν ήθελε να γίνει SPD στη θέση του SPD. Οι γερμανοί κομμουνιστές διακήρυτταν ανοιχτά ότι οποιαδήποτε λύση και να ακολουθηθεί στο πλαίσιο του καπιταλισμού θα είναι ολέθρια για την εργατική τάξη. Αναλυτικά εξηγούσαν πως είτε μια υποτίμηση του νομίσματος, που θα αμφισβητούσε τις σχέσεις ισοτιμίας συναλλάγματος που επέβαλε το σχέδιο Γιανγκ, είτε η συνέχιση του σχεδίου Γιανγκ, θα ήταν ολέθριες για το προλεταριάτο της Γερμανίας. Στο έδαφος του καπιταλισμού δεν υπήρχε σωτηρία για την εργατική τάξη[1].
Το κύριο χτύπημα στο σοσιαλφασισμό
Στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 1930, το ΚPD κέρδιζε πάνω από ένα εκατομμύριο ψήφους, φτάνοντας στη τρίτη θέση, μετά τους ναζί. Οι κομμουνιστές δεν αναπαύτηκαν στις «δάφνες» της εκλογικής τους επιτυχίας. Λίγες μέρες μετά τις εκλογές, ο Τέλμαν εφιστούσε την προσοχή σε δυο τάσεις που θα μπορούσαν εύκολα να αναπτυχθούν στο κόμμα, αν δεν υπήρχε ταξική επαγρύπνηση: από τη μια ο πανικός μπροστά στην άνοδο του Χίτλερ και η αναζήτηση διεξόδου στο «φιλελευθερισμό», στη συνεργασία με την άρχουσα τάξη, και από την άλλη η άποψη ότι και να πάρει ο Χίτλερ την εξουσία θα ακολουθήσουμε μετά εμείς. Και οι δυο αυτές τάσεις εμφανίζονταν έντονα στους σοσιαλδημοκράτες. Και οι δυο πρέπει να καταπολεμηθούν, τόνιζε ο Τέλμαν, συμπληρώνοντας ότι η κυβέρνηση των ναζί θα είναι η πιο αντιδραστική μορφή της δικτατορίας του χρηματιστικού κεφαλαίου[4].
Πράγματι, μετά τον εκλογικό θρίαμβο του Χίτλερ, οι σοσιαλδημοκράτες άρχισαν να αναπτύσσουν τη θεωρία του «μικρότερου κακού». Εχοντας φροντίσει να κάμψουν την αντίσταση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης στην πρώτη σημαντική αναμέτρησή της με τη γερμανική μπουρζουαζία, τώρα επεδίωκαν να την παραλύσουν πλήρως, αξιοποιώντας το φόβητρο του ναζισμού, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη συνέχιση της υποταγής της εργατικής τάξης στην πολιτική του μονοπωλιακού κεφαλαίου, στην πολιτική της κυβέρνησης Μπρίνινγκ, την πολιτική που έστρωνε με μαθηματική ακρίβεια το δρόμο στο «χειρότερο κακό», τον ίδιο το Χίτλερ.
Για το KPD, ο κύριος εχθρός ήταν το μονοπωλιακό κεφάλαιο, που αξιοποιούσε είτε την τρομοκρατία των SA (τάγματα εφόδου) είτε τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και το SPD, προκειμένου να στρώσει το δρόμο σε μια φασιστική δικτατορία. Το κύριο χτύπημα, όμως, οι γερμανοί κομμουνιστές έπρεπε να το εστιάζουν στο SPD, προκειμένου να απεγκλωβίσουν την πλειοψηφία της εργατικής τάξης από τη λογική της ταξικής υποταγής. Αυτό δε σήμαινε ότι θα άφηναν στο απυρόβλητο τον Χίτλερ ή ότι θα αποδυνάμωναν τη μάχη ενάντια στους χιτλερικούς, ίσα – ίσα.
Η εργατική τάξη τσάκισε το πραξικόπημα του Καπ με μια τεράστια πολιτική απεργία το 1920. Οι απεργίες που ξέσπασαν το 1923, μετά την εισβολή των γαλλικών στρατευμάτων στην περιοχή του Ρουρ, έφεραν την πτώση της κυβέρνησης Κού-νο. Μόνο η αναβίωση των σκληρών ταξικών συγκρούσεων και αναμετρήσεων της εποχής εκείνης θα μπορούσε να μπλοκάρει την άνοδο του φασισμού στην εξουσία. Οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες, όμως, αρνούνταν πλέον κάθε συμμετοχή σε απεργία. Αν στην αρχή της κρίσης οι «αριστεροί» σοσιαλδημοκράτες συμμετείχαν στις απεργίες για να τις υπονομεύσουν, πλέον καλλιεργούσαν και διέδιδαν την ηττοπαθή θεωρία ότι μες στην κρίση δεν μπορούν να γίνουν απεργίες, δεν μπορούν να φέρουν οφέλη για την εργατική τάξη.
Το ενιαίο μέτωπο με τους σοσιαλδημοκράτες εργάτες έπρεπε πάση θυσία να συγκροτηθεί και να ενισχυθεί. Μόνο που αυτό δε θα ήταν ένα εκλογικό μέτωπο, κεντρικής συμπόρευσης και συνεργασίας από τα πάνω, αλλά ένα μέτωπο ταξικό, ένα κόκκινο μέτωπο που θα σφυρηλατούνταν από τα κάτω, στην πορεία του αγώνα, προβάλλοντας ταξικά αιτήματα, όπως αύξηση μισθών, οχτάωρο, κοινωνική ασφάλιση, ψωμί, ελευθερία, τερματισμό της καταστολής των υπαίθριων συγκεντρώσεων, των επιδρομών στα γραφεία των εργατικών ενώσεων κτλ.
Ο Τέλμαν έγκαιρα προειδοποίησε τους γερμανούς κομμουνιστές και την εργατική τάξη, ότι δεν μπορεί πλέον να προκύψει νέο USPD μέσα από το SPD. Το KPD ήταν πλέον ένα ισχυρό, μαζικό επαναστατικό κόμμα. Θα απορροφούσε στις γραμμές του και στο ενιαίο μέτωπο κάθε γνήσια αριστερή φωνή δυσαρέσκειας στην πολιτική του SPD. Αντιθέτως, κάθε μερίδα των σοσιαλδημοκρατικών στελεχών που παρίσταναν τους «αριστερούς», μέσα ή πέριξ του SPD, θα αξιοποιούνταν από το σύστημα ως αμορτισέρ για την απόσβεση κραδασμών και τον εγκλωβισμό των εργατών στην ολέθρια λογική της ταξικής συνεργασίας και υποταγής.
Πράγματι, ορισμένα κοινοβουλευτικά στελέχη, «δυσαρεστημένα» από τη στήριξη του SPD στην κυβέρνηση Μπρίνινγκ, αποχώρησαν από το SPD, συνενώθηκαν με την ομάδα των διαγραμμένων δεξιών Μπάντλερ και Ταλχάιμερ και συγκρότησαν από κοινού το SAPD, τηρουμένων των αναλογιών ένα ΔΗΚΚΙ της εποχής. Το κόμμα αυτό δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει το κύμα προσχώρησης των σοσιαλδημοκρατών εργατών προς τους κομμουνιστές. Στις εκλογές του Ιούλη του 1932 θα έπαιρνε μόλις 0.2%.
Παραπομπές
[1] Λόγος του Ερνστ Τέλμαν στο Αμβούργο, 8.8.1930.
[2] Ο Χίτλερ και οι καπιταλιστές υποστηρικτές του, άρθρο της Roter Morgen, 30.1.1983.
[3] Λόγος του Ερνστ Τέλμαν στη 10η Ολομέλεια της Εκτελεστικής Γραμματείας της Κομμουνιστικής Διεθνούς, 15.7.1929.
[4] Το KPD μετά τις εκλογές του Ράιχ, Απαντα Τέλμαν, τ. 3.