«Οι επόμενες εκλογές θα είναι ένα ντέρμπι», δήλωσε η εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ Ράνια Σβίγκου. Προφανώς δεν αγνοεί την έννοια του ντέρμπι στον αθλητισμό. Οτι συγκρούονται δυο λίγο-πολύ ισοδύναμες ομάδες και το αποτέλεσμα είναι αμφίβολο. Γιατί, όμως, ντέρμπι; Πώς έφτασε η ΝΔ στο σημείο να αντιπαρατίθεται με ίσους όρους στον ΣΥΡΙΖΑ (σύμφωνα με την ανάλυση της Σβίγκου, πάντοτε), όταν η μεν ΝΔ είναι χρεωμένη με τη μνημονιακή πολιτική από το 2011 μέχρι και το 2014 (τότε που πάρθηκαν τα πιο σκληρά αντιλαϊκά μέτρα), ο δε ΣΥΡΙΖΑ είναι πιστωμένος (σύμφωνα με τη συριζαίικη μυθοπλασία) με μια «ήπια προσαρμογή» και στη συνέχεια με την «καθαρή έξοδο από τα Μνημόνια», που δίνει τη δυνατότητα της «επιστροφής στην κανονικότητα»;
Οι συριζαίοι, απαντώντας στις δημοσκοπήσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, λένε ότι «υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό αναποφάσιστων πολιτών και πολιτών που έχουν ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες εκλογές», οι οποίοι «είναι μια δεξαμενή ψηφοφόρων στην οποία ο ΣΥΡΙΖΑ θα δείξει και την επόμενη περίοδο ότι η έξοδος από τα μνημόνια δεν ήταν μια τυπική διαδικασία, αλλά ήταν κάτι το ουσιαστικό το οποίο επιφέρει συγκεκριμένα θετικά μέτρα και βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών» και γι' αυτό «ψηφίζοντας αυτά τα θετικά μέτρα, με ένα διαφορετικό κλίμα στην ελληνική οικονομία το οποίο θα αποτυπωθεί και στις ζωές των πολιτών, οι επόμενες εκλογές θα είναι ένα ντέρμπι» (Σβίγκου).
Αυτό είναι ένα επιχείρημα που πάντοτε επικαλούνται τα κυβερνητικά κόμματα όταν φαίνεται ότι βαδίζουν προς εκλογική ήττα. Δεν πρωτοτυπεί, λοιπόν, η Σβίγκου επαναλαμβάνοντας αυτή την κοινοτυπία. Το ερώτημα είναι γιατί οι «πολίτες» έχουν απομακρυνθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ και είναι (άντε να της κάνουμε τη χάρη να το δεχτούμε) «αναποφάσιστοι»; Προφανώς, λόγω της πολιτικής που ακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Μα αυτή η πολιτική είναι σωστή, έχει προοπτική, εξασφαλίζει το μέλλον των «πολιτών». Επομένως, οι «πολίτες» είναι μικρόνοες και μεμψίμοιροι. Αδυνατούν να αντιληφθούν το… μεγαλείο της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτός ο -από πρώτη άποψη- παραλογισμός είναι η ουσία του κοινοβουλευτικού κρετινισμού, στο πλαίσιο του οποίου οι εργάτες και οι υπόλοιποι εργαζόμενοι εναποθέτουν τις ελπίδες τους πότε στο ένα και πότε στο άλλο αστικό πολιτικό κόμμα.