Οι χώρες που είχαν υψηλή ανάπτυξη στο παρελθόν και δεν εξυγίαναν τα οικονομικά τους, θα το πληρώσουν, δήλωσε την περασμένη Δευτέρα στις Βρυξέλλες ο «πολύς» Χοακίν Αλμούνια, φωτογραφίζοντας την Ελλάδα. Οι μπηχτές κατά του Καραμανλή και του Αλογοσκούφη είναι το τελευταίο που μας ενδιαφέρει. Ασχολείται μ’ αυτές η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, που θέλει να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη, για να μας πει την επομένη των εκλογών ότι παρέλαβε «καμμένη γη» και δεν μπορεί να εφαρμόσει τις προεκλογικές της εξαγγελίες (αυτό το έργο παίζεται διαχρονικά από κάθε κόμμα που αναλαμβάνει τη διακυβέρνηση).
Τι εννοεί ο επί των Οικονομικών επίτροπος της ΕΕ; Οτι την περίοδο της σχετικά υψηλής ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, οι κυβερνήσεις δεν φρόντισαν να μειώσουν το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος, αλλά το κράτησαν στα όρια του Συμφώνου Σταθερότητας, με αποτέλεσμα στη φάση της κρίσης να βρίσκονται αντιμέτωπες με το φάσμα του πλήρους εκτροχιασμού. Γνωρίζουμε πολύ καλά, ότι αυτή είναι μια στυγνή τεχνοκρατική προσέγγιση, η οποία κοιτάζει μόνο τους αριθμούς. Ο σοσιαλδημοκράτης Αλμούνια είναι γνωστός οπαδός του νεοφιλελευθερισμού. Δεν διστάζει να εισηγηθεί ακόμη και την εν τοις πράγμασι κατάργηση της Κοινωνικής Ασφάλισης, προκειμένου το κράτος να απαλλαγεί από κάποιες δαπάνες.
Από την άλλη, μένοντας στο αυστηρά τεχνοκρατικό επίπεδο, ουδείς μπορεί να ισχυριστεί ότι ο Αλμούνια λέει ψέματα. Η «ισχυρή οικονομία», για την οποία επαίρονταν οι Καραμανλής-Αλογοσκούφης, επιμένοντας μέχρι και πριν μερικούς μήνες ότι ουδείς λόγος ανησυχίας υπάρχει, επειδή είναι δυνατή η αναπτυξιακή ροπή του ελληνικού καπιταλισμού, αποδείχτηκε ένα πλάσμα της φαντασίας τους. Ο ελληνικός καπιταλισμός μπαίνει καλπάζοντας στην κρίση, κυριολεκτικά βυθίζεται σ’ ένα φουρτουνιασμένο πέλαγος, χωρίς τα κρατικά ταμεία να διαθέτουν αποθέματα. Πολύ εύκολα η αντιπολίτευση μπορεί να κατηγορήσει την κυβέρνηση ότι απέτυχε. Αυτός είναι, άλλωστε, ο λόγος για τον οποίο ο Καραμανλής κατασκεύασε έναν ακόμη αποδιοπομπαίο τράγο, διώχνοντας τον Αλογοσκούφη από την κυβέρνηση (κλασική μέθοδος αποφυγής της δικής του πολιτικής ευθύνης).
Το κρίσιμο ερώτημα είναι για ποιους λόγους έχουμε αυτή την εξέλιξη. Για ποιους λόγους δεν εξυγιάνθηκαν τα δημόσια οικονομικά στη φάση της σχετικής καπιταλιστικής ανάπτυξης; Πριν απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα, πρέπει να σημειώσουμε ότι η φάση της σχετικής ανάπτυξης άρχισε επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, αφού προηγήθηκε μια περίοδος σκληρής λιτότητας, προκειμένου να επιτευχθεί η ένταξη στην ΟΝΕ. Μήπως η ΝΔ κατήργησε τις βασικές παραμέτρους αυτής της λιτότητας, ανακουφίζοντας τα λαϊκά στρώματα; Μήπως έδωσε μεγάλες αυξήσεις στους δημόσιους υπάλληλους, στους συνταξιούχους, στους ανέργους; Μήπως αύξησε τα κονδύλια για την Υγεία, την Παιδεία, την Κοινωνική Ασφάλιση, την κοινωνική πολιτική γενικότερα; Μήπως μείωσε τους έμμεσους φόρους που βαραίνουν τα λαϊκά στρώματα;
Η απάντηση σ’ όλα αυτά τα ερωτήματα είναι αρνητική. Ούτε τα μεροκάματα αυξήθηκαν, ούτε οι δαπάνες για Παιδεία-Υγεία-Ασφάλιση. Η κυβέρνηση Καραμανλή φρόντισε μάλιστα να σπρώξει την οικονομία σε διετή κοινοτική επιτήρηση, για να έχει ένα άλλοθι για την πολιτική σκληρής λιτότητας που εφάρμοζε. Την ίδια περίοδο απογείωσε τους έμμεσους φόρους (αύξηση κατά 1% του ΦΠΑ και συνεχείς αυξήσεις σε όλους τους ειδικούς φόρους), ενώ προχώρησε σε μια σαρωτική αντιασφαλιστική ανατροπή.
Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από υψηλότατη κερδοφορία των καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Θα περίμενε κανείς, λοιπόν, βλέποντας τα πράγματα τεχνοκρατικά ουδέτερα, η κυβέρνηση να αντλήσει κρατικά έσοδα από τα υπερκέρδη των επιχειρήσεων. Οχι μόνο δεν το έπραξε, αλλά αντίθετα προχώρησε σε μια προκλητική μείωση των φόρων τους. Στο 5% που είχε μειώσει το ΠΑΣΟΚ τη φορολογία των κερδών, προσέθεσε ένα ακόμη 10%, με αποτέλεσμα η φορολογία των κερδών από το 40% να πέσει μέσα σε ελάχιστα χρόνια στο 25%. Δηλαδή, η κυβέρνηση έκανε το αντίθετο από αυτό που θα τη συμβούλευε ένας ουδέτερος τεχνοκράτης, ένας καλός λογιστής. Αντί να εκμεταλλευτεί την ανάπτυξη και την κερδοφορία των επιχειρήσεων για να αντλήσει πόρους και να θωρακίσει τα δημόσια οικονομικά, μείωσε τη συνεισφορά των καπιταλιστών στα δημόσια έσοδα, με αποτέλεσμα η ελλειμματικότητα να διατηρηθεί και πλέον το μέλλον να φαντάζει ζοφερότατο. Η μεταφορά κρατικών πόρων στις επιχειρήσεις έχει και άλλες παραμέτρους (τα σκάνδαλα μας θυμίζουν από καιρού εις καιρόν μερικές απ’ αυτές), όμως εμείς μείναμε μόνο στη φανερή δημοσιονομική πτυχή, αυτή που έχει να κάνει με τα κρατικά έσοδα.
Η πολιτική, βέβαια, είναι ταξική. Ποτέ δεν είναι τεχνοκρατική. Εκείνο που έκανε η κυβέρνηση Καραμανλή, ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο με την προκάτοχό της κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, ήταν να βοηθήσει τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις να συσσωρεύσουν περισσότερα κέρδη. Η περίοδος της σχετικής ανάπτυξης ήταν η ευκαιρία τους και δεν την άφησαν ανεκμετάλλευτη. Η εκμετάλλευση των εργατών έγινε υπερεκμετάλλευση, ο φτωχο-αγροτικός πληθυσμός ξεκληρίστηκε, οι κοινωνικές δαπάνες έφτασαν στο ελάχιστο δυνατό επίπεδο, οι καπιταλιστές πλήρωσαν λιγότερους φόρους και ταυτόχρονα τα δημόσια οικονομικά εξακολούθησαν να κινούνται στη σφαίρα της ελλειμματικότητας.
Τι θα γίνει τώρα που μπήκαμε στην περίοδο των «ισχνών αγελάδων»; Το δημοσιονομικό έλλειμμα θα εκτροχιαστεί. Για την κάλυψή του θα απαιτηθεί πρόσθετος δανεισμός, που πλέον γίνεται με επαχθέστερους όρους και που η εξυπηρέτησή του θα ανατροφοδοτήσει το έλλειμμα. Ο εκτροχιασμός του ελλείμματος θα οδηγήσει σε νέα πίεση πάνω στις κοινωνικές δαπάνες. Και βέβαια, η κυβέρνηση δεν πρόκειται να καταφύγει σε –καθυστερημένη έστω– αύξηση της φορολογίας των επιχειρήσεων. Στους λεγόμενους μικρομεσαίους έπεσε ήδη το πρώτο χαράτσι. Τη δικαιολογία την ξέρουμε: πρέπει να ενισχυθούν οι επιχειρήσεις για ν’ αντιμετωπίσουν την κρίση και να μην έχουμε αύξηση της ανεργίας!