Tα εργαζόμενα ζευγάρια ψάχνουν εναγωνίως έναν τρόπο για να συνοδέψει ο ένας ή η μία από τους δύο το παιδάκι τους όταν πρωτοπηγαίνει στο σχολείο. Καμιά φορά δεν τα καταφέρνουν να πάρουν άδεια από τη δουλειά και στέλνουν τη γιαγιά ή τον παππού. Υπερβολές και μικροαστίλα του κερατά παρατηρείται και στις λαϊκές οικογένειες. Ολα αυτά, όμως, έχουν ταβάνι: το εισόδημα.
Αμα τα λεφτά είναι μετρημένα, δεν μπορείς να κάνεις και πολλά. Το πολύ «να ξεράνεις το σκατό σου» για να μπορέσεις να πληρώσεις φροντιστήρια για να περάσει το παιδί σε κάποια πανεπιστημιακή σχολή στην Ελλάδα. Είναι αυτή η ιστορικά διαμορφωμένη τάση της εργαζόμενης ελληνικής κοινωνίας, την οποία προσπαθεί να πλήξει βιαίως (και) η Κεραμέως, υπουργός του Μητσοτάκη.
Ολ’ αυτά, όμως, δεν αφορούν τον ίδιο τον Μητσοτάκη και τα παιδιά του. Την ώρα που στην Ελλάδα εξελισσόταν το δράμα του αποκλεισμού δεκάδων χιλιάδων παιδιών από την τριτοβάθμια εκπαίδευση, ο Μητσοτάκης με τη σύζυγό του και την κόρη του έπαιρναν το αεροπλάνο και μετέβαιναν στις ΗΠΑ, για να εγκαταστήσουν τη θυγατέρα στο Yale όπου θα σπουδάσει. Πώς παίρνει ο/η άλλος/η το παιδί από το χέρι για να το πάει στο σχολείο της γειτονιάς; Ετσι πήραν το αεροπλάνο οι Μητσοτάκηδες για να πάνε τη θυγατέρα στο αμερικάνικο πανεπιστήμιο.
Εννοείται πως η θυγατέρα δεν μπήκε στον κόπο να δώσει πανελλήνιες εξετάσεις στην Ελλάδα. Αυτές είναι για τα παιδιά της πλέμπας και των μεσαίων στρωμάτων. Τα παιδιά των βασιλικών οικογενειών φοιτούν σε κάποιο ακριβό ιδιωτικό σχολείο στην Αθήνα και φεύγουν κατευθείαν για το εξωτερικό. Ετσι έγινε με τον ίδιο τον Κούλη, έτσι με τα δύο μεγαλύτερα παιδιά του, έτσι με το γιο της Ντόρας, έτσι θα γίνει και με τις επόμενες γενιές πριγκίπων.
Φυσικά, φωτογραφίες από το Yale δεν κυκλοφόρησαν στα social media, όπου συχνά-πυκνά αφήνουν τα «σάλια» και τις «καρδούλες» τους. Θα λειτουργούσαν ως πρόκληση αυτές οι φωτογραφίες, τη στιγμή του σάλου για τα αποτελέσματα του νόμου Μητσοτάκη-Κεραμέως. Δεν μπορούσαν, όμως, να κρύψουν και το γεγονός, γιατί μια τριήμερη απουσία του πρωθυπουργού δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Εδωσαν, λοιπόν, την είδηση της μετάβασης στις ΗΠΑ «για οικογενειακούς λόγους» και τα υπόλοιπα τα ανέλαβαν τα παπαγαλάκια της λίστας Πέτσα. Παρουσίασαν το γεγονός σαν μια… απλή, καθημερινή πράξη δύο γονιών! Πώς πάνε οι γονείς το παιδάκι τους στο σχολείο της γειτονιάς ένα πράγμα!
Πρόκειται για τα ίδια παπαγαλάκια που «έστησαν στα τρία μέτρα» τον Τσίπρα και τη συμβία του, επειδή έστειλαν τα παιδιά τους σε ιδιωτικό νηπιαγωγείο στην Αθήνα (χώρια ο ντόρος που έκαναν με το νοίκιασμα της βίλας στο Σούνιο ή με την κρουαζιέρα με το κότερο του εφοπλιστή Παναγόπουλου). Δε χρειάζεται να σημειώσουμε ότι δεν έχουμε καμιά διάθεση να υπερασπιστούμε τον Τσίπρα. Απλά σημειώνουμε την προκλητική διαφοροποίηση στην αντιμετώπιση. Ο Τσίπρας είναι φρέσκος στο κουρμπέτι της αστικής πολιτικής και δεν πρόλαβε να φτιάξει δυναστεία. Ενώ ο Μητσοτάκης είναι γόνος δυναστείας, μεγάλωσε σαν πρίγκιπας και σαν πρίγκιπες μεγαλώνει και τα παιδιά του.
Μιλάμε για μια δυναστεία που έγινε ζάμπλουτη μέσω της αστικής πολιτικής, την οποία μετέτρεψε σε εξαιρετικά κερδοφόρο επάγγελμα (αλήθεια, πώς έγινε αυτό;), μολονότι ο γενάρχης της δυναστείας διετέλεσε πρωθυπουργός μόνο για μια τριετία, η πρώτη τη τάξει πριγκίπισσα απέτυχε να πάρει τη ΝΔ και να γίνει πρωθυπουργός, πράγμα που κατάφερε ο μικρότερος πρίγκιπας.
ΥΓ1. Η αναφορά σε βασιλική φαμίλια δεν έχει να κάνει μόνο με τα αμύθητα πλούτη της δυναστείας των Μητσοτάκηδων και το στιλ αυτοκρατορίσκου που έχει υιοθετήσει ο Κούλης ως πρωθυπουργός. Εχει να κάνει και με τις ιδιαίτερες σχέσεις που είχε η συγκεκριμένη φαμίλια με την έκπτωτη οικογένεια των βασιλικών παρασίτων. Ο μπαμπάς Μητσοτάκης, ως υπουργός του Καραμανλή του πρεσβύτερου, είχε πει το διαβόητο «unfair» για το δημοψήφισμα του 1975 που έδιωξε τη μοναρχία των Γκλίξμπουργκ. Ο υιός Κούλης δε δίστασε να πει πριν από μερικές μέρες στη Βουλή ότι έχει μέσα στην καρδιά του το πρώην θερινό παλάτι στο Τατόι, συμβουλεύοντας να μιλάμε για… «βασιλικά κτήματα, γιατί… έτσι τα λέει ο λαός.
ΥΓ2. Κάτι θέλησε να πει ο Καρανίκας, αλλά επειδή είναι ο… Καρανίκας, αναγκάστηκε να το κάνει γαργάρα και ζήτησε συγγνώμη. Αφού δεν το ‘χεις, ρε μεγάλε, τι θέλεις και τα σκαλίζεις;