Στο δωδεκάμηνο (και όχι με τη λήξη του δεκαοχτάμηνου, όπως συνέβη με τα άλλα γκεσέμια του νεοναζισμού) αποφυλακίστηκε ο Κασιδιάρης. Παρά την αντίθετη πρόταση του εισαγγελέα, το Συμβούλιο Εφετών αποφάσισε πως «η κατά νόμον βαρύτητα της πράξης δεν αρκεί για την επιβολή προσωρινής κράτησης». Οι δικαστές «έκριναν» ότι ο Κασιδιάρης, «αν και διώκεται για κακούργημα, δεν είναι ούτε ύποπτος φυγής ούτε ύποπτος για την τέλεση νέων αδικημάτων».
Αυτές οι αποφάσεις είναι, βέβαια, καθαρά πολιτικές. Είτε υπήρξε «επαφή» με τους «πάνω» (δηλαδή με την κυβέρνηση), είτε απλώς «έπιασαν κλίμα», οι δικαστές αποφάσισαν έχοντας υπόψη την αβανταδόρικη συμπεριφορά της προέδρου της Βουλής και της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ προς τους νεοναζί, οι οποίοι φτιάχνουν σιγά-σιγά την εικόνα ενός νόμιμου ακροδεξιού-εθνικιστικού κόμματος, που δεν έχει καμιά σχέση με τάγματα εφόδου και εγκλήματα. Αυτό είναι εμφανές στη Βουλή (έχουμε αναφερθεί αρκετές φορές σε διάφορα χαρακτηριστικά «επεισόδια», με τελευταίο το διάλογο μεταξύ Χ. Παππά και Ι. Πανούση).
Η προκλητική απόφαση αποφυλάκισης του Κασιδιάρη πριν συμπληρώσει το δεκαοχτάμηνο, σε συνδυασμό με τις εξελίξεις στη δίκη, που η ηγεσία της νεοναζιστικής συμμορίας δεν δικάζεται για ηθική αυτουργία στις εγκληματικές πράξεις των ταγμάτων εφόδου, αλλά μόνο για σύσταση και διεύθυνση «εγκληματικής οργάνωσης» (κατηγορία εξαρχής αποδυναμωμένη, αφού πουθενά δεν εμφανίζεται το οικονομικό όφελος), δείχνει ότι βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη το σχέδιο δημιουργίας μιας «σοβαρής Χρυσής Αυγής», που οραματίστηκε ο Μπαλτάκος. Οι ηγέτες του νεοναζισμού θα αποκηρύξουν τα καθάρματα των ταγμάτων εφόδου, αφήνοντάς τα πολιτικά ανυπεράσπιστα, και η ΧΑ θα μοστράρεται στο εξής σαν ένα ακροδεξιό-εθνικιστικό μόρφωμα, χωρίς να βγάζει μπροστά τα τάγματα εφόδου, αλλά αφήνοντάς τα να κάνουν συμμορίτικη δουλειά τη νύχτα, όπως παλιά.