Δύο λύσεις είχε ο ΣΥΡΙΖΑ στην ψηφοφορία που έγινε στην Ολομέλεια της Βουλής για την κύρωση της συμφωνίας για την επέκταση των αμερικάνικων βάσεων (στην αρμόδια Κοινοβουλευτική Επιτροπή είχε επιφυλαχθεί). 'Η θα ψήφιζε θετικά ή θα ψήφιζε «παρών». Να καταψήφιζε αποκλειόταν. Πρώτο, επειδή ήταν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ που έκλεισε αυτή τη συμφωνία, εφαρμόζοντάς την μάλιστα πριν από την τυπική υπογραφή της (οι Αμερικάνοι χρησιμοποιούσαν ήδη όλες τις ελληνικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις που πλέον έχουν επίσημα μετατραπεί σε αμερικάνικες βάσεις). Δεύτερο, επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κόμμα εξουσίας που «τα έδωσε όλα» σε εκδηλώσεις αμερικανοδουλείας. Δεν μπορούσε να κάνει ανάποδη κωλοτούμπα και να πετάξει αυτό που ως κυβέρνηση είχε χτίσει και να πρέπει να το ξαναχτίσει από την αρχή όταν θα ξαναβρεθεί στην κυβέρνηση. Αλλωστε, και ως αντιπολίτευση διατηρεί τις σχέσεις του με τους Αμερικάνους (φανερές και κρυφές). Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Πάιατ, αμέσως μετά την επιστροφή του από την Ουάσινγκτον, όπου είχε πάει για την επίσκεψη Μητσοτάκη, συναντήθηκε με τον Τσίπρα.
Επειδή ο Τσίπρας είχε στηρίξει την προπαγάνδα του για το «φιάσκο Μητσοτάκη στην Ουάσινγκτον» στο ότι «τα έδωσε όλα και δεν πήρε τίποτα» και είχε ζητήσει από τον Μητσοτάκη να παγώσει την ψήφιση της συμφωνίας μέχρι οι Αμερικάνοι να κάνουν «καθαρές» δηλώσεις υπέρ της Ελλάδας και κατά της Τουρκίας, και επειδή τέτοιες δηλώσεις δεν έγιναν (ούτε φυσικά υπήρχε περίπτωση να γίνουν, όπως δεν έγιναν και επί Τσίπρα), δεν μπορούσε ο ΣΥΡΙΖΑ να υπερψηφίσει τη συμφωνία. Θα ήταν σαν να σερνόταν πίσω από τον Μητσοτάκη. Πέταξε τις κορόνες του, λοιπόν, και ανακοίνωσε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα ψηφίσει «παρών». Τσίπρας και Μητσοτάκης συμφώνησαν ότι πρόκειται για μια «εθνικά συμφέρουσα» συμφωνία και διασταύρωσαν τα ξίφη τους σε μια αποκριάτικη μονομαχία επί της τακτικής. Οι Αμερικάνοι, φυσικά, δεν έχουν πρόβλημα με κάτι τέτοια. Τους αρκεί η επί της ουσίας ομοφωνία.