Δεν είναι παράξενο, δυο χώρες να βρίσκονται σε πολεμικό συναγερμό, να παρατάσσουν τους πολεμικούς τους στόλους τον ένα απέναντι στον άλλο στην ανοιχτή θάλασσα, και την ίδια στιγμή οι πολίτες τους να παρακολουθούν τα τεκταινόμενα αραχτοί στις παραλίες;
Κι ακόμα, ο πολεμικός πυρετός να μη συνοδεύεται από τις προκαταρκτικές διπλωματικές κινήσεις, όπως απέλαση διπλωματών, αναστολή προξενικών δραστηριοτήτων, εμπάργκο σε εισαγωγές, απαγόρευση επιλεγμένων οικονομικών δραστηριοτήτων κτλ.;
Οχι, δεν υποστηρίζουμε ότι ο ελληνικός και ο τουρκικός στόλος στήθηκαν ο ένας απέναντι στον άλλο στην Ανατολική Μεσόγειο στο πλαίσιο κάποιου σόου. Ασφαλώς και υπάρχει αντιπαράθεση, όμως αυτή είναι ελεγχόμενη και σε καμιά περίπτωση δεν έχει το δραματικό χαρακτήρα που της προσδίδει η κρατική προπαγάνδα και στις δυο πλευρές του Αιγαίου.
Ας έχουμε υπόψη μας κάτι που ξεχνιέται μέσα στον ορυμαγδό της προπαγάνδας: Τουρκία και Ελλάδα εξακολουθούν να είναι μέλη του ΝΑΤΟ. Δηλαδή, στρατιωτικοί σύμμαχοι. Λέτε να πλησιάζουμε στην πρώτη στη σύγχρονη Ιστορία πολεμική αντιπαράθεση ανάμεσα σε μέλη της ίδιας στρατιωτικής συμμαχίας και η διαχείριση του προβλήματος να έχει αφεθεί στα χέρια ενός γραφειοκράτη, όπως είναι ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ, χωρίς να συγκληθεί το διακρατικό όργανο αυτής της συμμαχίας, σε επίπεδο υπουργών έστω;
Και για να τελειώνουμε με τα «προκαταρκτικά», να σημειώσουμε και ένα ακόμα ουσιαστικό σημείο, το οποίο επίσης αποσιωπάται από την προπαγάνδα. Η περιοχή στην οποία έχουν παραταχθεί οι δύο πολεμικοί στόλοι είναι καμιά διακοσαριά χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Κρήτης. Πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια, ούτε η Τουρκία ούτε η Ελλάδα θα ισχυρίζονταν ότι αυτή η περιοχή αποτελεί «εθνικό τους χώρο» («γαλάζια πατρίδα» για το τουρκικό καθεστώς, «ελληνική υφαλοκρηπίδα» για το ελληνικό). O ανταγωνισμός τους επί δεκαετίες είχε ως επίκεντρό του τον έλεγχο του Αιγαίου. Πώς προέκυψε η Ανατολική Μεσόγειος, ως «γαλάζια πατρίδα» για τους μεν και «ελληνική υφαλοκρηπίδα» για τους δε;
Ας επαναλάβουμε τα γενικότερα δεδομένα, γιατί χωρίς αυτά θα εγκλωβιστούμε στη λογική του «κακού σουλτάνου» που «θέλει να μας σκλαβώσει».
♦ Υπάρχει μια αυξημένη ζήτηση για φυσικό αέριο από τις χώρες της ΕΕ, που εισάγουν το 85% του αερίου που καταναλώνουν, με τη Ρωσία να αποτελεί το μεγαλύτερο εξαγωγέα (πουλάει περίπου το 40% του φυσικού αερίου που καταναλώνεται στην ΕΕ). Διεξάγεται εδώ και χρόνια ένας σκληρός αγώνας ανάμεσα στα βασικά ιμπεριαλιστικά κέντρα για την αλλαγή των συσχετισμών σ’ αυτήν την αγορά, ο όγκος της οποίας αναμένεται να αυξηθεί την επόμενη εικοσαετία-τριακονταετία. Αναζητούνται πλέον πιθανά κοιτάσματα και στην Ανατολική Μεσόγειο, η οποία παλαιότερα ήταν εκτός ερευνών των ενεργειακών μονοπωλίων.
♦ Η Τουρκία, μια από τις χώρες με τη μεγαλύτερη βαρύτητα στην Ανατολική Μεσόγειο, περιορίστηκε έξω από το παιχνίδι, καθώς διαμορφώθηκε ένα κουαρτέτο Ελλάδας-Ισραήλ-Αιγύπτου-Κύπρου. Το γεγονός ότι η Τουρκία κατέχει το ένα τρίτο της Κύπρου και κανένας δεν της ζητάει τη γνώμη της για τις έρευνες για υδρογονάνθρακες, μεγαλώνει τον εκνευρισμό στην τουρκική αστική τάξη. Η Τουρκία έχει επενδύσει πάνω από 1,2 δισ. δολάρια σε πλωτά γεωτρύπανα και συνοδευτικά σκάφη. Το κόστος λειτουργίας αυτού του ενεργειακού στόλου είναι τεράστιο (λέγεται ότι ξεπερνά τα 300.000 δολάρια ημερησίως). Οσο και να είναι αυτό το κόστος, το τουρκικό κράτος δεν το καταβάλλει για λόγους πρεστίζ. Απαιτεί ανταπόδοση.
♦ Η πιο βολική κυβέρνηση για να υπογράψει η Τουρκία μια συμφωνία για ρύθμιση ΑΟΖ ήταν η «κυβέρνηση» του Φαγιέζ Αλ Σαράτζ στη Λιβύη, η οποία ήταν περιορισμένη στην Τρίπολη. Εξω από την Τρίπολη έκαναν κουμάντο άλλες φατρίες, ενώ το κοινοβούλιο, το οποίο νομιμοποιεί μια κυβέρνηση, βρισκόταν υπό τον έλεγχο άλλων πολέμαρχων. Από την υπογραφή της συμφωνίας και μετά υπήρξαν εξελίξεις, από τις οποίες η φατρία του Σαράτζ βγήκε ενισχυμένη. Επομένως, de facto ενισχυμένο βγήκε και το τουρκολιβυκό σύμφωνο για την ΑΟΖ.
♦ Μια συμφωνία για ρύθμιση ΑΟΖ δεν είναι ένα τυπικό διμερές ζήτημα. Είναι ζήτημα στο οποίο θα πρέπει να συμφωνήσουν όλες οι γειτονικές χώρες, οι οποίες επηρεάζονται απ’ αυτή. Δεν είναι τυχαίο ότι, παρά τις καλές διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας-Αιγύπτου, η Αίγυπτος (με όλα τα καθεστώτα: Μουμπάρακ, Μόρσι, Σίσι) δε συμφωνούσε σε συνολική διμερή ρύθμιση, μολονότι από ελληνικής πλευράς είχε τεθεί το ζήτημα από το 2005. Διότι το χάραγμα ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου αφορά και την Τουρκία. Ετσι, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αναγκάστηκε να βάλει την ουρά στα σκέλια και να υπογράψει άρον-άρον με την Αίγυπτο συμφωνία μερικής χάραξης ΑΟΖ, αποδεχόμενη τις αιγυπτιακές απαιτήσεις. Τόσο ώστε να μην ενοχλεί την Τουρκία. Το Καστελόριζο έμεινε εκτός ρύθμισης, η Κρήτη και η Ρόδος αναγνωρίστηκαν με μειωμένη επήρεια (πράγμα που στις διαπραγματεύσεις των προηγούμενων χρόνων θεωρούνταν «εθνικό έγκλημα» από τις ελληνικές κυβερνήσεις).
♦ Η περιοχή στην οποία έχουν αντιπαραταχθεί οι δύο πολεμικοί στόλοι στην Ανατολική Μεσόγειο, νομικά (από την άποψη του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας), είναι αμφισβητούμενη περιοχή. Ούτε «γαλάζια πατρίδα» είναι ούτε «ελληνική υφαλοκρηπίδα» (πώς θα μπορούσε να είναι ελληνική υφαλοκρηπίδα, όταν δεν έχουν οριστεί οι συντεταγμένες της με οποιαδήποτε συμφωνία;). «Κανονικά», στις αμφισβητούμενες περιοχές απαγορεύεται οποιαδήποτε μονομερής ενέργεια. Και τέτοια ήταν η αποστολή του «Ορούτς Ρέις» για την πραγματοποίηση σεισμικών ερευνών, η οποία οδήγησε στην παράταξη των δύο στόλων.
Αυτή η σύντομη παράθεση των πραγματικών δεδομένων μας οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα ότι έχουμε ένα επεισόδιο στην αντιπαράθεση δυο αστικών κρατών στην ανοιχτή θάλασσα, εκατοντάδες μίλια μακριά από την επικράτειά τους, με επίδικο το χώρισμα της θάλασσας σε «οικόπεδα», με την προσδοκία ότι θα πάρουν κάποια ψίχουλα από τα ενεργειακά μονοπώλια, αν βρεθούν κάποια κοιτάσματα στην περιοχή και αν ποτέ τα ενεργειακά μονοπώλια κρίνουν συμφέρουσα την εξόρυξή τους (προς το παρόν έχουν αποσυρθεί από τις έρευνές τους στην ΑΟΖ της Κύπρου, γιατί το κόστος είναι μεγάλο και η διεθνής καπιταλιστική κρίση έχει ρίξει τη ζήτηση για καύσιμα).
Και βέβαια, ο ανταγωνισμός των δύο κρατών και των αστικών τάξεων που κάνουν το κουμάντο, δε θα μπορούσε να διεξαχθεί χωρίς τεράστιες δόσεις εθνικισμού, ο οποίος συσπειρώνει τους λαούς γύρω από τις αστικές πολιτικές ηγεσίες, ενώ παράλληλα λύνει και άλλα προβλήματα (λαός που έχει πειστεί ότι αντιμετωπίζει εθνικό κίνδυνο βάζει σε δεύτερη μοίρα τη φτώχεια, τη μιζέρια, την υπερεκμετάλλευση).
Ιμπεριαλιστική παρέμβαση
Η ιμπεριαλιστική παρέμβαση σ’ αυτήν τη νέα φάση της ελληνοτουρκικής αντιπαράθεσης είναι και πάλι ενεργή. ΗΠΑ, Γερμανία, Γαλλία, ΝΑΤΟ και σε μικρότερο βαθμό Ρωσία παρεμβαίνουν και με δημόσιες δηλώσεις και (κυρίως) παρασκηνιακά.
Αν εξαιρέσουμε τη Γαλλία, η οποία θέλει να πουλήσει οπλικά συστήματα πολλών δεκάδων δισ. ευρώ στην Ελλάδα, ενώ βρίσκεται και σε διαμάχη με την Τουρκία για τις εξελίξεις στη Λιβύη, και γι’ αυτό παίρνει ανοιχτά το μέρος της ελληνικής πλευράς, οι άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις κρατούν στάση «ίσων αποστάσεων». Καλούν τις δυο πλευρές να προσέλθουν σε διαπραγματεύσεις για να επιλύσουν ειρηνικά τις διαφορές τους. Και (πράγμα που δε γίνεται συχνά) ανακοινώνουν τις τηλεφωνικές επικοινωνίες των ηγετών τους με Ερντογάν και Μητσοτάκη. Το ξεκίνησε η Γερμανία, που βρήκε την ευκαιρία για ένα δυναμικό «μπάσιμο» στις γεωστρατηγικές εξελίξεις στην περιοχή, στις οποίες παλαιότερα δεν έπαιζε σημαίνοντα ρόλο, καθώς κυριαρχούσαν οι ΗΠΑ. Το αμερικάνικο «βαθύ κράτος» είδε το κενό και ανάγκασε τον Τραμπ να παρέμβει κι αυτός τηλεφωνικά.
Ο Στόλτενμπεργκ του ΝΑΤΟ παίζει εκτελεστικό ρόλο. Μάλλον βιάστηκε, όμως, να ανακοινώσει συμφωνία Αθήνας-Αγκυρας για την έναρξη διαπραγματεύσεων σε τεχνικό επίπεδο για αποκλιμάκωση. Τον άδειασε η Αθήνα (όχι επίσημα η κυβέρνηση, αλλά «διπλωματική πηγή») και αναγκάστηκε σε μερική αναδίπλωση, δηλώνοντας ότι γίνονται μόνο τεχνικές συζητήσεις σε στρατιωτικό επίπεδο στο ΝΑΤΟ, ενώ «δεν έχει επιτευχθεί κάποια συμφωνία για αυτό το μηχανισμό, ακόμη».
Το παζάρι έχει αρχίσει. Για την ακρίβεια, δεν είχε σταματήσει ποτέ. Δε θα παρακολουθήσουμε τα επιμέρους επεισόδιά του, όμως, για να μη χαθούμε στον κυκεώνα των λεπτομερειών που κρύβουν την ουσία. Θα επισημάνουμε μόνο το συνεχιζόμενο διχασμό της ελληνικής αστικής πολιτικής σκηνής ανάμεσα σε «εθνικιστές» και «ρεαλιστές».
Οι «εθνικιστές» ζητούν ναυμαχίες, μετατροπή του Αιγαίου σε ελληνική κλειστή θάλασσα και… κατάληψη της Ανατολικής Μεσογείου, με τη βοήθεια του Ισραήλ και των… Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Οι «ρεαλιστές» ζητούν «να πάμε στη Χάγη με ανοιχτή ατζέντα». Ο όρος «συνεκμετάλλευση» δεν ακούγεται τον τελευταίο καιρό (λογικό, από τη στιγμή που παρατάχθηκαν οι στόλοι και είχαμε ακόμα και «επακούμβηση» φρεγατών), όμως δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε που ακουγόταν από ένα ευρύτατο φάσμα. Δεν τον έλεγε μόνο ο αναπληρωτής σύμβουλος εθνικής ασφάλειας του Μητσοτάκη, Ντόκος (που παραμένει στη θέση του), ούτε μόνον ο Ροζάκης (παλιός σημιτικός και εξπέρ στα θέματα διεθνούς δικαίου). Τον περιέγραφαν (χωρίς να τον αναφέρουν) πολιτικοί όπως η Ντόρα, ο Γιωργάκης, ο Κατρούγκαλος.
«Η προσφυγή στη Χάγη είναι ο πιθανός τελικός σταθμός μιας διαδρομής που περιλαμβάνει πολλά πιθανά στάδια. Πρέπει να γίνει σημαία της Ελλάδας η θέση υπέρ της ισχύος του δικαίου. Τι φοβόμαστε; Μην τουρκέψουμε;», έλεγε ο Γιωργάκης σε εκδήλωση του ΕΛΙΑΜΕΠ στο Μέγαρο, τον περασμένο Φλεβάρη. Μιλώντας στην ίδια εκδήλωση, η Ντόρα, αφού πρώτα «ξέχεσε» τους «Σαμαράδες» (εννοείται χωρίς να τους κατονομάσει), είπε: «Οι διαφορές μας με την Τουρκία μπορούν να λυθούν μόνο πολιτικά. Δεν θα λυθούν στρατιωτικά… Θα είναι μείζον λάθος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής εάν περιμένουμε από τρίτους να μας βάλουν να κάτσουμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, διότι τότε θα κάτσουμε αδύναμοι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Εμείς πρέπει να έχουμε την πρωτοβουλία των κινήσεων». Ο δε Κατρούγκαλος έλεγε ότι πρέπει «να είναι και συνείδηση της δικής μας πλευράς ότι η συμπερίληψη της Τουρκίας στην ενεργειακή εξίσωση της Ανατολικής Μεσογείου μπορεί να γίνει με όρους διεθνούς δικαίου και να είναι αμοιβαία επωφελής».
Ο Μητσοτάκης, μολονότι είναι με τους «ρεαλιστές» (οικογενειακή παράδοση γαρ), τρέμει τον πόλεμο που θα του εξαπολύσει ο Σαμαράς. Γι’ αυτό και απέρριψε την πρόταση Στόλτενμπεργκ. Αν πάει σε οποιουδήποτε είδους διαπραγμάτευση, με τον τουρκικό στόλο να παραμένει σ’ αυτό που όλοι τους έχουν ονομάσει «ελληνική υφαλοκρηπίδα», ξέρει ότι θα τον σκίσουν. Θα πέσει θύμα της εθνικιστικής υστερίας που ο ίδιος καλλιέργησε. Περιμένει από τη Γερμανία και τις ΗΠΑ να πείσουν την Τουρκία να αποσύρει το «Ορούτς Ρέις» από τη συγκεκριμένη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και μετά να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Αντίστοιχες προσδοκίες έχει, βέβαια, και ο Ερντογάν. Γι’ αυτό και ο ίδιος και τα προβεβλημένα στελέχη της κυβέρνησης και του ΑΚΡ χρησιμοποιούν διπλή ρητορική, έχοντας μάλιστα μοιράσει τους ρόλους. Επιθετική εθνικιστική ρητορική στο εσωτερικό (που περιλαμβάνει οθωμανικά μεγαλεία, ποταμούς αίματος μαρτύρων και άλλα τέτοια… ηρωικά), ρητορική διαλόγου στο εξωτερικό (που έχει ως στόχο να εμφανίσει την ελληνική πλευρά ως αδιάλλακτη και υπονομεύτρια του διαλόγου, τον οποίο διακαώς επιθυμεί η τουρκική πλευρά).
Θα παρακολουθούμε και θα σχολιάζουμε τις εξελίξεις. Οχι ενταγμένοι σε κάποιο «εθνικό μέτωπο», αλλά από τη σκοπιά των ταξικών συμφερόντων του προλεταριάτου και της φτωχολογιάς. Με τη θέση ότι έχουμε να κάνουμε με έναν ανταγωνισμό αντιδραστικό και άδικο από τις δυο πλευρές. Με έναν ανταγωνισμό για τα συμφέροντα των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας. Με τα κέρδη των ενεργειακών μονοπωλίων, που κόβουν τη θάλασσα σε «οικόπεδα» και προκαλούν τεράστια οικολογική καταστροφή. Με το μοίρασμα των σφαιρών επιρροής ανάμεσα στις κυρίαρχες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Ε, λοιπόν, δεν πρόκειται για όλ’ αυτά να ριχτούμε σ’ ένα λουτρό αίματος με τον τουρκικό λαό. Στα εθνικιστικά και πολεμοχαρή κηρύγματά τους θα αντιπαραθέτουμε τη φιλία, τη διεθνιστική αλληλεγγύη, τον αγώνα για κοινωνική απελευθέρωση και στις δυο όχθες του Αιγαίου.