Από το hard rock στο soft rock. Τούτη τη βδομάδα δεν είχαμε «Σικελούς» και «κανακάρηδες», αλλά «σοβαρή πολιτική αντιπαράθεση», σύμφωνα με τους κανόνες της parliamentary correct συμπεριφοράς. Για την άλλη εβδομάδα δεν ξέρουμε, μπορεί να γυρίσουμε και πάλι σε hard καταστάσεις. Μέχρι και σε heavy metall ή thrash. Αλλωστε, και στα δυο στρατόπεδα που συγκρούονται για την κυβερνητική εξουσία, υπάρχουν μοντέρνοι άνθρωποι, που γνωρίζουν καλά τα σύγχρονα μουσικά ρεύματα.
Δεν αναφερόμαστε στα πολιτικά στελέχη. Αυτά έχουν το ρόλο του ηθοποιού σε παραστάσεις που άλλοι σχεδιάζουν. Κι αν καμιά φορά ξεφύγουν από το σενάριο και αυτοσχεδιάσουν, τα επιτελεία τα επαναφέρουν στην τάξη. Αναφερόμαστε στα εκλογικά επιτελεία, στα οποία κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζουν οι ειδικοί του πολιτικού μάρκετινγκ. Γιατί οι εκλογές πλέον είναι πρωτίστως πολιτικό μάρκετινγκ, πρωτίστως εικόνα. Target group είναι οι ψηφοφόροι-πελάτες («πελααάτεεες μου», που έλεγε και ο Βέγγος). Οι οποίοι χωρίζονται σε μικρότερα target groups. Ο καλός επιτελάρχης-διαφημιστής βλέπει τις ανάγκες των διάφορων groups, τις «μετράει» με εβδομαδιαίες «στοχευμένες» δημοσκοπήσεις και προσαρμόζει το «προϊόν» σ’ αυτές.
Μιλάμε, βέβαια, για ψεύτικες ανάγκες. Διαμορφωμένες έντεχνα, με αφαίρεση των βασικών στοιχείων από τις βασικές ανάγκες και προσθήκη μπόλικης «χρυσόσκονης». Πώς βλέπεις μια διαφήμιση για το τάδε πανίσχυρο απορρυπαντικό, που καθαρίζει ακόμα και λαδομπογιά από σακάκι, το αγοράζεις καταχαρούμενος και συνειδητοποιείς ότι το μόνο αποτέλεσμα ήταν να μεγαλώσει το λεκέ γύρω από τη λαδομπογιά; Κάτι τέτοιο.
Με τον ίδιο τρόπο διαμορφώνεται και το πλαίσιο της κομματικής αντιπαράθεσης; Μας δείχνει η δημοσκόπηση ότι χάνουμε προς Καρατζαφέρη; «Φορτώνουμε» με μπόλικες δόσεις τρομολαγνείας και ανασφάλειας, ρίχνουμε και μερικές εθνικιστικές κορόνες και ξαναμετράμε για να δούμε το αποτέλεσμα. Δείχνει η δημοσκόπηση ότι οι βρισιές δεν αποδίδουν; Το γυρίζουμε στο ήπιο και επιλέγουμε μικρές συνάξεις όπου ο αρχηγός μιλά σε προσωπικό τόνο και το προφίλ του αναδίδει πραότητα και ηπιότητα. Μας βαραίνει ακόμα το παρελθόν μας; Τον βάζουμε να κάνει ρητή καταδίκη του και τα παπαγαλάκια παίρνουν εντολή να ρίξουν το βάρος σ’ αυτή ειδικά τη δήλωση.
Ετσι δεν ήταν πάντοτε; Οχι, δεν ήταν πάντοτε έτσι. Εξηγούμαστε, μη τυχόν και παρεξηγηθούμε (μη τυχόν και θεωρηθούμε νοσταλγοί της «καθαρής πολιτικής» και εχθροί της «απαξίωσης της πολιτικής»). Η ουσία, ο πυρήνας της αστικής πολιτικής είναι ένας σκοπός: να εξασφαλίζει τη σταθερότητα του συστήματος, οργανώνοντας τις συμμαχίες της αστικής τάξης με τις εργαζόμενες-εκμεταλλευόμενες τάξεις και στρώματα της κοινωνίας. Να εξασφαλίζει, δηλαδή, τη συναίνεση-ενσωμάτωση. Ο σκοπός παραμένει πάντοτε ο ίδιος, επομένως η ουσία, ο πυρήνας της αστικής πολιτικής δεν αλλάζει. Εκείνο που αλλάζει είναι τα εργαλεία, τα μέσα με τα οποία επιτυγχάνεται ο επιδιωκόμενος σκοπός. Επειδή, όμως, η ουσία παραμένει καλά κρυμμένη, ενώ εκείνα που φαίνονται είναι τα μέσα, μια ριζική αλλαγή στα μέσα εμφανίζεται ως μετάλλαξη της πολιτικής, ενώ κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Αν πάρουμε τα 33 χρόνια από την πτώση της χούντας, τη μόνη σχετικά μακρά περίοδο που στην Ελλάδα λειτούργησε ομαλά το αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα, μπορούμε να διακρίνουμε, αδρά, τρεις περιόδους της αστικής πολιτικής. Η πρώτη περίοδος ξεκινά το 1974 και ολοκληρώνεται γύρω στο 1988. Είναι η περίοδος που η αστική πολιτική ασκείται παίρνοντας αναγκαστικά υπόψη της την κίνηση τεράστιων κοινωνικών μαζών. Εμφανίζεται ως περίοδος ακμής της αστικής πολιτικής, όμως οι φορείς της δεν αισθάνονταν και τόσο ευτυχείς, λόγω του γεγονότος ότι αυτή η κίνηση μαζών, με τα αιτήματα και τις διεκδικήσεις της, τους δημιουργούσε προβλήματα διαχείρισης. Ηταν υποχρεωμένοι να πάρουν υπόψη τους αυτή την κίνηση, γι’ αυτό και σε επιμέρους τομείς υπήρχε προσωρινή αντανάκλαση των κοινωνικών αιτημάτων στα προγράμματα των αστικών κομμάτων. Περισσότερο από τους αστούς πολιτικούς ενοχλημένοι ήταν εκείνη την περίοδο οι καπιταλιστές, για ευνόητους λόγους.
Η δεύτερη περίοδος είναι μια περίοδος μετάβασης και εκτείνεται από το 1988-89 μέχρι το 1993-94. Είναι μια περίοδος πολιτικής κρίσης και ταυτόχρονα μια περίοδος υποχώρησης της μαζικής κοινωνικής κίνησης. Ακολουθεί η περίοδος που συνεχίζεται ως σήμερα. Μια περίοδος παθητικότητας, κοινωνικής αδράνειας και ατομοκεντρισμού. Σίγουρα η ευτυχέστερη για τους αστούς πολιτικούς, αφού οι σχέσεις τους με τους ψηφοφόρους είναι καθαρά πελατειακές, με όρους πολιτικού μάρκετινγκ και όχι αντανάκλασης στα κομματικά προγράμματα των κοινωνικών αιτημάτων. Ετσι κατέστη «αναντικατάστατος» ένας μέτριος γραφειοκράτης της πολιτικής, ο Κ. Σημίτης, έτσι κατέστη «πανίσχυρος» ένας αργόσχολος βουτυρομπεμπές, βουλευτής χωρίς κανένα κοινοβουλευτικό έργο, που δεν είχε διατελέσει καν υφυπουργός, ο Κ. Καραμανλής, έτσι κατέστη «αυριανός πρωθυπουργός» ο υιός Παπανδρέου που δεν έχει καμιά σχέση με τον πατέρα. Είναι οι εποχές που υπαγορεύουν τα μέσα της αστικής πολιτικής και διαμορφώνουν τα ηγετικά πολιτικά πρότυπα.
Για τις δυνάμεις της επαναστατικής ανατροπής αυτή δεν θα έπρεπε να θεωρείται κακή εξέλιξη. Εξάλλου, πρόκειται για αντικειμενικό γεγονός. Δυστυχώς, όμως, στον ευρύτερο ανατρεπτικό χώρο (τουλάχιστον όπως αυτοπροσδιορίζεται) υπάρχουν δυνάμεις που αδυνατούν να ερμηνεύσουν διαλεκτικά τη σχέση ουσίας-μέσων της αστικής πολιτικής και εξακολουθούν να προσδιορίζονται κυρίως επί τη βάσει των θεσμικών λειτουργιών του συστήματος. Οχι μόνο αφήνουν ανεκμετάλλευτες τις ευκαιρίες για μια γραμμή συνολικής ρήξης με τη συστημική πολιτική, αλλά καταθέτουν και το δικό τους οβολό στο ταμείο της σταθερότητας του συστήματος, ωραιοποιώντας τις διαδικασίες της κάλπικης αντιπροσώπευσης.
Εκείνος που θέλει να τραβήξει μια διακριτή διαχωριστική γραμμή με την αστική πολιτική και να αγωνιστεί όχι για την «ανάσταση της πολιτικής», αλλά για την ανασύνταξη της επαναστατικής πολιτικής, πρέπει να ξέρει πού και πότε πρέπει να τραβήξει αυτή τη γραμμή. Οταν σέρνεσαι σαν μαϊντανός στις εκλογές του πολιτικού μάρκετινγκ, τη διαχωριστική γραμμή την τραβάς μόνο στη φαντασία σου.