Στις 3 του Απρίλη, στην παρέμβαση της Κόντρας για την αντιμετώπιση της πανδημίας του νέου κοροναϊού, γράφαμε:
Το μέλλον μας είναι ο κομμουνισμός
Καθώς θα δίνουμε αυτή τη μάχη, που είναι μάχη ζωής για πολλούς από τους ανθρώπους μας, επιστρατεύοντας από τη μια τη συντροφικότητα και την κοινωνική αλληλεγγύη και από την άλλη τη διεκδίκηση για αποφασιστικά μέτρα από το αστικό κράτος, είναι ευκαιρία να στοχαστούμε και πάλι πάνω σε όσα έχουμε σταματήσει να στοχαζόμαστε, ιδιαίτερα από τότε που δεχτήκαμε τη βάρβαρη επίθεση με τα Μνημόνια και αρχίσαμε να μετράμε ήττες (ήττες που οφείλονται στην απουσία ισχυρής ταξικής οργάνωσης).
- Η πανδημία του νέου κοροναϊού, έτσι όπως τη βλέπουμε να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας, στη χώρα μας και διεθνώς, αποτελεί μια ακόμα απόδειξη του ότι ο καπιταλισμός είναι ένα σάπιο σύστημα που τρέφεται με τις σάρκες της εργαζόμενης κοινωνίας. Αποκαλύπτεται μπροστά στα μάτια μας ο αγριανθρωπισμός του δόγματος «πρώτα η οικονομία», που σημαίνει πρώτα τα κέρδη, έστω κι αν χρειαστεί να οδηγηθούν στο θάνατο χιλιάδες άνθρωποι μέσα σε λίγο χρόνο.
- Η διαχείριση της πανδημίας αποκάλυψε τη χρεοκοπία του λεγόμενου «νεοφιλελεύθερου μοντέλου», του μοντέλου της ιδιωτικοποίησης των πάντων, ακόμα και των κρατικών συστημάτων Υγείας, επειδή ο ιδιωτικός καπιταλισμός είναι δήθεν πιο αποτελεσματικός. Πού είναι ο ιδιωτικός τομέας στην αντιμετώπιση της πανδημίας; Εξαφανισμένος. Κάνει μπίζνες με την πελατεία του, αφήνοντας στο υποστελεχωμένο και υλικοτεχνικά διαλυμένο κρατικό σύστημα να δίνει μόνο του τη μάχη, χάρη μόνο στο φιλότιμο και τον κοινωνικό αλτρουϊσμό των εργαζόμενων σ’ αυτό. Αυτών που τώρα υποκριτικά τους χειροκροτούν αυτοί που προηγουμένως τους λοιδορούσαν, τους αποκαλούσαν τεμπέληδες και αναποτελεσματικούς.
- Σε όλο τον κόσμο εμφανίστηκε ήδη ο μαυραγοριτισμός. Που επεκτείνεται από τα είδη ατομικής προστασίας μέχρι την έρευνα για φάρμακα και εμβόλια (χαρακτηριστική η σύγκρουση Γερμανίας-ΗΠΑ, με τις κατηγορίες των Γερμανών ότι η κυβέρνηση Τραμπ προσπάθησε να εξαγοράσει γερμανικό ερευνητικό εργαστήριο που φέρεται να είναι πιο προχωρημένο στην έρευνα, προκειμένου να δοθεί το όποιο φάρμακο μόνο σε αμερικάνικα χέρια!). Η απληστία των καπιταλιστών για κέρδη, η απληστία των ιμπεριαλιστικών κρατών για απόκτηση πλεονεκτήματος έναντι των ανταγωνιστών τους, κορυφώνεται ακόμα και μπροστά σε μια πανδημία που θερίζει ανθρώπους.
Κανένα μέλλον δεν υπάρχει για την εργαζόμενη ανθρωπότητα σ’ αυτό το σύστημα. Μόνο εκμετάλλευση, καταπίεση, ακόμα και θάνατος. Οχι μόνο στους άδικους πολέμους τους, αλλά και εν καιρώ ειρήνης, στην αντιμετώπιση μιας επιδημίας.
Δίνοντας τον αγώνα για την προστασία της ζωής των ανθρώπων μας, σε συνθήκες λειψής ενημέρωσης, παραπληροφόρησης και ημίμετρων από τις αστικές κυβερνήσεις, δίνοντας τον αγώνα για να μη φορτωθούν τα βάρη της νέας κρίσης στις πλάτες της εργατικής τάξης και του λαού, ας ατσαλώσουμε τη θέλησή μας ν’ αλλάξουμε τον κόσμο. Το μέλλον μας είναι ο κομμουνισμός, μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, με τους εργαζόμενους να διαφεντεύουν το προϊόν της δουλειάς τους, με τον άνθρωπο «να σφυρηλατεί το κεφαλαίο άλφα του».
Σήμερα, ένα μήνα αργότερα, Πρωτομαγιά του 2020, επαναλαμβάνουμε αυτά τα λόγια. Οχι μόνο γιατί είναι Πρωτομαγιά, μέρα της εργατικής τάξης όλου του κόσμου, κατά την οποία οφείλουμε να στοχαζόμαστε για το μέλλον, αλλά και επειδή η περίοδος της καραντίνας, από την οποία άρον-άρον και χωρίς τα στοιχειώδη μέτρα προστασίας βγάζει τον ελληνικό λαό το αστικό κράτος, παίζοντας στα ζάρια τις ζωές των ηλικιωμένων και εν γένει των ευάλωτων ανθρώπων, απέδειξε για μια ακόμα φορά το βαθύ ταξικό διαχωρισμό της κοινωνίας, που σε περιόδους κρίσης κάνει τους πλούσιους πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους.
Αλλη μια Πρωτομαγιά θλίψης για την εργατική τάξη, σε όλο τον κόσμο. Η κατάσταση είναι απελπιστική, απ' όλες τις απόψεις. Η απελπισία, όμως, είναι ο χειρότερος σύμβουλος, γιατί οδηγεί στην αδράνεια και την παραίτηση. Τα λόγια του ποιητή πρέπει να οδηγήσουν τη σκέψη μας: «Κι αν είν' ο λάκκος σου πολύ βαθύς, χρέος με τα χέρια σου να σηκωθείς».
Αυτά γράφαμε την Πρωτομαγιά του 2017. Τρία χρόνια μετά, η εικόνα είναι ακόμα πιο καταθλιπτική. Γιατί στην κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά την περίοδο της μνημονιακής δεκαετίας, έρχεται να προστεθεί η απειλή της νέας κρίσης, προ των πυλών της οποίας βρισκόταν ήδη ο παγκόσμιος καπιταλισμός, για να έρθει η πανδημία του κοροναϊού να επιταχύνει την εκδήλωσή της και να αυξήσει απότομα το βάθος της.
Κι όταν υπάρχει κρίση, ξέρουμε πολύ καλά ότι ποτέ δεν «είμαστε όλοι μαζί». Η διαχείριση της κρίσης έχει ταξικό πρόσημο. Η κεφαλαιοκρατία δε φορτώνει απλά τα βάρη της κρίσης στις πλάτες της εργατικής τάξης και των εργαζόμενων μικροαστικών στρωμάτων, αλλά προσπαθεί να μετατρέψει την κρίση σε ευκαιρία, όπως ξεδιάντροπα διακηρύσσουν καπιταλιστές, οικονομολόγοι, ξεδιάντροποι αστοί πολιτικοί και δημοσιογραφικά παπαγαλάκια.
Σε ποια κατάσταση βρίσκει την εργατική τάξη αυτή η νέα κρίση;
Στην εργατική τάξη πρέπει να λέμε την αλήθεια (που και η ίδια τη βλέπει, άλλωστε) και όχι να προσπαθούμε να τη βάλουμε μέσα σε ροζ συννεφάκια φανταστικών αγωνιστικών εξάρσεων. Οποιοι προσπαθούν να το κάνουν αυτό, στο τέλος μπαίνουν οι ίδιοι στα ροζ συννεφάκια και αρμενίζουν αμέριμνοι, ερήμην της εργατικής τάξης.
Βλέποντας την κατάσταση, στη χώρα μας και παγκόσμια, οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι είναι πολύ πίσω από τις ανάγκες των καιρών, σε όλα τα επίπεδα.
Μιλώντας για το πολιτικό επίπεδο, πρέπει να επισημάνουμε από τη μια την παντελή έλλειψη επαναστατικής πολιτικής οργάνωσης του προλεταριάτου, η οποία να μπορεί να επηρεάσει τις εξελίξεις, και από την άλλη την κυριαρχία των αστικών πολιτικών ρευμάτων, μεταξύ των οποίων και διάφορα ακροδεξιά και ανοιχτά φασιστικά ρεύματα, τα οποία στηρίζονται και σε εργατικές ψήφους. Αντίβαρο σ' αυτά τα ρεύματα δεν είναι το πολιτικά οργανωμένο προλεταριάτο, αλλά τα παραδοσιακά αστικά κοινοβουλευτικά ρεύματα, που εξακολουθούν να είναι κυρίαρχα και να διευθύνουν τα αστικά κράτη.
Μιλώντας για το διεκδικητικό επίπεδο, πρέπει να επισημάνουμε ότι οι αντιστάσεις που αναπτύσσονται σε διάφορες χώρες είναι ποσοτικά λίγες (σε σχέση με τις επιθέσεις που δέχεται η εργατική τάξη) και ποιοτικά αδύναμες. Χαλιναγωγημένες τις περισσότερες φορές από την πουλημένη στο κεφάλαιο συνδικαλιστική γραφειοκρατία, λειτουργούν κυρίως ως εκδηλώσεις διαμαρτυρίας (με στόχο να εξαργυρωθούν στη μελλοντική κάλπη), παραμένουν ασφυκτικά μέσα στα όρια της αστικής νομιμότητας και τις λίγες φορές που τα ξεπερνούν κατά κανόνα λυγίζουν μπροστά στο δυσμενή συσχετισμό που δημιουργούν οι συνασπισμένες δυνάμεις του κεφαλαίου, καθώς οι εργατικές δυνάμεις ως σύνολο δεν μπορούν να αντιπαραθέσουν ούτε την ενότητα στο δρόμο, όντας κατακερματισμένες.
Βέβαια, η εκτίμηση των ταξικών συσχετισμών, ακόμα κι αν αφορά περιόδους μερικών χρόνων, δεν παύει να αποτελεί μια φωτογραφία, από την άποψη της Ιστορίας. Ο καπιταλισμός δεν είναι αιώνιο σύστημα, όπως δεν υπήρξαν αιώνια όλα τα προηγούμενα συστήματα κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης. Το τέλος της Ιστορίας δεν ήρθε, ούτε πρόκειται ποτέ να υπάρξει. Η ταξική πάλη, ακόμα κι όταν ο απολογισμός της είναι συντριπτικά μονομερής υπέρ των δυνάμεων του κεφαλαίου, δεν εξαφανίζεται.
Από κοσμοθεωρητική άποψη, εξακολουθούμε να έχουμε την ίδια βεβαιότητα, ότι ο καπιταλισμός θα αντικατασταθεί από το ανώτερο κοινωνικό σύστημα του Κομμουνισμού. Δεν είναι στοίχημα (όπως υποστηρίζουν κάποιοι οπορτουνιστές, οπαδοί του πιο χυδαίου φιλοσοφικού σχετικισμού), αλλά ιστορική νομοτέλεια. Κι είναι αυτή η βεβαιότητα που μας γεμίζει με δύναμη.
Ομως, το να επαναλαμβάνουμε απλά την άποψή μας για την ιστορική νομοτέλεια δεν αρκεί. Οφείλουμε να δίνουμε απαντήσεις πειστικές, που από τη μια να θεμελιώνουν την άποψή μας για την ιστορική νομοτέλεια και από την άλλη να φωτίζουν το δρόμο που πρέπει ν' ακολουθήσουν οι πρωτοπόροι προλετάριοι, για να κινηθούν στην κατεύθυνση αυτής της ιστορικής νομοτέλειας, πειθαρχημένα, αποφασιστικά, με γνώση, ως οικοδόμοι ενός κινήματος της επαναστατικής ανατροπής και όχι ως θλιβεροί ακόλουθοι αστικών και μικροαστικών δοξασιών και αιρέσεων.
Δέκα χρόνια μετά την έναρξη της μνημονιακής περιόδου, η οποία ποτέ δεν τερματίστηκε, ούτε τυπικά ούτε ουσιαστικά, φαίνεται καθαρά η στενή συνάφεια που υπάρχει ανάμεσα στην καταστροφική πορεία της κρίσης, στη διαχείρισή της από τις δυνάμεις του κεφαλαίου και στην πολιτική διαχείριση από τα αστικά κοινοβουλευτικά κόμματα. Αυτά τα συμπεράσματα πρέπει να γίνουν οδηγός μας μπροστά στη νέα κρίση.
Ας θυμηθούμε τη σκυταλοδρομία στην πολιτική διακυβέρνηση:
Οι «αντιμνημονιακοί» του 2010 μπήκαν σε συγκυβέρνηση με τους μνημονιακούς το 2011 και σε νέα συγκυβέρνηση το 2012, για να παραχωρήσουν τη θέση τους στους εναπομείναντες «συνεπείς αντιμνημονιακούς», που έφτιαξαν συγκυβέρνηση το 2015, για να συνεχίσουν την ίδια πολιτική. Μπορεί να ονειρεύτηκαν ότι θα τους επιτραπεί να κάνουν κάποια μικρομερεμέτια στη μνημονιακή πολιτική, που θα τους επέτρεπαν να συνεχίσουν αλώβητοι την πορεία τους στην εξουσία, όμως σ' ένα εξάμηνο είχαν απαλλαγεί από τις… αυταπάτες τους, είχαν ψηφίσει το τρίτο Μνημόνιο, συνέχισαν με εφαρμοστικούς νόμους να προσθέτουν καινούργια αντιλαϊκά μέτρα στις πλάτες του λαού (χωρίς να καταργήσουν ούτε ένα από τα μέτρα των προηγούμενων Μνημονίων), το 2018 υπέγραψαν το μετα-Μνημόνιο, που επεκτείνει τη βάρβαρη πολιτική της κινεζοποίησης και του αποικισμού «στο διηνεκές», για να παραδώσουν τη σκυτάλη σε μια (υποτίθεται) αναβαπτισμένη Δεξιά, η οποία συνεχίζει με μεγάλη απόλαυση την ίδια πολιτική, επικαλούμενη τη λαϊκή ψήφο.
Ολη αυτή η σκυταλοδρομία των αστικών κυβερνήσεων την τελευταία δεκαετία δεν έγινε πραξικοπηματικά-δικτατορικά. Με την ψήφο του λαού έγινε. Μια ψήφο φορτωμένη με ελπίδες, πότε για ριζική αλλαγή της κατάστασης και πότε για «ένα-δυο πραγματάκια έστω». Οι ήττες στο πεδίο των ταξικών αγώνων, των χειραγωγημένων από την αστικοποιημένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, που τους μετέτρεπε σε ειρηνική-άσφαιρη διαμαρτυρία, ώστε να οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην ήττα, μετατράπηκαν σε θρησκευτικού τύπου καταφυγή στον κοινοβουλευτικό κρετινισμό.
Οταν χάνουμε κατά κράτος σε διαδοχικές μάχες με τις δυνάμεις του κεφαλαίου, στην πραγματικότητα «με κάτω τα χέρια», όταν χάνουμε ακόμη και τα στοιχειωδέστερα δικαιώματα, όταν μετά από δεκαετίες ξαναέχουμε εργατικές οικογένειες που δεν έχουν να φάνε, τότε οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως ο εχθρός μάς νίκησε γιατί εμείς δεν ήμασταν στοιχειωδώς οργανωμένοι σε ταξική βάση, στοιχειωδώς ικανοί ακόμα και για μια οργανωμένη άμυνα που θα καθυστερούσε την επέλαση του αντίπαλου.
Χρόνια τώρα, παλεύουμε κάτω από ξένες σημαίες. Αρκούμασταν στο λίγο, ξεχάσαμε τι σημαίνει να είσαι εργάτης, εμπιστευόμασταν τον κάθε λαοπλάνο, παρασυρόμασταν από τις σειρήνες μιας ψεύτικης ευμάρειας, χτίζαμε μικροαστικά όνειρα αγνοώντας τι σημαίνει καπιταλισμός. Κι όταν η κρίση χτύπησε και ο ταξικός εχθρός εξαπέλυσε τη βίαιη επίθεσή του, αιφνιδιαστήκαμε, χάσαμε τον μπούσουλα, νομίσαμε ότι αρκεί ο θυμός και η αλλαγή της ψήφου για ν’ αλλάξουν μια κατάσταση που ξεπηδούσε από την ίδια την ουσία του καπιταλιστικού συστήματος. Ας μην επαναλάβουμε τα ίδια λάθη.
Από τα μέσα Μάρτη, που άρχισαν να εφαρμόζονται μέτρα καραντίνας, φάνηκε καθαρά ότι η διαχείριση και αυτής της κρίσης θα γίνει με τον παραδοσιακό τρόπο του κεφαλαίου. Μαζικές απολύσεις, μαζικές διαθεσιμότητες (αναστολή εργασίας) με ένα προνοιακό επίδομα 533 ευρώ το μήνα (και ασφάλιση σ’ αυτό και όχι στον ασφαλιστέο μισθό ή μεροκάματο), εκ περιτροπής εργασία με το μισό μισθό κτλ. κτλ.
Αχόρταγοι οι καπιταλιστές ζητούν ακόμα και τη μετατροπή των εργαζόμενων σε «πράγματα», που θα τα νοικιάζει ο ένας καπιταλιστής στον άλλο! Και ο Μητσοτάκης διαβεβαιώνει πως όλα τα μέτρα που αποφασίστηκαν με πρόσχημα την καραντίνα «δεν θα σιγήσουν την επόμενη μέρα».
Η τάση του κεφαλαίου, ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης, να επιδιώκει την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, μέσω της οποίας επιτυγχάνει το μέγιστο κέρδος, είναι μια αντικειμενική τάση μέσα στον καπιταλισμό. Ο βαθμός που το επιτυγχάνει αυτό, όμως, εξαρτάται από την πορεία της ταξικής πάλης. Από το πόσο ισχυρή, οργανωμένη και αποτελεσματική είναι η αντίσταση της εργατικής τάξης. Η τάση του κεφαλαίου δεν καταργείται ποτέ μέσα στον καπιταλισμό, όμως η ταξική πάλη του προλεταριάτου μπορεί να ανακόψει την ορμή της, να ακυρώσει πλευρές της, να καθυστερήσει την εφαρμογή των πιο καταστροφικών μέτρων.
Ολόκληρη η ιστορία του εργατικού κινήματος τους τελευταίους δυο αιώνες είναι ιστορία πάλης ενάντια στους συνεχείς σφετερισμούς του κεφαλαίου. Το αίμα των εργατών του Σικάγο σφράγισε τους αγώνες για το 8ωρο, όπως προηγουμένως το αίμα των Κομμουνάρων του Παρισιού έβαλε για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία τη δυνατότητα ενός εργατικού κράτους, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Οι εργατικοί αγώνες των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, συχνά βίαιοι και αιματηροί, οδήγησαν σε μια σειρά κατακτήσεις, ειδικά όταν τα βήματα των εργατών φωτίζονταν από τη νίκη της μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης και τη δημιουργία του πρώτου εργατικού κράτους, που αναπτυσσόταν θυελλώδικα έχοντας βάλει τους καπιταλιστές και το σύστημά τους στο μουσείο.
Ιδιο είναι το ταξικό δίλημμα και στις σημερινές συνθήκες, στις συνθήκες κατά τις οποίες η κρίση χρησιμοποιείται (και θα χρησιμοποιηθεί πιο έντονα στο αμέσως προσεχές χρονικό διάστημα) ως αφορμή για μια νέα ολομέτωπη επίθεση ενάντια στην εργατική τάξη, για το σάρωμα κάθε κατάκτησης που έχει απομείνει από τα Μνημόνια, για τη διαμόρφωση ενός βαθιού εργασιακού μεσαίωνα: ‘Η θα υψώσουμε μέτωπο αντίστασης στην πανδημία του κεφαλαίου ή θα βυθιστούμε στον εφιάλτη του εργασιακού μεσαίωνα.
Ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα ιστορικά τελειωμένο. Ενα σύστημα εχθρικό προς τους εργαζόμενους. Ενα σύστημα εχθρικό ακόμα και για τον αέρα που αναπνέουμε. Οι εργαζόμενοι είναι οι μοναδικοί παραγωγοί του κοινωνικού πλούτου. Από τη δική τους εργασία δημιουργούνται τα πάντα. Οι καπιταλιστές σαν παράσιτα απομυζούν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος αυτού του πλούτου. Σε περιόδους κρίσης, το μέγεθος της εκμετάλλευσης, το μέγεθος της αδικίας φαίνονται πιο καθαρά. Αυτό το ιστορικά τελειωμένο σύστημα, όμως, μπορεί και διαιωνίζει την ύπαρξή του, καταδικάζοντας την κοινωνική πλειοψηφία στη φτώχεια, τη μιζέρια, ακόμα και την πείνα, όσο η εργατική τάξη του το επιτρέπει, όσο δεν βρίσκει απέναντί του ένα ρωμαλέο επαναστατικό κίνημα που θ’ απαιτήσει να περάσουν τα μέσα παραγωγής σ’ αυτούς που τα δημιούργησαν και τα κινούν, να περάσει το προϊόν της παραγωγής σ’ αυτούς που το παράγουν, να γίνει ο κοινωνικός πλούτος κτήμα της εργαζόμενης κοινωνίας.
Για να σπάσει ο κύκλος της κινεζοποίησης πρέπει να σπάσει ο πολιτικός κύκλος του μεσσιανισμού και της ανάθεσης. Και για να γίνει αυτό, πρέπει η εργατική τάξη να πάψει να συγκεντρώνεται κάτω από ξένες σημαίες. Πρέπει ν’ αποκτήσει δική της φωνή, που δε θα υπερασπίζεται μόνο τα άμεσα συμφέροντά της, αλλά και θα κηρύσσει το ιστορικό πρόταγμα της κοινωνικής απελευθέρωσης. Πρέπει να οργανωθεί πολιτικά.
Αν το καθήκον της πολιτικής οργάνωσης της εργατικής τάξης φαίνεται σαν ανάβαση στο Εβερεστ, ας αναλογιστούμε πως όπως καμιά βουνίσια κορφή δεν έμεινε απάτητη, έτσι κι αυτό το καθήκον κάθε άλλο παρά ακατόρθωτο είναι. Και είναι μονόδρομος!
Η Εργατική Πρωτομαγιά δεν είναι μια συνηθισμένη μέρα. Είναι μια μέρα συνδεμένη όχι μόνο με αγώνες για καλύτερα μεροκάματα και καλύτερες συνθήκες εργασίας, αλλά και με τον αγώνα για την κατάργηση του συστήματος της μισθωτής σκλαβιάς. Αυτές τις μέρες, καθώς η διαχείριση της νέας καπιταλιστικής κρίσης σφίγγει σαν θηλιά το λαιμό μας, πρέπει να ξαναπροβάλουμε αυτό το μεγάλο ιστορικό πρόταγμα.
Να πάψουμε να αισθανόμαστε σαν καταδικασμένοι σε μια αιώνια μοίρα.
Να συνειδητοποιήσουμε τη δύναμή μας.
Να διακηρύξουμε τη θέλησή μας να εξαφανίσουμε από προσώπου γης το σύστημα της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, την κοινωνική αδικία, τη βαρβαρότητα.
Κανένα μέλλον για μας και για τις ερχόμενες γενιές δεν υπάρχει στον καπιταλισμό. Το μέλλον μας θα το χτίσουμε μόνοι μας. Κανένας δεν πρόκειται να μας το χαρίσει.
Η προλεταριακή επανάσταση παραμένει πάντοτε το μεγάλο ζητούμενο της εποχής μας. Μόνο αυτή μπορεί να σαρώσει τον παλιό κόσμο και πάνω στα συντρίμμια του να χτίσει ένα νέο κόσμο, της δουλειάς, της αλληλεγγύης, της αδελφοσύνης, έναν κόσμο που τα αγαθά θ’ ανήκουν σ’ αυτούς που τα παράγουν, έναν κόσμο κομμουνιστικό.
Η κρίση μεγεθύνει και τη σαπίλα του αστικού πολιτικού και συνδικαλιστικού εποικοδομήματος. Ενός εποικοδομήματος που πολύ πριν το ξέσπασμα της σημερινής κρίσης είχε δείξει τα όριά του και το ρόλο του ως υπηρέτη της κεφαλαιοκρατίας.
Στο κοινοβουλευτικό επίπεδο οι ρόλοι είναι μοιρασμένοι. Η εκάστοτε κυβέρνηση αποφασίζει τα αντεργατικά και αντιλαϊκά μέτρα, η αξιωματική αντιπολίτευση την καταγγέλλει και ετοιμάζεται να πάρει τα ηνία στις επόμενες εκλογές, για να συνεχίσει την ίδια πολιτική, και η αστική-κοινοβουλευτική αριστερά φροντίζει για τη διατήρηση της ταξικής ειρήνης, λειτουργώντας σαν αμορτισέρ και προσπαθώντας να κρατήσει το κίνημα μέσα στο πλαίσιο της αστικής νομιμότητας. Να το κρατήσει στο επίπεδο ενός κινήματος διαμαρτυρίας, εμποδίζοντάς το να εξελιχθεί σ’ ένα κίνημα διεκδίκησης, σύγκρουσης και νίκης.
Εντελώς ξεφτιλισμένη είναι και η ποικιλόχρωμη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Μια σύγχρονη εργατοπατερία, πλήρως αστικοποιημένη, ένας μηχανισμός της συναίνεσης, του κοινωνικού εταιρισμού, του συμβιβασμού, της υποταγής, της μικρότερης αντίστασης, της νομιμοφροσύνης, της ήττας.
Μπορεί ο εργαζόμενος να ελπίζει σε βελτίωση –ή έστω σε μη χειροτέρευση– της θέσης του από την αλλαγή των κοινοβουλευτικών συσχετισμών; Μπορεί ο εργαζόμενος να ελπίζει ότι η συνδικαλιστική γραφειοκρατία όλων των τάσεων θα τον οδηγήσει σε αγώνες με νικηφόρα προοπτική; Η απάντηση είναι όχι.
Αυτό το όχι, όμως, έχει δυο άκρες. Η μία άκρη οδηγεί στη μοιρολατρία και την παραίτηση, στην επιλογή του μικρότερου κακού, στην ανάθεση σε κάποιους άλλους να μας εκπροσωπήσουν, ν’ αποφασίζουν αυτοί για λογαριασμό μας και εμείς να περιοριζόμαστε να τους χειροκροτούμε ή να τους ακολουθούμε σε πορείες που θυμίζουν κηδεία ή χαρούμενη εκδρομή. Η άλλη άκρη οδηγεί στην εγκατάλειψη της ηττοπάθειας και της αδράνειας και στην ανάληψη δράσης. Στο χτίσιμο μιας καινούργιας συλλογικότητας. Μιας συλλογικότητας εργατικής και δημοκρατικής, με διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας, στο πλαίσιο της οποίας αυτοί που θα αποφασίζουν θα είναι οι ίδιοι που θα εκτελούν τις αποφάσεις. Μιας συλλογικότητας που θα κάνει πράξη το παλιό σύνθημα «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη». Που δεν θα έχει σαν όριο των διεκδικήσεών της τις ανάγκες του καπιταλιστικού συστήματος αλλά τις ανάγκες των εργαζόμενων. Που δεν έχει σαν όριο των μορφών πάλης που χρησιμοποιεί την αστική νομιμότητα, αλλά την ανάγκη της νίκης των εργατικών δυνάμεων πάνω στις δυνάμεις του κεφάλαιου.
Ομως, πρέπει ν’ αρχίσουμε να οργανωνόμαστε όχι μόνο στο επίπεδο του εργασιακού χώρου, όχι μόνο για τις ανάγκες του άμεσου –αμυντικού εκ των πραγμάτων– αγώνα για το μεροκάματο, τις συνθήκες εργασίες, την ασφάλιση, αλλά και στο πολιτικό επίπεδο. Οχι για να γίνουμε κομμάτι του κοινοβουλευτικού συστήματος και των θεσμών του, αλλά για να πάρει πάλι σάρκα και οστά ο αγώνας για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού. Η πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης, πέρα από τα στενά όρια του αγώνα για την προστασία από τον ηθικό και φυσικό εκφυλισμό του καπιταλισμού, είναι όρος για την οικοδόμηση ενός επαναστατικού εργατικού κινήματος με προοπτική νίκης. Ζητούμενο είναι ο μπολσεβικισμός της εποχής μας.
Ας οργανωθούμε, λοιπόν. Οχι μόνο για να προστατευθούμε από την επίθεση των ημερών, αλλά για να ετοιμάσουμε την αντεπίθεσή μας. Ας οργανωθούμε πρωτίστως πολιτικά. Στη βάση της επαναστατικής κοσμοθεωρίας της εργατικής τάξης. Για να διεκδικήσουμε το μόνο μέλλον που μας αρμόζει: τον κομμουνισμό. Μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση, χωρίς καπιταλιστές και εργάτες, με την πιο πλατιά δημοκρατία για τους ανθρώπους της δουλειάς.
ΜΕΤΩΠΟ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΝΔΗΜΙΑ ΤΩΝ ΑΝΤΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ
ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΕΙ Η ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΙΑ
ΖΗΤΩ Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ








