Στα τέλη του προηγούμενου χρόνου, με φρέσκια ακόμη τη λαϊκή ψήφο και «ζωντανές» τις προεκλογικές της εξαγγελίες η κυβέρνηση προσπαθούσε να δημαγωγήσει με το «επίδομα κοινωνικής αλληλεγγύης». Τα παίρνουμε από τις επιχειρήσεις και από τους μεγαλοϊδιοκτήτες ακινήτων, τα δίνουμε σε κείνους που έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη και ταυτόχρονα τονώνουμε την αγορά, έλεγαν τα παπαγαλάκια της κυβερνητικής προπαγάνδας.
Οταν ανακοίνωσε το πρώτο και το δεύτερο πακέτο αντιλαϊκών-αντεργατικών μέτρων, με τον Παπανδρέου να βγαίνει ο ίδιος μπροστά, η κυβέρνηση άλλαξε το βιολί. Παραδεχόταν ότι τα μέτρα είναι σκληρά, όμως ως αντιστάθμισμα έφερνε τις ρυθμίσεις του φορολογικού νομοσχέδιου, με τις οποίες υποτίθεται θα πλήρωναν οι «έχοντες και κατέχοντες».
Ούτε δυο βδομάδες δεν άντεξε αυτή η προπαγάνδα και ήδη γίνεται λόγος για ανάγκη νέων μέτρων και άλλων στο τέλος του χρόνου και άλλων τα επόμενα χρόνια. Για τι μέτρα γίνεται συζήτηση; Για νέες περικοπές στις αμοιβές των εργαζόμενων σε δημόσιο και ΔΕΚΟ (κόψιμο ενός από τους 14 μισθούς, που για τους δημόσιους υπάλληλους δεν είναι καν 14), για αύξηση του ΦΠΑ, για νέα αύξηση των ειδικών φόρων κατανάλωσης σε καύσιμα και τσιγάρα-ποτά.
Αφού υποτίθεται ότι θα αποδώσουν τα φορολογικά μέτρα και θα πληρώσουν οι «έχοντες και κατέχοντες», τι χρειάζονται τα πρόσθετα μέτρα σε καθαρά αντεργατική-αντιλαϊκή κατεύθυνση; Γιατί δεν εξετάζουν π.χ. το ενδεχόμενο επιβολής ενός έκτακτου φόρου στο επενδυμένο κεφάλαιο των καπιταλιστικών επιχειρήσεων;
Είναι φανερό ότι η κοινωνική δικαιοσύνη που δήθεν θα επιφέρει το νέο φορολογικό σύστημα είναι σκέτο παραμύθι. Οι ίδιοι το παραδέχονται, σχεδιάζοντας νέα μέτρα ενάντια στους μισθούς εκατοντάδων χιλιάδων εργαζόμενων σε Δημόσιο και ΔΕΚΟ (ή μήπως και στον ιδιωτικό τομέα;) και ενάντια στη μεγάλη καταναλωτική μάζα, δηλαδή τους εργαζόμενους και την υπόλοιπη φτωχολογιά.