Η σχετική σταθεροποίηση του καπιταλισμού (1924-1928)
Μετά την κρίση του Ρουρ, που προκάλεσε η εισβολή του γαλλικού στρατού στο γερμανικό έδαφος και η αδυναμία του γερμανικού κράτους να καταβάλλει τις αποζημιώσεις στο ρυθμό που απαιτούσε η συνθήκη των Βερσαλλιών, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός πάτησε πόδι στο ζήτημα των γερμανικών επανορθώσεων. Μετά το γερμανικό, ο γαλλικός ιμπεριαλισμός ήταν ο επόμενος μεγάλος «χαμένος» του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Επωμιζόμενος το μεγαλύτερο βάρος της αναμέτρησης με τα γερμανικά στρατεύματα στον πόλεμο στο έδαφος της γηραιάς ηπείρου, βρέθηκε με ένα διογκωμένο εθνικό χρέος έναντι τόσο της Αγγλίας όσο και της Αμερικής.
Το 1923 η Γαλλία παρίστανε προσωρινά την «αγριόγατα» του ξένου ζυγού στη Γερμανία. Σε λιγότερο από χρόνο θα αποσυρόταν ήσυχα στη γωνιά της σα ναζιάρα γατούλα, υπό τις αυστηρές νουθεσίες του θείου Σαμ. Υπό την άμεση εποπτεία του χρηματιστικού κολοσσού της JP Morgan εκπονήθηκε ένα σχέδιο καταβολής πιστώσεων και δανείων στη Γερμανία, καθώς και αναβολής της πληρωμής των δόσεων των γερμανικών επανορθώσεων. Το σχέδιο αυτό ήταν το σχέδιο της αμερικανικής επιτροπής Ντόουζ. Η εργατική τάξη της Γερμανίας έπρεπε να υπομένει τώρα το διπλό ζυγό του ξένου και του γερμανικού χρηματιστικού κεφαλαίου.[1]
Η ενίσχυση της ανάκαμψης της γερμανικής βιομηχανίας, της ατμομηχανής της ευρωπαϊκής οικονομίας κατά την έναρξη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, ήταν αναγκαία τόσο για να εξασφαλιστεί η μελλοντική καταβολή των επανορθώσεων, αφού με διαλυμένη οικονομία δεν καταβάλλονταν αποζημιώσεις, όσο και ως μεγάλη ευκαιρία για το αμερικανικό χρηματιστικό κεφάλαιο να εισβάλει στην Ευρώπη και να αλλάξει προς όφελός του τις ισορροπίες στον έλεγχο των αγορών. Τις πιστώσεις ακολούθησαν μια σειρά από κολοσσιαίες επενδύσεις του αμερικανικού χρηματιστικού κεφαλαίου στη βαριά βιομηχανία της Γερμανίας και δη στην πολεμική βιομηχανία.[2]
Στο τέλος του σχεδίου Ντόουζ το 1929 η ατμόσφαιρα στη Ευρώπη μύριζε μπαρούτι. Η προοπτική ενός νέου πολέμου διαφαινόταν πλέον ξεκάθαρα, καθώς μεταβαλλόταν και η ρητορική και η πολεμική των κομμάτων εντός της Γερμανίας, ενισχύοντας τον εθνικισμό και εγκαταλείποντας τον κοσμοπολιτισμό του «αφοπλισμού» και της «ειρήνευσης» των πρώτων χρόνων του σχεδίου Ντόουζ.
Η άμεση εισροή κεφαλαίου και η σταθεροποίηση του νομίσματος οδήγησε τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του σχεδίου Ντόουζ σε σχετική βελτίωση της οικονομικής κατάστασης της εργατικής τάξης συγκριτικά με αυτή που βίωνε στη διάρκεια του πολέμου και την πρώτη περίοδο (1918-23) της γενικής κρίσης του καπιταλισμού, των μεγάλων επαναστατικών αναμετρήσεων και της νικηφόρας Οκτωβριανής Επανάστασης.[3]
Το επαναστατικό κύμα είχε αρχίσει να υποχωρεί σε όλη την Ευρώπη. Το SPD, με πρωτεργάτη τον Εμπερτ και με τη στήριξη τόσο της Δεύτερης Διεθνούς όσο και της Διεθνούς του Αμστερνταμ (της Διεθνούς των συνδικάτων των σοσιαλδημοκρατών) πρωτοστάτησε στην εφαρμογή του σχεδίου Ντόουζ.[1] Στις ομοσπονδιακές εκλογές του Ράιχσταγκ το 1924, το SPD, με επικεφαλής τον Οτο Βελς, τον νέο φέρελπι ηγέτη της σοσιαλδημοκρατίας, που αναδείχθηκε κατά τη σοσιαλδημοκρατική «αντίσταση» στο πραξικόπημα του Καπ, βγήκε ξανά πρώτο κόμμα. Το 1925, στη δίνη του σκανδάλου Μπάρμαρτ, το SPD θα χάσει την προεδρία από τον μοναρχοφασίστα Χίντεμπουργκ, αλλά μέχρι το 1928 θα διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία σε μια σειρά κυβερνήσεις. Στις εκλογές του 1928 το SPD έβγαινε πάλι πρώτο κόμμα στο Ράιχσταγκ, αρκετά ενισχυμένο συγκριτικά με το 1924, σχηματίζοντας κυβέρνηση συνεργασίας με καγκελάριο τον σοσιαλδημοκράτη Χέρμαν Μίλερ και υπουργό Εσωτερικών τον σοσιαλδημοκράτη Καρλ Σέβερινγκ, τον διαπραγματευτή του αφοπλισμού των ένοπλων εργατών του Ρουρ το 1920, που οδήγησε τα Φράικορπς και το στρατό στη μαζική εξόντωση των εξεγερμένων εργατών.
Μετά τα χρόνια της επανάστασης, η επαναστατική πρωτοπορία της εργατικής τάξης είχε συγκεντρωθεί στο KPD. Μετά την ένωση με την πλειοψηφία του USPD το κόμμα απόκτησε και μαζική εργατική βάση. Ενας ακλόνητος επαναστατικός πυρήνας στην ηγεσία του, παρά τις σποραδικές συγκρούσεις με διάφορες φράξιες, άλλοτε διανοούμενων λικβινταριστών και άλλοτε πρακτόρων της σοσιαλδημοκρατίας, είχε διαμορφωθεί. Στην περίοδο της επαναστατικής υποχώρησης το KPD θα ακολουθούσε το δύσκολο δρόμο της μπολσεβικοποίησης, της καθημερινής και συστηματικής εντατικής δουλειάς με τις πολιτικές αποκαλύψεις, της μαζικής δουλειάς του «μυρμηγκιού» στις οργανώσεις της εργατικής τάξης, των οικονομικών διεκδικήσεων και απεργιών, κόντρα στο ρεφορμισμό και την υπονόμευση του SPD, προκειμένου να θέσει τα θεμέλια για την απόσπαση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης από την επιρροή του SPD, όρο απαράβατο για τη νίκη της προλεταριακής επανάστασης στη Γερμανία.
Από την άλλη, δειλά-δειλά, τα απομεινάρια των Φράικορπς άρχισαν να σχηματίζουν τις πρώτες πολιτικές ομαδοποιήσεις με ορισμένες αξιώσεις. Ανάμεσά τους θα ξεχώριζε γρήγορα ως ηγετική φυσιογνωμία ο Αδόλφος Χίτλερ. Το 1919, ο Χίτλερ τελούσε χρέη πράκτορα του γερμανικού επιτελείου, παρακολουθώντας τις συζητήσεις των εξεγερμένων εργατών στα σοβιέτ του Μονάχου. Το 1920 θα έπαιρνε από τον Βόλφγκανγκ Καπ τα εύσημα του δεινού ρήτορα και αξιόλογου οργανωτή στο «κίνημα» των Φράικορπς. Στο Βερολίνο, όμως, όπου είχε σταλεί για «ενισχύσεις», τα βρήκε σκούρα, γιατί οι εργάτες είχαν βγει μαζικά στους δρόμους και τα Φράικορπς είχαν ήδη απομονωθεί και αφοπλιστεί.
Το 1923, ο Χίτλερ θα οδηγούσε μια παλιοπαρέα του πραξικοπήματος του Καπ, μετέπειτα στελέχη του ναζιστικού κόμματος, στο λεγόμενο «πραξικόπημα της μπιραρίας». Ο όρος βέβαια είναι λάθος, γιατί στο Μόναχο δεν κυβερνούσε καμιά δημοκρατική κυβέρνηση, αλλά χούντα του στρατού. Ο Χίτλερ προσπάθησε να οδηγήσει τους επικεφαλής του πραξικοπήματος σε μια «μεγάλη πορεία» προς το Βερολίνο, κατά το πρότυπο του Μουσολίνι. Η αντίσταση που προέβαλε η ομάδα του σε μια δράκα μπάτσων δεν κράτησε ούτε ώρα και ο ίδιος και η ομάδα του συνελήφθησαν.
Ο Χίτλερ, σε αντίθεση με τους σύγχρονούς του γερμανούς εθνικιστές και μοναρχικούς, όπως ο Καπ ή ο Λούντερντορφ, κατανοούσε ήδη από το 1923 ότι μόνο ένα κίνημα που θα χρησιμοποιούσε ένα πρόγραμμα κοινωνικής δημαγωγίας με αντικαπιταλιστική φρασεολογία, σε συνδυασμό με τρομοκρατικές μεθόδους από πειθαρχημένα και οργανωμένα τάγματα εφόδου, θα ήταν σε θέση να «χτυπήσει» αποφασιστικά το επαναστατικό κίνημα, να αποκτήσει ερείσματα στη γερμανική εργατική τάξη και να επιβάλει τη φασιστική δικτατορία της αστικής τάξης. Τα Φράικορπς ήταν το παράδειγμα προς αποφυγή. Από τη μια δεν είχαν κανένα έρεισμα στην εργατική τάξη και από την άλλη προκαλούσαν τον τρόμο στους αγρότες και τους μικροαστούς ως κατεξοχήν λού-μπεν στοιχεία που επιδίδονταν μονίμως σε πλιάτσικο.
Στην προσπάθειά του ο Χίτλερ βρήκε εξαρχής χρηματοδότη στο πρόσωπο του μεγιστάνα του πλούτου Φριτς Τίσεν.[4] Δε στήριξε εξαρχής το σύνολο της αστικής τάξης τον Χίτλερ, παρά μόνο ένα «κέντρο» της. Ο Χίτλερ και η παρέα του «φυλακίστηκαν» για το «πραξικόπημα της μπιραρίας» επί οχτώ μήνες. Τέθηκαν σε κατ’ οίκον περιορισμό σε ένα πύργο αριστοκρατών, όταν την ίδια χρονιά οι συλληφθέντες της εξέγερσης του Αμβούργου καταδικάζονταν σε χρόνια φυλάκισης στα μπουντρούμια της Βαϊμάρης. Το «κέντρο» είχε «καθαρίσει».
To 6ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς
Το Σεπτέμβρη του 1928, πραγματοποιείται στη Μόσχα το 6ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Υπό την καθοδήγηση του μπολσεβίκικου κόμματος η ΚΔ προβλέπει ότι «η περίοδος αυτή (σ.σ. από το 1928) οδηγεί αναπόφευκτα, μέσω της παραπέρα ανάπτυξης των αντιθέσεων της καπιταλιστικής σταθεροποίησης, στον παραπέρα κλονισμό της καπιταλιστικής σταθεροποίησης και στην απότομη όξυνση της γενικής κρίσης του καπιταλισμού».[5] Ενα χρόνο αργότερα, τον Οκτώβρη του 1929, το χρηματιστήριο της Wall Street στη Νέα Υόρκη καταρρέει, σηματοδοτώντας την έναρξη της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης.
Το 6ο Συνέδριο προσανατόλιζε έγκαιρα τους κομμουνιστές και την εργατική τάξη στην Ευρώπη στην οργάνωση της αντίστασής της σε ένα τεράστιο κύμα αντεργατικών μέτρων, σε ένα οδοστρωτήρα κοινωνικών κατακτήσεων που ερχόταν άμεσα. Ειδικά για τη Γερμανία, με το τεράστιο εθνικό χρέος από τις επανορθώσεις της συνθήκης των Βερσαλλιών και τα δάνεια και τις πιστώσεις του σχεδίου Ντόουζ, η εμφάνιση της κεφαλαιοκρατικής κρίσης σήμαινε και άμεση, σκληρή επίθεση της αστικής στην εργατική τάξη.
Συνοψίζοντας τον αντεπαναστατικό ρόλο και τη δράση της κυβερνώσας σοσιαλδημοκρατίας στη, πρώτη και τη δεύ-τερη περίοδο, η ΚΔ έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για τη δράση της «αριστερής» σοσιαλδημοκρατίας σε συνθήκες όξυνσης της κρίσης. Αν η «δεξιά» πτέρυγα της σοσιαλδημοκρατίας διαπραγματευόταν ανοιχτά με τους εκπροσώπους του χρηματιστικού κεφαλαίου, η «αριστερή» της πτέρυγα θα αξιοποιούσε την κοινωνική και «επαναστατική» της δημαγωγία προκειμένου να συγκρατήσει και να εγκλωβίσει την πλειοψηφία της εργατικής τάξης όχι απλώς σε ρεφορμιστικά πλαίσια, όπως στη δεύτερη περίοδο, αλλά στην άμεση αποδυνάμωσή της, λόγω της μαζικής ανεργίας, των λοκ-άουτ και του ολέθρου της πείνας, και βαθμιαία στην πλήρη καθυπόταξή της στη σιδερένια φτέρνα του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Η πολιτική του ενιαίου μετώπου δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να υποχωρήσει. Ισα-ίσα, απαλλαγμένοι από τα αριστερίστικα και σεκταριστικά λάθη του παρελθόντος, οι κομμουνιστές έπρεπε να καταβάλλουν πολύ μεγαλύτερες προσπάθειες μέσα στις μαζικές οργανώσεις της εργατικής τάξης, προκειμένου να ξεσκεπάσουν τον προδοτικό ρόλο των «αριστερών» σοσιαλδημοκρατών και να καθοδηγήσουν την εργατική τάξη στο δρόμο της σκληρής αντίστασης στα νέα μέτρα, ανοίγοντας το δρόμο της επαναστατικής ανόδου του εργατικού κινήματος.
Την ίδια στιγμή, η ΚΔ προειδοποιούσε για την άνοδο του φασισμού, για τη γοητεία που ασκούσε στους χρεοκοπημένους μικροαστούς, στους αγρότες που στέναζαν από τα τραπεζικά χρέη και το τοκογλυφικό κεφάλαιο, στη διανόηση που ελκόταν από τη ρητορική ενάντια στη «φλυαρία των κοινοβουλίων», και υπογράμμιζε την εναλλαγή των μεθόδων διακυβέρνησης που θα μπορούσε να πάρει η δικτατορία του μονοπωλιακού κεφαλαίου: από τη μια φασισμός, από την άλλη συνασπισμός με τη σοσιαλδημοκρατία, που στις συνθήκες όξυνσης της κρίσης θα παίρνει φασιστικά μέτρα σε βάρος των εργατών, θα διευθύνει τον αγώνα της αστικής τάξης για τη λήψη των πιο βάρβαρων και αντεργατικών μέτρων, προκειμένου να πληρώσει άλλη μια φορά την κρίση το προλεταριάτο. Στην περίπτωση της Γερμανίας (και όχι μόνο) η ΚΔ έπεφτε διάνα.
Οι απεργίες του Ρουρ
Δεν είχε περάσει ούτε μήνας από το κλείσιμο του συνεδρίου της ΚΔ, όταν τα πρώτα σημάδια της κρίσης εμφανίζονταν στη Γερμανία. Η τεράστια βιομηχανική ζώνη του Ρουρ απειλούνταν με μαζικά λοκ-άουτ, απολύσεις διακοσίων χιλιάδων εργατών και πετσόκομμα μισθών. Μέσα σε λίγες μέρες, όλο το σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της ταξικής συνεργασίας, στο οποίο είχαν επενδύσει την πολιτική τους η συνδικαλιστική γραφειοκρατία και το SPD, κατέρρεε.
Σε μια περιοχή με ένα εκατομμύριο εργάτες, στα ελεύθερα συνδικάτα (τα συνδικάτα των σοσιαλδημοκρατών) ήταν οργανωμένοι διακόσιες χιλιάδες εργάτες. Οι γερμανοί κομμουνιστές πήραν εξαρχής την πρωτοβουλία του αγώνα, πυροδοτώντας αιφνιδιαστικά απεργίες, δουλεύοντας τόσο μέσα στα ρεφορμιστικά συνδικάτα όσο και έξω από αυτά, οργανώνοντας ανοργάνωτους και ακομμάτιστους εργάτες. Χιλιάδες εργάτες σχημάτισαν ταξικά συνδικάτα υπό την καθοδήγηση των κομμουνιστών και πολέμησαν κάτω από τις πιο δύσκολες συνθήκες το μονοπωλιακό κεφάλαιο και τους λακέδες του, μαζί με χιλιάδες άλλους σοσιαλδημοκράτες ή κομμουνιστές εργάτες από τα ελεύθερα συνδικάτα. Ενα τεράστιο δίκτυο αλληλεγγύης σχηματίστηκε στις πόλεις του Ρουρ για τη στήριξη των απεργών και την απόκρουση των καθημερινών επιθέσεων των μπάτσων και των ναζί.
Η απεργία αυτή, που οργανώθηκε αμέσως με το ξέσπασμα της κρίσης, έπαιρνε και σημαντικά αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά. Στο κλασικό επιχείρημα ότι οι επιχειρήσεις«δε βγαίνουν», η απάντηση των κομμουνιστών ήταν ότι οφείλουμε να οξύνουμε την κρίση με τις απεργίες και να ανατρέψουμε τον καπιταλισμό. Χωρίς καπιταλισμό, με σοσιαλισμό, δε θα αντιμετωπίζαμε ανεργία και πείνα.
Αρχικά, ο ίδιος ο Σέβερινγκ και στελέχη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας παρενέβησαν διεκδικώντας η υπόθεση να ακολουθήσει τη… δικαστική οδό, να ξεφουσκώσει η οργή και η αγανάκτηση των εργατών και έτσι να κερδίσουν πολύτιμο χρόνο οι καπιταλιστές. Οταν όμως άρχισε η απεργία, αξιοποιήθηκαν οι «αριστεροί» σοσιαλδημοκράτες των συνδικάτων, που υπονόμευαν συνεχώς τον αγώνα. Στο τέλος, έφτασαν ανοιχτά στην απεργοσπασία. Οι ναζί, προφυλάσσοντας τα συμφέροντα των βιομηχανιών του Τίσεν και των φίλων του στην περιοχή, από την πρώτη στιγμή σχημάτισαν ομάδες απεργοσπαστών και χαφιέδων.
Η τεράστια διείσδυση που είχε το KPD στον εργατικό ξεσηκωμό του Ρουρ θορύβησε το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Μέσω του ιμάντα της «δεξιάς» σοσιαλδημοκρατίας, που είχε ανοιχτές επαφές με τους εκπροσώπους του μεγάλου μονοπωλιακού κεφαλαίου, έφτανε στα αυτιά των «αριστερών» σοσιαλδημοκρατών η εντολή: «πετάξτε τους κομμουνιστές έξω από τα συνδικάτα». Τότε αρχίζει η ιστορία ενός οργανωμένου ρουφιανέματος από την «αριστερή» σοσιαλδημοκρατία. Αρχικά κατά δεκάδες και μετά κατά εκατοντάδες οι κομμουνιστές διαγράφονται από τα συνδικάτα. Λίστες με ονόματα συγκεντρώνονται και αποστέλλονται στα αφεντικά. Σταδιακά, η δουλειά των κομμουνιστών στα ε-λεύθερα συνδικάτα αναγκάζεται να ακολουθεί τους κανόνες της παρανομίας και της συνωμοτικότητας.
Στο επόμενο: Η ματοβαμμένη Πρωτομαγιά του 1929, ο σοσιαλφασισμός εν δράσει.
Παραπομπές
[1] Μανιφέστο της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΚΔ για το σχέδιο Ντόουζ, 1.8.1924.
[2] Πλαστογράφοι της Ιστορίας, ιστορική επισκόπηση του Σοβιετικού Γραφείου Πληροφοριών, Foreign Languages Publishing House, Moscow 1948.
[3] Οι προοπτικές του KPD και το ζήτημα της μπολσεβικοποίησης, Συνέντευξη με τον Χέρτσογκ, μέλος του KPD, Ι.Β. Στάλιν, Απαντα, τ. 7.
[4] Εγώ πλήρωσα τον Χίτλερ, Φριτς Τίσεν
[5] Πρόγραμμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς.
[6] 12η ολομέλεια του KPD, Βερολίνο-Βέντιγκ, 10.6.1929.