24 Ιούλη 2003. Ο Δημήτρης Κουφοντίνας τελειώνει την απολογία του μέσα σε θυελλώδη χειροκροτήματα από τη μεριά του ακροατήριου. Από τις θέσεις των κατηγορούμενων χειροκροτεί και ο Βασίλης Τζωρτζάτος, εμφανώς συγκινημένος. Την ώρα που οι δικαστές αποχωρούν βιαστικά, για να εκκενωθεί η αίθουσα, όπως διέταξε ο πρόεδρος, και ενώ το σύνθημα «Το πάθος για τη λευτεριά είναι δυνατότερο απ όλα τα κελιά» δονεί το χώρο, ο Τζωρτζάτος σηκώνει τη γροθιά του.
17 Σεπτέμβρη 2005. Με συνέντευξή του στα «Νέα» ο Τζωρτζάτος κατηγορεί τον Κουφοντίνα, χωρίς να τον κατονομάζει αλλά φωτογραφίζοντάς τον, για «πόζα και αλαζονεία», αλλά και για κάτι πολύ χειρότερο: ότι κάλυψε με διάφορους τρόπους τους ανοιχτά συνεργαζόμενους με την Αντιτρομοκρατική και έτσι τους βοήθησε να μειώσουν τις ποινές τους, ενώ συνέβαλε στη βαριά καταδίκη αθώων, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο Τζωρτζάτος. Τον κατηγορεί ότι γνωρίζει την αλήθεια και την κρύβει «βοηθώντας έτσι την πλεκτάνη της Αντιτρομοκρατικής».
Ο Κουφοντίνας απαντά με μια σύντομη πολιτική δήλωση, βάζοντας από τη μεριά του τέρμα στο ζήτημα, αλλά ο Τζωρτζάτος επανέρχεται με επιστολή, στην οποία κατονομάζει πλέον τον Κουφοντίνα, συγκεκριμενοποιεί τις κατηγορίες και διατυπώνει αιτήματα προς αυτόν. Ζητά από τον Κουφοντίνα να πει ότι ο Τσελέντης ψευδώς ενοχοποίησε τον Τζωρτζάτο στην υπόθεση Μομφεράτου και τον κατηγορεί ότι «δεν έκανε αυτήν την απλή καταγγελία και δεν θα την κάνει όχι γιατί είναι επιλογή του, αλλά γιατί δεν έχει κανένα περιθώριο επιλογής. Αν το έκανε, θα κατέρρεε η αξιοπιστία του Τσελέντη και των άλλων 2-3 συνεργαζόμενων, με συνέπεια να καταρρεύσει και η πλεκτάνη της Αντιτρομοκρατικής εις βάρος ορισμένων αθώων που βασίζεται κυρίως σ’ αυτούς». Κατηγορεί, δηλαδή, ευθέως τον Κουφοντίνα ως συνεργαζόμενο με συγκεκριμένο τρόπο και συγκεκριμένη αποστολή. Ισως σε μια επόμενη φάση να «μάθουμε» και τα «ανταλλάγματα».
Τί μεσολάβησε, αλήθεια σ’ αυτά τα δυο χρόνια και από το θερμό χειροκρότημα και τη γροθιά του 2003 φτάσαμε στην πρακτορολογία του 2005; Αυτό μόνο ο Τζωρτζάτος μπορεί να το εξηγήσει. Εμείς δεν δικαιούμαστε να κάνουμε τους ψυχαναλυτές. Συμπεράσματα μόνο μπορούμε να βγάλουμε από αυτά που είναι γνωστά και οφθαλμοφανή.
Πριν μπούμε στο θέμα, ας κάνουμε μια μικρή παρέκβαση. Είναι ηλίου φαεινότερον ότι η τακτική της «αντιτρομοκρατίας» ενόψει της δίκης στο εφετείο για την υπόθεση 17Ν έχει διαφοροποιηθεί. Πριν την πρώτη δίκη, έπαιζε η προπαγάνδα των «ληστών και δολοφόνων» με όλα τα συμπαρομαρτούντα της. Τώρα παίζει η προπαγάνδα των «δύο πλευρών» που αλληλοφαγώνονται αναζητώντας τρόπο να σώσουν το τομάρι τους. Αρχισαν ήδη τα πρώτα δημοσιεύματα, ενώ συνέχεια με «ρεπορτάζ» μας υπόσχεται ο «ειδικός» Κακαουνάκης. Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι υπάρχει δίαυλος ανάμεσα σ’ αυτή την τακτική και την επίθεση Τζωρτζάτου (η πρακτορολογία δεν μας «πάει»), όμως η «αντιτρομοκρατία» αρπάζει από τα μαλλιά την ευκαιρία που της προσφέρεται. Τη δουλειά την είχε ψυλλιαστεί από καιρό. Αλλωστε, και ηλίθιοι να ήταν στα επιτελεία, η Βεζυρογλειάδα, συνέχεια της οποίας αποτελεί η Τζωρτζατειάδα, τους κατέστησε σαφές που μπορούν να παίξουν, επιδιώκοντας τη σπίλωση προσώπων-συμβόλων σ’ αυτή την υπόθεση, όπως ο Κουφοντίνας, και μέσω αυτής την απαξίωση συνολικά της υπόθεσης.
Είναι άραγε καινούργιο το θέμα που θέτει ο Τζωρτζάτος προς τον Κουφοντίνα; Οσοι θυμούνται ότι το ίδιο ακριβώς έθετε πριν την πρώτη δίκη για την υπόθεση ΕΛΑ ο Κανάς προς τον Τσιγαρίδα, για να φτάσει μετά, στη δεύτερη δίκη, να τον καταγγέλλει ως «συνεργαζόμενο», δεν θυμούνται λάθος. Πόσοι, όμως, θυμούνται ότι το ίδιο θέμα είχε τεθεί και στη διάρκεια της πρώτης δίκης για την υπόθεση 17Ν; Είμαστε σίγουροι πως ελάχιστοι. Γιατί δεν τέθηκε ούτε από τους κατηγορούμενους που διεκδικούσαν την αθωότητά τους ούτε από τους συνηγόρους τους. Τέθηκε, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, από την Εδρα!
Ο Κουφοντίνας είχε ξεκαθαρίσει από την πρώτη στιγμή: Δεν θα σας πω που ήμουν και που δεν ήμουν, με ποιον ήμουν και με ποιον δεν ήμουν. Θα σταθώ πολιτικά, υπερασπίζοντας την Οργάνωσή μου και την επαναστατική μου αξιοπρέπεια. Παρεμπιπτόντως, τη στάση αυτή έδειξε να συμμερίζεται και ο Τζωρτζάτος. Οταν στη διάρκεια της απολογίας του (31.7.2003) ρωτήθηκε να κατονομάσει ποια είναι τα δυο άτομα που, όπως είχε πει, είχε γνωρίσει στη 17Ν, απάντησε: «Λόγω ηθικών αξιών δεν μπορώ. Το αξιακό μου σύστημα δεν μου επιτρέπει να πω για κανέναν». Πιέστηκε πολύ. Αρνήθηκε -προς τιμή του- να δώσει έστω και χαλαρή περιγραφή, να πει έστω αν οι δύο που γνώριζε βρίσκονταν ανάμεσα στους κατηγορούμενους, χωρίς να πει ονόματα.
5 Αυγούστου 2003. Στη διάρκεια της απολογίας του Τσελέντη, ο Κουφοντίνας παρεμβαίνει και λέει προς το δικαστήριο: «Εχω πει στην αρχή ότι δεν θα μιλήσω για κανέναν από τους συγκατηγορούμενους και για το πρόσωπό μου και για το που ήμουν, ούτε έχω κανένα πόνο να πω που δεν ήμουν επίσης! Μια γενική δήλωση μπορώ να κάνω, μια που πήρα τώρα το λόγο. Αυτά που λέει ο Πάτροκλος Τσελέντης είναι προϊόν συναλλαγής. Εχει αρκετές αλήθειες, έχει και αρκετά ψέματα και οι σκοπιμότητες είναι προφανείς».
7 Αυγούστου 2003. Ο Κουφοντίνας, παρεκκλίνοντας (σωστά και δίκαια) από την αρχική του στάση, παίρνει ξανά το λόγο, μετά το τέλος της απολογίας Τσελέντη, και κάνει νέα δήλωση. Κατηγορεί τον Τσελέντη ότι συνεργάζεται με εκείνους που πολέμησε ως μέλος της 17Ν και ότι «έκανε σκοπό του να φύγει από τα χέρια τους με κάθε θυσία. Θυσία των άλλων, όμως, και της αλήθειας. Επωφελούμενος και του πνεύματος ενός υποκριτικού νόμου που αναιρεί την όποια ηθική βάση επικαλείται, εξαγνίζοντας και αποκαθαίροντας τους μετανοημένους, αποφάσισε να συνεργαστεί, να πει αυτά που θέλουν οι διωκτικοί μηχανισμοί, να χτυπήσει ταυτόχρονα την Οργάνωση, να την παρουσιάσει διαφορετική από ό,τι ήταν, να τη συκοφαντήσει…». Καταλήγει αναφερόμενος στον Τσελέντη, που τον χαρακτηρίζει «πρώην αγωνιστή και πρώην φίλο»: «Αφού θα πει όσα νομίζει ότι τον βολεύουν προσωπικά, αφού πει όσα βολεύουν τις αρχές για όλους τους κατηγορούμενους, αφού διαστρεβλώσει την πραγματικότητα και συκοφαντήσει την Οργάνωση, θα τον υποχρεώσουν να πει κι άλλα πιο χονδροειδή ψεύδη, πριν τον εγκαταλείψουν σαν στυμμένη λεμονόκουπα στην περιφρόνηση της κοινωνίας». Η δήλωση αυτή έφερε ταραχή στην Εδρα. Ο πρόεδρος επιτέθηκε στον Κουφοντίνα κατηγορώντας τον ότι «εμμένει ότι το έγκλημα είναι ιδεολογία». Ο εισαγγελέας του είπε ότι λέει διάφορα στομφώδη, αλλά δεν λέει τί έκανε αυτός και τί έκαναν οι άλλοι. Η πίεση συνεχίστηκε από τον αναπληρωτή εφέτη Σίδερη, τον αναπληρωτή πρόεδρο Γεωργαντόπουλο και τον εισαγγελέα Λάμπρου. Μια πίεση που έπαιρνε τη μορφή σπέκουλας: Πες μας πού ακριβώς λέει ψέματα ο Τσελέντης, βοήθησε τους συγκατηγορουμένους σου, μην τους παίρνεις στο λαιμό σου (έτσι ακριβώς). Ο Κουφοντίνας δεν τσίμπησε. Ηξερε πολύ καλά, ότι αν έμπαινε σ’ αυτή την κουβέντα, αν έλεγε π.χ. ότι ο Τσελέντης είπε ψέματα στην τάδε υπόθεση, θα ακολουθούσε μπαράζ ερωτήσεων: Τότε πες μας εσύ την αλήθεια, πείσε μας ότι λες την αλήθεια, πες μας ποιοι ήταν και τί ακριβώς έκανε ο καθένας. Εκλεισε το θέμα με μια κοφτή πρόταση, απαντώντας στον αναπληρωτή εφέτη που τον πίεζε να μιλήσει για τις δυο ενέργειες που είχε αναφερθεί ο Τσελέντης: «Αν το πω αυτό, θα μπω στην κατηγορία του Πάτροκλου Τσελέντη, συνεργαζόμενος δηλαδή».
Ο πρόεδρος έδειξε να συμμερίζεται τη στάση Κουφοντίνα και να αδειάζει τους άλλους δικαστές. Είπε πως κι αυτός να ήταν στη θέση του Κουφοντίνα την ίδια στάση θα κρατούσε, του ζήτησε όμως να επιτρέψει και σε άλλους, όπως ο Τσελέντης, να μετανοήσουν και να ζητήσουν συγνώμη από την κοινωνία! Αργότερα, μετά το τέλος της απολογίας του Διονύση Γεωργιάδη, ρώτησε ο ίδιος τον Κουφοντίνα αν έχει να πει τίποτα. Ο Κουφοντίνας, μετρώντας πολύ τις λέξεις του, απάντησε ότι έχει ξαναπεί πως σ’ αυτή την υπόθεση ήρθαν ως κατηγορούμενοι σχετικοί και άσχετοι και πως το δικαστήριο είναι σε θέση να κρίνει, αν θέλει. Κατάλαβα, απάντησε με νόημα ο πρόεδρος, καλλιεργώντας σε πολλούς την ελπίδα ότι ο Γεωργιάδης θα κριθεί αθώος, μετά τον «κωδικοποιημένο» αυτό διάλογο. Σημειώθηκε μάλιστα και στον Τύπο της εποχής, ότι ο Κουφοντίνας, για να βοηθήσει τον Βενιαμίν των κατηγορουμένων, παρεξέκλινε κάπως από τη στάση του, πράγμα που δεν είχε κάνει ούτε για τη σύζυγό του Αγγελική Σωτηροπούλου. «Λεπτομέρεια»: ο Γεωργιάδης καταδικάστηκε και μάλιστα σε ποινή πολύ μεγαλύτερη από αυτή που του αντιστοιχούσε, ακόμα και με βάση το στημένο κατηγορητήριο. Καθόλου δεν τον βοήθησε ο διάλογος προέδρου-Κουφοντίνα. Ξέρετε γιατί; Γιατί ο Γεωργιάδης κράτησε αξιοπρεπή στάση, δεν δέχτηκε τις προδικαστικές του καταθέσεις και αρνήθηκε να μιλήσει ενάντια στον Σάββα Ξηρό, όπως επίμονα του ζητήθηκε από την Εδρα, δηλώνοντας πως ο Σάββας τον βοήθησε, τον φιλοξένησε, του βρήκε δουλειά και θεωρεί αναξιοπρεπές να πει ψέματα σε βάρος του.
Είναι λογικό αυτά να μην τα θυμάται πολύς κόσμος, γιατί μια δίκη που κράτησε σχεδόν δέκα μήνες συνετέθη από άπειρα περιστατικά. Δεν μπορεί, όμως, να μην τα θυμάται ο Τζωρτζάτος. Ηταν εκεί, τον αφορούσαν εμμέσως, τα άκουσε, τα βίωσε. Γιατί θυμάται δυο χρόνια μετά να ζητήσει από τον Κουφοντίνα αυτά που του ζητούσε υποκριτικά η Εδρα (και όχι η υπεράσπιση); Για να διευκολύνει μήπως την υπερασπιστική του γραμμή; Είναι τόσο αφελής να πιστεύει, ότι το δικαστήριο μπορεί να αρκεστεί σε μια δήλωση του Κουφοντίνα, ότι π.χ. ο Τσελέντης είπε ψέματα για τον Μομφεράτο, χωρίς να τους αναφέρει ονόματα, ποιοι ήταν και τί έκανε ο καθένας; Είναι δυνατόν να θεωρηθεί αξιόπιστος ο Κουφοντίνας, χωρίς να δώσει χαρτί και καλαμάρι όσες πληροφορίες ξέρει, χωρίς δηλαδή να γίνει ο ίδιος συνεργαζόμενος; Ειλικρινά, δεν ξέρουμε αν είναι τόσο αφελής ή αν χρησιμοποιείται συνειδητά σ’ ένα σχέδιο συκοφάντησης και απαξίωσης του Κουφοντίνα και γενικότερα της υπόθεσης.
Είπε και κάτι άλλο ο Τζωρτζάτος στην πρώτη του συνέντευξη, αναφερόμενος στη λειτουργία της 17Ν: «Οχι μόνο δεν υπήρχε ηγεσία, αλλά όλα τα μέλη ήταν ισότιμα. Οφειλαν να συμμετέχουν στις ενέργειες, στο πιο κρίσιμο πόστο εκ περιτροπής». Ο Κουφοντίνας του απάντησε νηφάλια αλλά αυστηρά, συσχετίζοντας τα λεγόμενά του με αυτά του Βεζύρογλου: «Προκαλεί απορία το γιατί επιχειρούν και οι δύο να κατασκευάσουν για τη λειτουργία της οργάνωσης σχήματα, που δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα και που θα μπορούσαν μάλιστα να χρησιμοποιηθούν ενάντια στους κατηγορούμενους»
Τί λέει ο Τζωρτζάτος με αυτή τη φράση του; Οτι όλοι όσοι έχουν παραδεχτεί τη συμμετοχή τους στη 17Ν είναι ένοχοι αυτουργίας, συναυτουργίας ή άμεσης συνέργειας (ίδια η ποινή για όλες τις περιπτώσεις) για τουλάχιστον μία ανθρωποκτονία ή απόπειρα ανθρωποκτονίας και μία έκρηξη. Τουλάχιστον! Γιατί ανοίγει τέτοιο ζήτημα; Μήπως για να βγάλει το άχτι του κατά του Τσελέντη; Οχι βέβαια. Ξέρετε γιατί; Γιατί ο Τσελέντης δεν κινδυνεύει απ’ αυτό, αφού είναι ο πρώτος που το είπε, προσπαθώντας να στηρίξει την κατάθεση Μπακατσέλου ενάντια στον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο. Ιδού το σχετικό ντοκουμέντο από τα πρακτικά της 7.8.2005:
«Π. Τσελέντης: Είπα όμως και κάτι άλλο. Οτι στα πλαίσια της Οργάνωσης και στην δραστηριότητα της Οργάνωσης ήταν σαν ηθικός νόμος ότι θα έπρεπε όλα τα μέλη να έχουν συμμετάσχει σε μια δολοφονία.
Ι. Κούρτοβικ: Εσείς έχετε συμμετάσχει σε κάποια δολοφονία;
Π. Τσελέντης: Οχι, ο ίδιος δεν έχω πυροβολήσει αλλά έχω συμμετάσχει που έχει πυροβολήσει ο άνθρωπος δίπλα μου.
Ι. Κούρτοβικ: Υπ’ αυτή την έννοια.
Π. Τσελέντης: Εμένα ήταν η σειρά μου στον Αγγελόπουλο».
Τζωρτζάτος κοπιάρει Τσελέντη, δυο χρόνια μετά! Ποιος να το φανταζόταν! Και κατά τα άλλα… φταίει ο Κουφοντίνας.
Είναι φανερό ότι έχουμε να κάνουμε με μια νοσηρή κατάσταση. Και όχι, βέβαια, με «δυο αντιμαχόμενες πλευρές». Μια πλευρά υπάρχει που υβρίζει, διαβάλλει, συκοφαντεί, απαξιώνει. Ο Κουφοντίνας δεν έχει ανάγκη τη δική μας υπεράσπιση. Εχει καταγραφεί στη συνείδηση του ελληνικού λαού. Και μάλλον αυτό ενοχλεί. Γι’ αυτό και τόση λάσπη, τόση συκοφαντία. Χωρίς κανένα πραγματικό όφελος για όσους κουβαλούν τα πηλοφόρια και χρησιμοποιούν τα μυστριά. ‘Η μήπως κάπου στο βάθος υπάρχει η ελπίδα μιας καλύτερης ποινικής μεταχείρισης;
ΥΓ: Η παραίτηση του Κώστα Παπαδάκη, βασικού υπερασπιστή του Τζωρτζάτου, πράξη αγωνιστικού ήθους και πολιτικής συνέπειας, πρέπει να διδάξει πολλά και πολλούς.