Το χτύπημα στο απεργιακό δικαίωμα ξεσηκώνει δίκαια κύματα οργής στους εργάτες και μισθωτούς εργαζόμενους. Προβλέπεται (άρθρο 211) ότι για τη λήψη απόφασης για απεργία απαιτείται υποχρεωτικά απαρτία 50%+1 των ταμειακώς τακτοποιημένων μελών ενός πρωτοβάθμιου σωματείου. Είναι ψέμα ότι αυτό δεν ισχύει για τα πρωτοβάθμια σωματεία πανελλαδικής ή τοπικής εμβέλειας, όπως λέει η Αχτσιόγλου. Αν ήταν έτσι ή θα έβαζαν ρητή διάταξη εξαίρεσης ή θα έκαναν έστω μια ερμηνευτική διευκρίνιση στην αιτιολογική έκθεση του πολυνομοσχέδιου. Ετσι, αν προκύψει θέμα με απεργιακή απόφαση ενός πανελλαδικού ή τοπικής εμβέλειας πρωτοβάθμιου σωματείου, οι εργοδότες θα προσφύγουν στα αστικά δικαστήρια, που ξέρουμε τι αλλεργία παθαίνουν όταν ακούνε τη λέξη «απεργία».
Ο άθλιος Τσακαλώτος, από τη μια είπε ότι «προσπαθήσαμε να αποφύγουμε και αυτή τη διάταξη», αλλά «ηττηθήκαμε» και από την άλλη -με το προκλητικό επιχείρημα «κάθε εμπόδιο για καλό»- είπε ότι «αυτό που έχει σημασία, είναι να δούμε πώς θα ενεργοποιηθούν οι εργαζόμενοι να συμμετέχουν στα συνδικάτα, να είναι περισσότερο διεκδικητικοί, να έχουν συμμετοχή για να ξεπεράσουν αυτό το εμπόδιο»! Δηλαδή, μας είπε ότι προχωρούν σε νέα εμπόδια στο απεργιακό δικαίωμα, ιδιαίτερα στο πρωτοβάθμιο συνδικαλιστικό επίπεδο, εκεί που ασκείται άμεσα η τρομοκρατία των καπιταλιστών εργοδοτών, για να βοηθήσουν τον συνδικαλισμό να δυναμώσει! Οι αλήτες του ΣΥΡΙΖΑ έχουν ξεπεράσει κάθε όριο.
Ομως η αντεργατική λαίλαπα δε σταματά μόνο στο δικαίωμα της απεργίας. Με το άρθρο 396 του πολυνομοσχέδιου μπαίνει στο στόχαστρο το επίδομα ανθυγιεινής και επικίνδυνης εργασίας στο δημόσιο τομέα, όμως στην πραγματικότητα ανοίγει και πάλι το ζήτημα των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων, που εδώ και χρόνια βρίσκεται σταθερά στο στόχαστρο των καπιταλιστών και των αστικών κυβερνήσεων που προωθούν τα συμφέροντά τους.
Η διάταξη ορίζει ότι το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας, που παίρνουν ορισμένες κατηγορίες εργαζόμενων στο Δημόσιο (καθαριότητα ΟΤΑ, νοσηλευτές, προσωπικό νοσοκομειακών εργαστηρίων και μερικές ακόμα ειδικότητες) θα επανασχεδιαστεί «από μηδενική βάση». Θα καθοριστούν νέα κριτήρια χορήγησης και νέος τρόπος υπολογισμού, ενώ και το ύψος του επιδόματος ανά κατηγορία δικαιούχων θα καθορίζεται ανάλογα με την «έκταση και τη συχνότητα έκθεσης των εκάστοτε δικαιούχων στους παράγοντες κινδύνου που επικρατούν στους χώρους εργασίας», όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση. Αξίζει τον κόπο να διαβάσει κανείς ολόκληρο το σχετικό κεφάλαιο της αιτιολογικής έκθεσης, για να αντιληφθεί τη λογική του, που κάθε άλλο παρά καινούργια είναι.
Τους (ξανα)πήρε ο πόνος για την προστασία της υγείας των εργαζόμενων. Γι' αυτό και λένε ότι θα συγκεράσουν το ανθυγιεινό επίπεδο «με την ανάγκη για σχεδιασμό βραχυπρόθεσμων, μεσοπρόθεσμων καθώς και μακροπρόθεσμων δράσεων για την κατά το δυνατό άμβλυνση των παραγόντων κινδύνου και την εγκαθίδρυση και εμπέδωση των αναγκαίων συνθηκών πρόληψης και προστασίας των εργαζομένων». Εμείς που, όπως γνωρίζουν οι αναγνώστες μας, ασχολούμαστε συστηματικά εδώ και δεκαετίες με τα ασφαλιστικά, έχουμε διαβάσει πολλές φορές μέχρι τώρα τέτοιες διατυπώσεις. Κάθε φορά, αυτό το πρόστυχο ενδιαφέρον για την προστασία της υγείας των εργαζόμενων στις βαριές και ανθυγιεινές εργασίες, συνοδευόταν με μέτρα χτυπήματος του καθεστώτος των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων.
Φτιάχνοντας τώρα μια «Επιτροπή αξιολόγησης επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας», η οποία θα προχωρήσει «για πρώτη φορά σε ευρωπαϊκό επίπεδο (sic!) στην ολιστική προσέγγιση του καθεστώτος χορήγησης επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας στον δημόσιο τομέα», είναι έτοιμοι όχι μόνο να κόψουν το επίδομα από ορισμένες κατηγορίες δημόσιων υπάλληλων που το παίρνουν (ή να το μειώσουν σε άλλες κατηγορίες, με το… επιστημονικό επιχείρημα ότι η δική του εργασία είναι… λιγότερο ανθυγιεινή), αλλά να επιδράμουν -σε επόμενη φάση- στους εργαζόμενους που ασφαλίζονται στα ΒΑΕ.
Από την αντεργατική λαίλαπα δε γλιτώνουν και τα επιδόματα αναπηρίας, που επίσης βρίσκονται εδώ και δεκαετίες σταθερά στο στόχαστρο της κεφαλαιοκρατίας και των κυβερνήσεών της. Σύμφωνα με το άρθρο 215 του πολυνομοσχέδιου, από τον Φλεβάρη θ' αρχίσει να εφαρμόζεται «πιλοτικό πρόγραμμα», που -όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση- «έχει ως στόχο να προετοιμάσει τη μετάβαση από την τρέχουσα ιατροκεντρική προσέγγιση της εκτίμησης της αναπηρίας σε έναν τρόπο εκτίμησης που θα περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργικότητα του ατόμου με αναπηρία».
Οποιος έχει εμπειρία από τέτοιες διαδικασίες βλέπει εδώ μια προσπάθεια παραπέρα μείωσης των επιδομάτων αναπηρίας, ακόμα και κατάργησής τους σε κάποιες περιπτώσεις, με τη διαβάθμιση της αναπηρίας και το συνδυασμό της με εργασία ενός τμήματος των αναπήρων! Και βέβαια, το «πιλοτικό πρόγραμμα», που θα εφαρμοστεί σε «ένα δείγμα μόνον του συνολικού πληθυσμού των δυνητικών δικαιούχων, προκειμένου να διαπιστωθεί η καλή εφαρμογή των προτεινόμενων αλλαγών», σύντομα θα οδηγήσει στη σκληρότερα ως τώρα επίθεση στα δικαιώματα των εργασιακά ανάπηρων.