Συντριπτικές απαντήσεις στην έωλη επιχειρηματολογία του εισαγγελέα Σ. Μπάγια έδωσαν οι δικηγόροι Μαρίνα Δαλιάνη και Χάρης Λαδής, συνήγοροι υπεράσπισης του Κώστα Σακκά και της Στέλλας Αντωνίου.
«Οποια θέση και να πάρετε απέναντι στα φρονήματα, στο λόγο και τις σκέψεις των κατηγορουμένων, εσείς εδώ καλείστε να δικάσετε αυτούς τους 19 ανθρώπους στους οποίους αποδίδεται ένα βαρύτατο κατηγορητήριο», είπε εισαγωγικά η Μ. Δαλιάνη, απευθυνόμενη στους δικαστές του τρομοδικείου.
Και συνέχισε: «Οι οριακές νομικές επιλογές (ουσιαστικές και δικονομικές – από την άσκηση πολλαπλών διώξεων για το ίδιο αδίκημα μέχρι την έκδοση πολλαπλών ενταλμάτων προσωρινής κράτησης για την ίδια δικογραφία) υπό τη σκιά των οποίων διαμορφώθηκε και έφτασε ενώπιον σας αυτό το κατηγορητήριο, στοιχεία που υπονόμευσαν από την αρχή τη θέση των κατηγορουμένων στη δίκη, αναδεικνύουν από μια άλλη πλευρά την πολιτική στόχευση και φύση της διαδικασίας – από την προδικασία μέχρι σήμερα. Γιατί δυστυχώς αυτή η υπόθεση λειτούργησε ως πείραμα απορρύθμισης των βασικότερων αρχών και κανόνων του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικαιοσύνης, στην οποία αναντίρρητα συνέβαλε στο στάδιο της προδικασίας όλη η συντεταγμένη πολιτεία».
Αναφερόμενη στον εντολέα της, σημείωσε ότι «ο Σακκάς βρέθηκε στο επίκεντρο αυτού του πειράματος και έγινε αποδέκτης μιας σειράς δικονομικών υπερβάσεων που ενέπλεξαν τον ίδιο σε μια αέναη δικαστική ομηρεία με στοιχεία καφκικού σεναρίου και από την άλλη πλευρά εξέθεσαν ανεπανόρθωτα τη δικαιοσύνη». Ανέφερε στη συνέχεια αναλυτικά όλα όσα έγιναν σε βάρος του Κ. Σακκά: άσκηση νέας δίωξης, λίγο πριν εκπνεύσει το 18μηνο, «για το ίδιο αδίκημα, για το ίδιο χρονικό διάστημα και για μια σειρά από ενέργειες την πολιτική ευθύνη των οποίων είχε αναλάβει η ΣΠΦ, χωρίς κανένα στοιχείο εμπλοκής του, βάσει ενός τεκμηρίου οιονεί αντικειμενικής ευθύνης συναγόμενης εκ της εικαζόμενης από τις αρχές συμμετοχής του στη ΣΠΦ και ενώ οι πράξεις αυτές ήταν γνωστές στις ανακριτικές αρχές ήδη από την άσκηση της πρώτης εις βάρος του ποινικής δίωξης». Σύλληψή του εκ νέου, δήθεν για παραβίαση περιοριστικών όρων. Αθωώθηκε αλλά συνελήφθη πάλι, ενώ ο εισαγγελέας άσκησε έφεση στην αθωωτική απόφαση. «Με αυτά τα τραγελαφικά για το κράτος δικαίου δεδομένα, ο Κώστας Σακκάς οδηγήθηκε ξανά σιδεροδέσμιος ενώπιον του Ειδικού Εφέτη Ανακριτή την Τρίτη 21.01.2014, αντιμετωπίζοντας για τρίτη φορά τον κίνδυνο της προφυλάκισης για την ίδια υπόθεση, για την οποία είναι εδώ και τρία χρόνια υπόδικος χωρίς δίκη (…) Αφέθηκε και πάλι ελεύθερος με ακόμη πιο επαχθείς περιοριστικούς όρους».
Κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο η συνήγορος τόνισε: «Αυτές οι υπερβάσεις, αυτές οι δικονομικές και ουσιαστικές ακρότητες που δεν αφορούν φυσικά μόνο το Σακκά, όμως στην περίπτωση του Σακκά ίσως εξηγούν και το άδειο κάθισμα του κατηγορούμενου σε αυτήν την αίθουσα, τραυμάτισαν βάναυσα την υπόθεση αυτή, πριν φτάσει σε εσάς και κατά τη διάρκεια της δίκης – τις ζήσατε (όπως την απεργία πείνας τους Σακκά) και άλλες θα κληθείτε να τις αποκαταστήσετε: εσείς θα αποφασίσετε πρώτοι τώρα για την τύχη των πολλαπλών ποινικών διώξεων για το αδίκημα της ένταξης στην οργάνωση του άρθρου 187α ΠΚ. Είναι μια πρόσθετη δυσκολία στο έργο σας. Το μέχρι τώρα και αυτό που θα ακολουθήσει, μέχρι την έκδοση της οριστικής σας απόφασης». Στη συνέχεια, αναφέρθηκε στην «υπόθεση ΣΠΦ» συνολικά, για την οποία διεξάγονται αυτή τη στιγμή παράλληλα πέντε δίκες, ενώ έχουν ολοκληρωθεί άλλες τέσσερις, «για δραστηριότητες που αποδίδονται σε μια οργάνωση, πρωτοφανή μεγέθη για τα μεταπολιτευτικά δικαστικά χρονικά».
Οπως σημείωσε, «αυτός ο κατακερματισμός μπορεί να δημιουργήσει αναπόφευκτα την αίσθηση σε κάθε δικαστήριο που δικάζει ένα κομμάτι της υπόθεσης ότι αγνοεί ένα μέρος της ιστορίας του κάθε κατηγορουμένου, ότι αγνοεί τα υπόλοιπα κομμάτια μιας ενιαίας δικογραφίας, τα οποία όμως μπορεί τιναχτούν στον αέρα αν λάβει τη μια ή την άλλη απόφαση».
Στη συνέχεια, η Μ. Δαλιάνη αναφέρθηκε στο ιστορικό της ελληνικής «αντιτρομοκρατικής» νομοθεσίας, για να φτάσει στο περιβόητο 187Α του Ποινικού Κώδικα, του οποίου ανέλυσε όλες τις νομικές πτυχές, καταδεικνύοντας την αοριστία και την αντισυνταγματικότητά του, με πολλές αναφορές στη θεωρία.
Αμέσως μετά πέρασε στην εμπλοκή του Κ. Σακκά σ’ αυτή την υπόθεση:
« Ο Σακκάς συνελήφθη στις 4.12.2010 έξω από την πολυκατοικία της οδού Καισαρείας αρ. 22 στη Νέα Σμύρνη, μαζί με το φίλο του Αλέξανδρο Μητρούσια. Εις βάρος του Μητρούσια εκκρεμούσε ήδη ένταλμα σύλληψης για την υπόθεση του Χαλανδρίου, που είχε ξεκινήσει το Σεπτέμβριο του 2009 με τη θεαματική έφοδο της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας στο σπίτι του Χάρη Χατζημιχελάκη στην οδό 25ης Μαρτίου 8 στο Χαλάνδρι και την προσαγωγή με τυμπανοκρουσίες και υπό το άγρυπνο βλέμμα της δημοσιότητας, του ίδιου και όποιου βρέθηκε σε τοπική εγγύτητα με αυτόν, συγγενών, φίλων, γνωστών και φίλων φίλων – με βάση δακτυλικά αποτυπώματα σε οικιακής χρήσης κατά βάση αντικείμενα
Στην κατοχή των Σακκά και Μητρούσια βρέθηκε οπλισμός, συσκευασμένος, αχρησιμοποίητος όπως εν συνεχεία αποδείχθηκε και συνοδευόμενος από ένα σκαπτικό εργαλείο.
Μετά το Σακκά και το Μητρούσια συνελήφθη, την ίδια μέρα, ο Καραγιαννίδης σε άλλος σημείο της Αττικής, εναντίον του οποίου εκκρεμούσε επίσης ένταλμα για Χαλάνδρι, δύο άτομα από το προσωπικό περιβάλλον του Σακκά, η Στέλλα Αντωνίου, σύντροφος του Σακκά με την οποία και συγκατοικούσε, ο παιδικός του φίλος Δημήτρης Μιχαήλ στην Κρήτη όπου σπούδαζε και ο Χρήστος Πολίτης, οι οποίοι απηλλάγησαν ήδη από το στάδιο του βουλεύματος.
Η σύλληψή τους συνοδεύτηκε από την από 04.12.2010 ένορκη κατάθεση του προισταμένου του 1ου Τμήματος Εσωτερικής Τρομοκρατίας Ε. Χαρδαλιά.
Είχε προηγηθεί παρακολούθηση ενός μηνός περίπου, σύμφωνα με την κατάθεση του προισταμένου του 1ου τμήματος εσωτερικής τρομοκρατίας κ. Χαρδαλιά που ξεκίνησε από τη διαπίστωση προσωπικών σχέσεων στο παρελθόν μεταξύ Σακκά και Γεράσιμου Τσάκαλου, που εν τω μεταξύ είχε συλληφθεί για την υπόθεση των δεμάτων την 1.11.2010.
Το πρώτο ερώτημα που τέθηκε στο Χαρδαλιά: Γιατί δεν τους συνέλαβε νωρίτερα, αφού οι Καραγιαννίδης και Μητρούσιας είχαν ήδη εντάλματα. Γιατί δεν κατάλαβα ότι ήταν αυτοί, απάντησε. Υπάρχουν χιλιάδες ανεκτέλεστα εντάλματα. Αντέχει στη λογική αυτή η εκδοχή; Όχι. Μετά την υπόθεση των δεμάτων όλοι οι καταζητούμενοι για την υπόθεση του Χαλανδρίου είχαν υπερπροβληθεί από τα ΜΜΕ: οι φωτογραφίες τους είχαν δημοσιευθεί παντού, η εικόνα τους είχε υπερπροβληθεί στα ΜΜΕ και όταν συνελήφθησαν δεν είχαν την παραμικρή αλλαγή. Αυτή η εκδοχή δεν αντέχει στην κοινή λογική. Ο Χαρδαλιάς ήξερε ποιούς παρακολουθεί και δεν το λέει γιατί όφειλε, βάσει του 141/91 ΠΔ (άρθρο 123) να τους συλλάβει αμέσως βάσει των διωκτικών εγγράφων που είχε στην υπηρεσία του και όχι να περιμένει μήπως φτιάξει εκ του μηδενός, μια αντιτρομοκρατική επιτυχία. Και το ότι δεν τους συνέλαβε αμέσως είναι παράβαση καθήκοντος.
Τι έγινε λοιπόν στο διάστημα της μηνιαίας περίπου παρακολούθησης; Τι έκαναν οι καταζητούμενοι Μητρούσιας και Καραγιαννίδης; Απολύτως τίποτα. Αυτό σας είπε απερίφραστα ο Χαρδαλιάς. Πιθανόν να σχεδιάζαν ή να σκέφτονταν κάτι, όμως σίγουρα δεν έκαναν τίποτα. Μετακινούνταν συχνά, αλλά δεν έκαναν τίποτα το αξιόμεπτο. Μήπως προσέθεσε κάτι το νέο πρόσωπο, ο Σακκάς; Όχι.
Η παρακολούθηση του Σακκά, όπως ρητώς συνομολόγησε ο Χαρδαλιάς δεν απέδωσε τίποτα. Ο Σακκάς έκανε μετακινήσεις που όμως δεν κατέληγαν πουθενά, είχε ένα κινητό τηλέφωνο στο όνομα του το οποίο χρησιμοποιούσε κανονικά, έκανε παρέα με τους παιδικούς του φίλους στον Πειραιά, έμενε με τη σύντροφό του σε διαμέρισμα νοικιασμένο από τη μητέρα της – και μη μου πείτε ότι μπορεί να αποδοθεί συνωμοτικότητα στην ενοικίαση σπιτιού εν γένει στο όνομα της μητέρας του μισθωτή, πόσο μάλλον όταν αυτή φέρει το ιδιαίτερα σπάνιο όνομα Λευκοθέα Παπαμανωλάκη, εργαζόταν στο κατάστημα του πατέρα της Αντωνίου (πρόσληψη στις 26.11.2010). Παρκάρει τη μοτοσικλέτα ιδιοκτησίας του κάτω από το σπίτι του, χρησιμοποιεί το αυτοκίνητο της γιαγιάς του και φέρει μαζί του την αστυνομική του ταυτότητα, που βρέθηκε μέσα στο αυτοκίνητο της γιαγιάς του. Αυτά είναι τα δεδομένα που προέκυψαν από την παρακολούθηση Κ. Σακκά. Και ήταν φίλος με Γ. Τσάκαλο σε χρόνο ποινικά αδιάφορο. Αρκούσαν αυτά για την εις βάρος του ποινική δίωξη για συμμετοχή στη ΣΠΦ; Ούτε κατά διάνοια.
Αποφάσισε λοιπόν να τους συλλάβει εκτελώντας τα εντάλματα σύλληψης του ειδικού εφέτη ανακριτή για το Χαλάνδρι και μαζί να προσαγάγει και το Σακκά που έβλεπε μαζί τους. Βεβαίως η εύρεση του οπλισμού στην κατοχή των Σακκά και Μητρούσια άλλαξε το σκηνικό. Ο Σακκάς συνελήφθη και οδηγήθηκε μαζί με τους άλλους στον εισαγγελέα.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον και γι’ αυτό κάνω αυτή την αναδρομή: Σε εκείνο το χρονικό σημείο δεν έγινε καμία σύνδεση του οπλισμού, που καλείστε σήμερα να κρίνετε με την οργάνωση ΣΠΦ. Σε εκείνο όμως το χρονικό σημείο ήταν γνωστό στις αρχές, σύμφωνα με την κατάθεση Χαρδαλιά ότι:
Α) ο Μητρούσιας και ο Καραγιαννίδης είναι υπόδικοι για την υπόθεση ΣΠΦ
Β) ο Σακκάς είχε σχέσεις στο παρελθόν με το Γεράσιμο Τσάκαλο, μέλος ΣΠΦ, όπως ο ίδιος είχε δημόσια δηλώσει. Μάλιστα, όπως ο Χαρδαλιάς διευκρίνησε στο ακροατήριο, ο Σακκάς συγκατοικούσε με τον Τσάκαλο τα προηγούμενα χρόνια, 2006-2007, είχε δε ο ίδιος δηλώσει τη διεύθυνση του κοινού σπιτιού στην αστυνομία για να εκδώσει καινούρια ταυτότητα. Ήταν δηλαδή η σχέση του με τον Τσάκαλο ποινικά αδιάφορη.
Αυτά τα γεγονότα (οι προσωπικές σχέσεις Σακκά – Τσάκαλου και τα αποτυπώματα των Μητρούσια και Καραγιαννίδη σε ποινικά αδιάφορα αντικείμενα στο φοιτητικό σπίτι στο Χαλάνδρι που ανάγονταν σε χρόνο προ του Σεπτεμβρίου 2009) δεν αρκούσαν για να ασκηθεί ποινική δίωξη κατά του νέου προσώπου, του Σακκά για συμμετοχή στη ΣΠΦ, ούτε για να συνδεθεί ο οπλισμός που βρέθηκε με τη ΣΠΦ. Και αυτό γιατί ο Χαρδαλιάς δεν είχε διαπιστώσει καμία επαφή μεταξύ αυτών και των μελών ΣΠΦ κατά το διάστημα της παρακολούθησης. Και δεν αρκούσαν ούτε σε επίπεδο ενδείξεων που απαιτείται για την άσκηση ποινικής δίωξης, όχι αποδείξεων που χρειάζονται σήμερα για την καταδίκη. Αρκούσαν όμως αυτά για να δοθεί στη νέα υπόθεση ο χαρακτηρισμός «υπόθεση τρομοκρατίας».
Και με αυτά τα στοιχεία, σε εκείνο το χρονικό σημείο και το αδιαμφισβήτητητο γεγονός ότι κατά το μακρό διάστημα της παρακολούθησης δεν είχαν προβεί σε καμία αξιόποινη πράξη, οι κατηγορούμενοι, αντί να εκτελεσθεί το ένταλμα σύλληψης κατά των Καραγιαννίδη και Μητρούσια και να τους ασκηθεί επιπλέον ποινική δίωξη για το αδίκημα της πλημμεληματικής κατοχής όπλων και πυρομαχικών του άρθρου 7§1 του Ν. 2168/1993 – ίσως και συμμορία, οδηγήθηκε στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών Αθηνών με ένα νέο διαβιβαστικό της αστυνομίας περιλαμβάνον τις κατηγορίες της συγκρότησης τρομοκρατικής οργάνωσης και της διακεκριμένης οπλοκατοχής του άρθρου 15§1 του Ν. 2168/1993 με την επιπλέον επιβαρυντική περίσταση της τρομοκρατικής πράξης».
Ολοκληρώνοντας αυτή την παρουσίαση, η συνήγορος αναφέρθηκε στον παραλογισμό του κατηγορητήριου: « Αυτό δηλαδή, το μοναδικό υλικό στοιχείο της νέας δικογραφίας, τα όπλα, αξιολογήθηκε διπλά, κατά παράβαση της θεμελιώδους αρχής του ποινικού δικαίου ne bis in idem όπως διατυπώνεται στο άρθρο 57 ΚΠΔ, ως υλικοτεχνική υποδομή δομημένης και με διαρκή δράση οργάνωσης του άρθρου 187α§4 ΠΚ που επιδιώκει τη διάπραξη κακουργήματος εκ του καταλόγου της §1 του ίδιου άρθρου και ως ένδειξη τέλεσης του επιδιωκόμενου κακουργήματος. Ποιό ήταν αυτό; Η διακεκριμένη οπλοκατοχή (περίπτωση κα΄ του άρθρου 187α§1 ΠΚ). Δηλαδή συγκρότησαν οργάνωση με υλικοτεχνική υποδομή των κατασχεθέντων όπλων, η οποία επεδίωκε τη διάθεση αυτών των ίδιων όπλων σε τρίτους προς διάπραξη κακουργήματος ή σε άλλες ομάδες προς εφοδιασμό τους, και μάλιστα υπό συνθήκες που ήταν δυνατόν να βλάψουν σοβαρά τη χώρα και με σκοπό να εκφοβίσουν σοβαρά τον πληθυσμό, να εξαναγκάσουν παρανόμως τις δημόσιες αρχές ή διεθνείς οργανισμούς να εκτελέσουν πράξεις ή να απόσχουν από αυτές και εν τέλει να βλάψουν σοβαρά ή να καταστρέψουν τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές δομές της χώρας. Αυτά ήταν τα στοιχεία.
Όμως η νέα άγνωστη τρομοκρατική οργάνωση έχει δομικά προβλήματα: δεν έχει όνομα, δεν έχει λόγο και δεν έχει κάνει καμία ενέργεια. Έχει μόνο, κατά τις αρχές, οπλισμό. Όμως πώς θα αιτιολογηθούν τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του άρθρου 187α ΠΚ χωρίς όλα αυτά τα στοιχεία; Πώς θα διαγνωστεί αν η ομάδα είναι επικίνδυνη για τις θεμελιώδεις δομές του πολιτεύματος, αν δεν ξέρει τι λέει, ποια είναι και τι κάνει. Πώς θα μπορούσαν να διαγνωστούν τα υπερτροφικά υποκειμενικά στοιχεία της οργάνωσης χωρίς κανένα στοιχείο αυτής; Θα ήταν αδύνατον. Το πολύ που θα μπορούσε να γίνει θα ήταν να υπαχθεί η υποδομή των Σακκά κλπ στη διάταξη της πλημμεληματικής συμμορίας.
Αυτή η δίωξη δεν θα μπορούσε να φτάσει ούτε στο ακροατήριο. Για να λυθεί λοιπόν το πρόβλημα και να μην ξεφουσκώσει η αστυνομική επιτυχία της ΔΑΕΕΒ, τον Απρίλιο του 2011 αξιοποιήθηκαν οι προσωπικές σχέσεις που δεν είχαν αξιοποιηθεί το Δεκέμβριο του 2010. Γιατί όλα τα επιμέρους στοιχεία στα οποία αναφέρθηκε ο εισαγγελέας προσωπικές σχέσεις μαρτυρούν. Και όχι κοινή δράση. Και η άγνωστη τρομοκρατική οργάνωση έγινε άνευ ετέρου ΣΠΦ. Έτσι η δικογραφία του συνενώθηκε με τη δικογραφία της ΣΠΦ και παραπέμφθηκε στον ειδικό εφέτη ανακριτή για τη συνέχιση της ανάκρισης».
Στη συνέχεια, η Μ. Δαλιάνη «ξετίναξε» όλους του αυθαίρετους ισχυρισμούς με τους οποίους ο εισαγγελέας «ενέταξε» τον Κ. Σακκά στη ΣΠΦ. Αναφέρθηκε σε «αναγνώριση του Μπολάνο» από τη διαχειρίστρια του διαμερίσματος στην Πραξιτέλους. Η διαχειρίστρια, όμως, περιγράφει τον υποτιθέμενο Μπολάνο ως ψηλό (1.90), ξανθό, με σγουρό μαλλί και μουστάκι και λευκή επιδερμίδα. Καμιά σχέση με τον Μπολάνο ακόμη και ως προς τη σωματοδομή.
Αναφέρθηκε σε αποτυπώματα μελών της ΣΠΦ σε κινητά αντικείμενα στο σπίτι που έμενε ο Σακκάς στηνΠλάτωνος. Σε σταθερό σημείο όμως αποτυπώματα δεν βρέθηκαν. Αποτυπώματα σε κινητά αντικείμενα, εάν υπάρχουν, δεν αποδεικνύει ότι επισκέφτηκαν την Πλάτωνος και βέβαια τα συγκεκριμένα αντικείμενα δεν σχετίζονται με τη διάπραξη οποιασδήποτε παράνομης πράξης. «Τι αποδεικνύουν; Πιθανές προσωπικές σχέσεις, όχι απαραιτήτως ευθείες αλλά μέσω και τρίτων. Γιατί ναι μεν ένα γάντι είναι προσωπικό αντικείμενο, δεν αποκλείεται όμως να αλλάξει και χέρια. Άλλωστε αν δεν άλλαζε χέρια δεν θα εντοπιζόταν μείγμα βιολογικών υλικών σε αυτό, αλλά το υλικό μόνο του ιδιοκτήτη του (…) Τι αποδεικνύουν όλα αυτά τα στοιχεία; Προσωπικές σχέσεις παρελθόντος χρόνου, αυτές που περιέγραφε ο Χαρδαλιάς στην κατάθεσή του. Γιατί εν τέλει είναι η γνωριμία με τους συγκατηγορουμένους του τυπική προϋπόθεση για την στοιχειοθέτηση της συμμετοχής στην οργάνωση; Όχι, όπως δεν είναι τυπική προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση οποιουδήποτε συμμετοχικού αδικήματος. Η γνωριμία είναι στην πραγματικότητα μια εντελώς αδιάφορη για το ποινικό δίκαιο συνθήκη».
Η συνήγορος συνόψισε ως εξής την απόλυτη αυθαιρεσία με την οποία τα ανύπαρκτα στοιχεία μετατράπηκαν σε «αποδείξεις»:
Έχουμε μια επιβεβαιωμένη κοινωνική επαφή σε παρελθόντα χρόνο και την έλλειψη οποιασδήποτε επαφής στο χρόνο της παρακολούθησης, στο χρόνο της σύλληψης. Προτείνεται παρά ταύτα η ενοχή. Πώς;
Εδώ γίνεται μια τρομερή υπέρβαση, μια κατασκευή που συμπληρώνει την πραγματικότητα. Η πλήρης απόδειξη (από τη στάση των κατηγορουμένων, τις καταθέσεις του Χαρδαλιά) της ανυπαρξίας σχέσεων στον επίδικο χρόνο και η πλήρης απόδειξη για την ύπαρξη σχέσεων σε ποινικά αδιάφορο χρόνο συμπληρώνονται αυθαίρετα με μια αξιόποινη σχέση στο ενδιάμεσο, που όμως δεν προκύπτει από πουθενά. Κατασκευάζεται λοιπόν μια κοινή δράση σε έναν ενδιάμεσο χρόνο που δεν προκύπτει, αξιοποιώντας τα στοιχεία της προσωπικής σχέσης του παρελθόντος και την ανυπαρξία σχέσεων του παρόντος.
Η έλλειψη στοιχείων από την παρακολούθηση, η ξεκάθαρη στάση των κατηγορουμένων όλων των πλευρών, η κατάθεση του Χαρδαλιά, αντί να οδηγήσει στην πρόταση απαλλαγής, οδηγεί στη μετάθεση του χρόνου τέλεσης του αδικήματος στο παρελθόν.
Έτσι όμως η κατηγορία γίνεται κινούμενη άμμος. Η έλλειψη της παραμικρής επαφής μεταξύ του Σακκά και της ΣΠΦ κατά το διάστημα της παρακολούθησης, που ευθέως συνομολογήθηκε από το Χαρδαλιά, γίνεται ένδειξη αποχώρησης από την οργάνωση. Το αδίκημα που δεν μπορεί να τεκμηριωθεί στον επίδικο χρόνο, μεταφέρεται αυθαίρετα σε προγενέστερο χρόνο. Στοιχεία που αιτιολογούνται και εξηγούνται από σχέσεις που ανάγονται στο απώτατο παρελθόν μετατίθενται προς τα μπρός, στο ενδιάμεσο στάδιο για το οποίο δεν υπάρχουν στοιχεία. Αυτή είναι μια κατασκευή που δεν στηρίζεται στην πραγματικότητα, αλλά επιχειρεί να τη συμπληρώσει με υποθέσεις και εικασίες.
Υποχρέωση του δικαστηρίου: να αξιολογήσετε μόνο τα στοιχεία που δείχνουν προσωπικές σχέσεις ανθρώπων που βρίσκονται πιθανόν στα όρια της παραβατικότητας, αλλά αποκλείουν την κοινή δράση. Και να τον απαλλάξετε».
Στη συνέχεια, η Μ. Δαλιάνη αναφέρθηκε αναλυτικά στην κατηγορία της διακεκριμένης οπλοκατοχής, ξεκινώντας από την αντίκρουση της εισαγγελικής ερμηνείας του άρθρου 15 του Ν. 2168/1993 (οπλοκατοχή), αναφερόμενη αναλυτικά και στη θεωρία και στη νομολογία. Σε σχέση με την κρινόμενη υπόθεση υπήρξε καταπέλτης:
« Τι προέκυψε από την ακροαματική διαδικασία και το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας;
Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας που ήταν πραγματικά πολυτελής ως προς την εξέταση των αποδεικτικών μέσων, ούτε λέξη δεν ακούστηκε για τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία που στοιχειοθετούν το αδίκημα της διακεκριμένης οπλοκατοχής. Τίποτα δεν ακούστηκε περί σκοπού διάθεσης των όπλων.
Σύμφωνα με το μάρτυρα Χαρδαλιά:
– Δεν έχουμε κανένα στοιχείο σχετικά με τον προορισμό των όπλων – δεν ξέρουμε τι θα τα έκαναν
– Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης δεν είχαν καμία επαφή με μέλη της ΣΠΦ
Έχετε άλλο στοιχείο από τη δικογραφία που να οδηγεί τη σκέψη σας προς την διακίνηση όπλων; Όχι Έχετε κανένα στοιχείο επαφής με μέλη άλλων ομάδων για τη διακίνηση των όπλων; Όχι. Καμία επαφή με κανέναν. Οι επαφές του Σακκά κατά το κρίσιμο διάστημα περιορίζονται σε παιδικούς του φίλους στον Πειραιά.
Μήπως αρκεί ο αριθμός των όπλων για να καταλήξουμε στη διακεκριμένη μορφή οπλοκατοχής εν προκειμένω; Όχι. Ο αριθμός των όπλων δεν είναι το κρίσιμο στοιχείο για την υπαγωγή της κατοχής στο άρθρο 15 του Ν. 2168/1993. Ο αριθμός των όπλων θα μπορούσε να είναι κρίσιμο στοιχείο για την υπαγωγή της πράξης στο άρθρο 6 του νόμου, περί πλημμεληματικής διάθεσης. Το άρθρο 15 απαιτεί πρόσθετα υποκειμενικά στοιχεία που καμία σχέση δεν έχουν με τον αριθμό των όπλων.
Επομένως σε κανένα σημείο της αποδεικτικής διαδικασίας δεν διαγνώστηκε, ούτε σε επίπεδο υπόνοιας πόσο μάλλον πλήρους απόδειξης, ότι οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι είχαν σκοπό να διαθέσουν σε τρίτους τα όπλα που βρέθηκαν στην κατοχή τους προς διάπραξη κακουργημάτων. Και ο αριθμός των όπλων δεν αρκεί άνευ ετέρου για τη στοιχειοθέτηση της πράξης αυτής.
Αυτό το συνομολόγησε και ο εισαγγελέας. Ο εισαγγελέας δεν υπήγαγε την κρινόμενη εδώ αξιόποινη συμπεριφορά στο εδάφιο α΄ του άρθρου 15, περί διάθεσης όπλων σε τρίτους προς διάπραξη κακουργήματος, αλλά στο εδάφιο β΄. Και τι λέει το εδάφιο β΄; Για σκοπό εφοδιασμού οργανώσεων ή ομάδων.
Και επειδή και πάλι μας λείπει ο σκοπός εφοδιασμού τρίτης οργάνωσης, ο εισαγγελέας κάνει ένα λογικό άλμα. Λέει ότι οι κατηγορούμενοι είχαν σκοπό να εφοδιάσουν με όπλα την οργάνωση στην οποία και οι ίδιοι ανήκαν, δηλαδή, σύμφωνα με το σκεπτικό του επί της κατηγορίας του άρθρου 187α§4 ΠΚ, τη ΣΠΦ, δηλαδή τους εαυτούς τους.
Έτσι όμως, αφού ο σκοπός διάθεσης όπλων σε τρίτους δεν μπορεί από πουθενά να διαγνωσθεί, μεταβάλλεται τελικά, σε σκοπό αυτοδιάθεσης των όπλων στα ίδια τα μέλη της οργάνωσης. Η διάθεση σε οργάνωση στην οποία ανήκει και ο ίδιος – ταυτίζεται με τη συγκατοχή με τα άλλα μέλη, δεν διατίθεται ένα αντικείμενο που παραμένει στην κατοχή του. Η διάθεση προυποθέτει αποξένωση του μέχρι τώρα κατέχοντος, αλλαγή της κατοχής, κυκλοφορία του επιλήψιμου αντικειμένου. Μέσα στην ίδια οργάνωση, δεν μπορεί να προσδιοριστεί ποιος διαθέτει σε ποιόν και σε ποιο χρόνο. Όλοι κατέχουν. Εκτός αν δεχθούμε ότι ο Σακκάς διέθετε στο Μητρούσια και ο Μητρούσιας στον Καραγιαννίδη και αντίστροφα. Όμως έτσι κάθε μορφή συγκατοχής, μετατρέπεται αυτόματα σε διάθεση μεταξύ των συγκατόχων.
ΟΜΩΣ: Το άρθρο 15 τυποποιεί ως κακούργημα, όχι μια ιδιαίτερη μορφή κατοχής όπλων (όπως θα ήταν η κατοχή μέλους οργάνωσης), αλλά μια ιδιαίτερη μορφή διακίνησης όπλων – επομένως ενυπάρχει στην ΑΥ του αδικήματος η διάθεση σε τρίτους. Δεδομένου ότι η διάθεση στην βασική μορφή της είναι πλημμέλημα (άρθρο 6 του Ν. 2168/1993), η διάθεση λαμβάνει κακουργηματικό χαρακτήρα όταν έχει ιδιαίτερη επικινδυνότητα σε δύο περιπτώσεις: α) λόγω της επικινδυνότητας του αποδέκτη, που σχεδιάζει την τέλεση κακουργήματος με το όπλο, δηλαδή για κακούργημα τιμωρείται ο διαθέτης που οπλίζει το χέρι του δράστη κακουργήματος εν γνώσει του και β) ο διαθέτης που οπλίζει οργάνωση. Μόνο λοιπόν μορφές διάθεσης τιμωρούνται και όχι μορφές κατοχής.
Σε αυτήν την κατεύθυνση κινείται και η νομολογία: απόφαση ΕΑ, αυτομάτως η ιδιότητα του μέλους της οργάνωσης θα καθιστούσε κακουργηματική και την κατοχή των όπλων. Όμως κατηγορήθηκαν και καταδικάστηκαν για πλημμεληματική οπλοκατοχή.
Ακόμη και με το σκεπτικό του εισαγγελέα, η κατοχή των όπλων μπορεί να συνδεθεί με την οργάνωση; Δηλαδή κατείχαν τα όπλα ως μέλη οργάνωσης;
Για την απάντηση σε αυτό το ερώτημα, είναι κρίσιμος ο χρόνος που περιήλθαν τα όπλα στην κατοχή των κατηγορουμένων.
Σύμφωνα με την πρόταση του εισαγγελέα, ήταν μέλη της οργάνωσης ΣΠΦ από τις αρχές του 2009 μέχρι πριν το Νοέμβριο του 2010. Γνωρίζει κανείς πότε προμηθεύτηκαν τα όπλα; Όχι, η κατοχή τους διαπιστώθηκε στις 04.12.2010, δηλαδή σε χρόνο που σύμφωνα με την πρόταση του Εισαγγελέα δεν ήταν πια μέλη της οργάνωσης. Πότε περιήλθαν στην κατοχή τους τα όπλα; Κανείς δεν ξέρει. Δεν μας είπαν. Δημιούργησαν αποδεικτικές δυσχέρειες στην ανακάλυψη της αλήθειας. Η ουσία όμως είναι ότι δεν ξέρουμε. Άρα δεν μπορεί το δικαστήριο να σχηματίσει δικανική πεποίθηση για το χρόνο έναρξης της κατοχής. Και η αμφιβολία είναι υπέρ του κατηγορουμένου.
Τα όπλα βρέθηκαν το Δεκέμβριο του 2010, δηλαδή σε χρόνο που σύμφωνα με την εισαγγελική πρόταση δεν ήταν μέλη της οργάνωσης. Άρα κρίσιμο για την επιβεβαίωση της σκέψης του εισαγγελέα, το πότε περιήλθαν στην κατοχή τους τα όπλα. Έχουμε κανένα στοιχείο γι’ αυτό; Απολύτως κανένα. Μας είπε κάτι ο Χαρδαλιάς; Όχι. Αντιθέτως, λέει ότι όταν αποφάσισαν να κάνουν την προσαγωγή Μητρούσια και Σακκά δεν φαντάζονταν καν την εκ μέρους τους κατοχή του οπλισμού. Άρα ή αρχή in dubio pro reo την οποία πολλάκις επικαλέστηκε ο εισαγγελέας επιβάλλει την αποδοχή της άποψης ότι τα όπλα δεν σχετίζονται με ΣΠΦ – δεν διαπιστώθηκε καμία επαφή με ΣΠΦ, καμία μεταφορά αντικειμένων από χώρους ΣΠΦ. Η ΣΠΦ, όταν συνελήφθησαν μέλη της στο Βόλο, είχε οπλισμό. Στον οπλισμό δεν βρέθηκε κανέναν ίχνος (αποτύπωμα) μέλους ΣΠΦ. Τα όπλα δεν έχουν χρησιμοποιηθεί. Γι’ αυτό και ευλόγως, ο εισαγγελέας πρότεινε την απαλλαγή των μελών της ΣΠΦ από την κατηγορία της οπλοκατοχής στο βούλευμα 209.
Κατά το χρόνο που διαπιστώθηκε η κατοχή του οπλισμού δεν ήταν μέλη καμίας οργάνωσης, σύμφωνα με την εισαγγελική πρόταση. Άρα είναι αντιφατικό να δεχθείτε ότι σε αυτόν τον χρόνο κατείχαν οπλισμό για λογαριασμό οργάνωσης. Σύμφωνα με την πρόταση του εισαγγελέα είχε ήδη επέλθει ρήξη στη σχέση τους με ΣΠΦ, επομένως δεν μπορεί να ήθελαν να διακινήσουν τα όπλα στα μέλη της ΣΠΦ. Επομένως εκ του γεγονότος ότι δεν διέθεσαν τα όπλα στη ΣΠΦ όταν ήταν μέλη αυτής, αποκλείεται ο σκοπός διάθεσης σε μεταγενέστερο χρόνο.
Άλλωστε, όπως συνομολόγησε και ο εισαγγελέας, δεν διαπιστώθηκε η παραμικρή επαφή τους με μέλη ΣΦΠ κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης».
Τέλος, η Μ. Δαλιάνη αναφέρθηκε στο χαρακτηρισμό της οπλοκατοχής και με την επιβαρυντική περίσταση της «τρομοκρατικής πράξης»:
« Ακόμη και αν χαρακτηρίσετε παρόλ’ αυτά την οπλοκατοχή ως διακεκριμένη, από πού προκύπτει η επιπλέον επιβαρυντική περίσταση της τρομοκρατικής πράξης που επαυξάνει το πλαίσιο ποινής από 5-20 σε 10-20; Ακόμη δηλαδή και αν δεχθείτε, αυθαίρετα κατά τη γνώμη μου, ότι ήταν μέλος ΣΠΦ σε απροσδιόριστο χρόνο του παρελθόντος, ακόμη και αν δεχθείτε ότι ως μέλος κατείχε τα όπλα και αυτό εμπίπτει στο άρθρο 15, ακόμη και υπό το κράτος όλων αυτών των υπερβάσεων, από πού κι ως πού ένας σάκος με όπλα συσκευασμένα και αχρησιμοποίητα απειλεί να αποσταθεροποιήσει τις θεμελιώδεις συνταγματικές δομές μιας χώρας;
Υπό το ισχύον νομοθετικό καθεστώς δεν μπορεί κανείς να καταδικάσει το Σακκά για κακουργηματική οπλοκατοχή πόσο μάλλον με την επιβαρυντική περίσταση της τρομοκρατικής πράξης.
Η διακεκριμένη οπλοκατοχή χρησιμοποιήθηκε εν προκειμένω ως εφεδρικό κακούργημα.
Εν τέλει για να είμαστε ειλικρινείς: αν ο Σακκάς είχε διαπράξει ένα κακούργημα θα σκεφτόταν κανείς να του αποδώσει την διακεκριμένη μορφή της οπλοκατοχής που φέρεται ότι διέπραξε με τους συγκατηγορουμένους του Μητρούσια και Καραγιαννίδη; Όχι – η οπλοκατοχή αναδείχθηκε σε εφεδρικό κακούργημα για να καλύψει την έλλειψη κακουργήματος. Δεν έγινε σε περιπτώσεις οργανώσεων με οπλοστάσια (στον ΕΑ – πλημμέλημα – βούλευμα 2192/2011 ΣυμβΕφΑθ)
Όχι – φτάνουμε λοιπόν στο absurdum. To ότι δεν έγινε κακούργημα ή πιθανό πλημμέλημα αντιμετωπίζεται αυστηρότερα από το αν είχε γίνει. Ο κ. Χαρδαλιάς επαίρεται για την εγκληματοπροληπτική του δραστηριότητα και για την αναίμακτη επιτυχία του και ο κατηγορούμενος φέρεται με τη βαρύτερη εκδοχή ενώπιον σας. Γιατί; Γιατί δεν πρόλαβε κατά τις αρχές (έτσι μας είπε ο Χαρδαλιάς) ή δεν έκανε απλώς κατά το αποδεικτικό υλικό της δικογραφίας τίποτα. Ο Χαρδαλιάς λέει ότι μπορεί να ετοιμάζονταν για σοβαρή ενέργεια όταν τους συνέλαβαν. Και επαίρεται, αδικαιολόγητα γιατί την πρόλαβε. Μπράβο του. Όμως θα τιμωρήσουμε τον κατηγορούμενο σαν να μην την είχε προλάβει; Για το κακούργημα που δεν έκανε;
Με τέτοια ανεπίτρεπτη διεύρυνση του αξιοποίνου κινδυνεύει περισσότερο η έννομη τάξη από ότι από τα αχρησιμοποίητα όπλα της Καισαρείας που βρέθηκαν πακεταρισμένα και συνοδευόμενα με σκαπτικό εργαλείο, που μάλλον και εν αμφιβολία αλλού παραπέμπει παρά σε χρήση τους για αιματηρή ενέργεια ή διακίνηση».
«Το ποινικό δίκαιο εκφράζει και πρέπει να εκφράζει την αποδοκιμασία της έννομης τάξης γι’ αυτό που ο δράστης έπραξε και όχι γι’ αυτό που είναι», σημείωσε επιλογικά η Μ. Δαλιάνη. Και κατέληξε: «Και εσείς αυτό ακριβώς πρέπει να πράξετε. Με νηφαλιότητα και ψυχραιμία να δικάσετε τους κατηγορουμένους γι’ αυτά που αποδεδειγμένα έκαναν και όχι γι’ αυτό που θεωρείτε ότι είναι ή γι’ αυτό που πιθανό σκέφτηκαν αλλά δεν έκαναν. Αυτό θα είναι απόδοση δικαιοσύνης σε αυτήν την πολύπαθη υπόθεση».
Ο Χ. Λαδής αναφέρθηκε εισαγωγικά στην εισαγγελική πρόταση και στα θετικά της στοιχεία, τα οποία δεν αφορούν την εντολέα του. «Ομως», συνέχισε, «το νόμισμα αυτό έχει και την άλλη του όψη: ανεβάζει ΕΝ ΓΕΝΕΙ ψηλά τον πήχη, αυξάνει ΕΝ ΓΕΝΕΙ τις αξιώσεις αιτιολόγησης. Έτσι καθίστανται πιο εμφανή νοηματικά κενά και επιλεκτικές αξιολογήσεις του αποδεικτικού υλικού. Και αποκτά ακόμη μεγαλύτερη επικινδυνότητα το να επιχειρείται συγχρόνως να ανοίξουν καινοφανή νομολογιακά μονοπάτια, το πρώτον με την απόφαση αυτού του δικαστηρίου, που θα οδηγήσουν στην αυστηρή τιμώρηση της εντολέως μου, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του ορισμού της διακεκριμένης οπλοκατοχής και της αναγωγής αυτής σε τρομοκρατική πράξη».
Το πρώτο κεφάλαιο της αγόρευσής του αφορούσε το ιστορικό της «αντιτρομοκρατικής» νομοθεσίας. Επιασε το νήμα ιστορικά από πολύ παλιά και στη διεθνή του διάσταση.
Το δεύτερο κεφάλαιο αφορούσε το ιστορικό της συγκεκριμένης υπόθεσης και το «σενάριο» του Χαρδαλιά, ο οποίος –όπως σημείωσε– δεν είχε κανένα κίνητρο να ελαφρύνει τη θέση οποιουδήποτε κατηγορούμενου. Τι ανέφερε ο Χαρδαλιάς για την Αντωνίου; «Την είδαμε μία φορά να μεταβαίνει με το ΣΑΚΚΑ στην Πραξιτέλους. Εκτός από αυτήν τη φορά καμία εμπλοκή, το ξαναλέω, καμία εμπλοκή!». Ο συνήγορος αναφέρθηκε σε ολόκληρη την κατάθεση του Χαρδαλιά, την οποία είχε απομαγνητοφωνήσει. Ετσι, μπόρεσε να «αδειάσει» μεγαλοπρεπέστατα την πρόεδρο, η οποία άλλα έλεγε, αναφερόμενη στον Χαρδαλιά. Και κατέληξε: «Ενώ αυτό το αποδεδειγμένο σενάριο θα έπρεπε να υπεραρκεί για να διασκεδαστεί η οποιαδήποτε υποψία, όχι μόνο δεν συμβαίνει αυτό, αλλά ένας άνθρωπος κατηγορείται για συγκατοχή σε μέρος που δεν έχει πατήσει το πόδι της!!! Είναι από τα κομμάτια της εισαγγελικής πρότασης, όπου ξαφνικά αναδύθηκε ένα πελώριο in dubio contra reum σε αντίθεση με το πνεύμα που επικράτησε ως προς άλλα αμφιλεγόμενα πραγματικά περιστατικά»!
Ο εισαγγελέας, λέμε εμείς, πήγε πέρα από τον Χαρδαλιά, έφτιαξε ένα σενάριο που δεν το είχε φτιάξει ούτε ο Χαρδαλιάς, ο οποίος κατέθεσε ότι δεν είδε την Αντωνίου με κανέναν από τους συγκατηγορούμενούς της, αλλά την είδε μόνο δυο φορές να τρώει σε δύο διαφορετικά εστιατόρια με το σύντροφό της, στο διάστημα μιας παρακολούθησης που κράτησε πάνω από μήνα.
Σε ό,τι αφορά το διαμέρισμα της Πλάτωνος, όπου η Αντωνίου συγκατοικούσε με τον Σακκά, ο Χαρδαλιάς υπήρξε κατηγορηματικός: «Η Πλάτωνος μέχρι και το τέλος των παρακολουθήσεων δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Υπηρεσία μας». Ο συνήγορος περιέγραψε αναλυτικά τα πραγματικά περιστατικά. Το διαμέρισμα νοικιάστηκε από τη μητέρα της Αντωνίου, παρουσία της Στέλλας, με τα στοιχεία της και με την ταυτότητά της.
Είναι το μόνο σπίτι της υπόθεσης που έχει μισθωθεί με αληθινά στοιχεία, που νοικιάζεται παρουσία της μητέρας, που μπαινοβγαίνει η μητέρα και φίλοι των συγκατοίκων.
Σε ό,τι αφορά το DNA (μείγματα μάλιστα) μελών της ΣΠΦ σε κινητά αντικείμενα, ο Χ. Λαδής επεσήμανε: «Υπάρχει το ενδεχόμενο κάποια μέλη της ΣΠΦ να έκαναν απλά παρέα με τον ΣΑΚΚΑ ή την ΑΝΤΩΝΙΟΥ χωρίς να μιλάνε για άλλες δραστηριότητές τους; Υπάρχει. Υπάρχει το ενδεχόμενο ο ΣΑΚΚΑΣ με το ΜΗΤΡΟΥΣΙΑ και τον ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΗ να είχανε μία ομάδα μεταξύ τους και να μην το είχανε πει στην ΑΝΤΩΝΙΟΥ; Υπάρχει. Υπάρχει το ενδεχόμενο η ΑΝΤΩΝΙΟΥ να προσπαθούσε να πείσει τους άλλους 3 να φτιάξουν μια ομάδα για ανατρεπτικές δραστηριότητες; Υπάρχει. Υπάρχει το ενδεχόμενο κάποιοι από τους μεν να κάνανε με κάποιους από τους δε μία θεωρητική πολιτική συζήτηση; Υπάρχει. Υπάρχει το ενδεχόμενο να ήταν στην ίδια οργάνωση και να διαφώνησαν πριν την αποστολή των δεμάτων (κ. Εισαγγελέα); Υπάρχει. Πώς μπορεί ένα ενδεχόμενο όμως από τα πολλά, αστήρικτο και ατεκμηρίωτο, να μετατρέπεται σε δικανική πεποίθηση; Δυστυχώς στο ζήτημα αυτό, ο κ. Εισαγγελέας υπελείπετο και του ΧΑΡΔΑΛΙΑ: Όταν του τέθηκε το κεφαλαιώδες ερώτημα σχετικά με τη συμμετοχή της ΑΝΤΩΝΙΟΥ και των λοιπών τριών στη ΣΠΦ, ο ΧΑΡΔΑΛΙΑΣ απαντάει: Πρ. Αποκλείετε το ενδεχόμενο να ανήκουν σε άλλη οργάνωση; ΟΧΙ ΦΥΣΙΚΑ, ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΣΥΛΛΗΦΘΕΙ, ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΒΓΕΙ ΑΛΛΗ ΦΟΡΑ. Ο καθένας έχει δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού».
Αμέσως μετά, ο Χ. Λαδής αναφέρθηκε αναλυτικά στην αρχή της ηθικής απόδειξης, η οποία από τον εισαγγελέα μετατράπηκε σε αρχή της απόλυτης υποκειμενικότητας, άρα της απόλυτης αυθαιρεσίας:
«Στο σημείο αυτό θα μου επιτρέψει το δικαστήριό σας να αναφερθώ εμβόλιμα στην αρχή της ηθικής απόδειξης, η οποία ούσα πολυσήμαντη έννοια δυστυχώς συχνά τυγχάνει κακομεταχείρισης:
Η αρχή της ηθικής απόδειξης, όταν καλύπτεται πίσω από ένα θεωρητικό και ιδεολογικό προκάλυμμα, αυτό του -ανεπηρέαστου από άλλους παράγοντες- σχηματισμού δικανικής πεποίθησης και ακριβώς εξαιτίας της αδιαμφισβήτητης πολλαπλής σημασίας της, εγκυμονεί σοβαρές παρανοήσεις και οδηγεί σε μη αποδεκτά αποτελέσματα στο επίπεδο της πρακτικής εφαρμογής του δικαίου. Ο Βολταίρος είχε προφητεύσει ότι το μέγεθος της «ενδόμυχης πεποίθησης» (intime conviction) θα μπορούσε από ένα «μάξιμουμ σοφίας» να μεταλλαχθεί σε μια«αρχή της αυθαιρεσίας και της κάθε φορά διαφορετικής διάθεσης του δικαστή».
Υπάρχει σήμερα διαδεδομένη η τάση να συρρικνώνεται η διαδικασία σχηματισμού δικανικής πεποίθησης σε ένα συνειδησιακό φαινόμενο, το οποίο εξαντλείται στον τομέα της καθαρής υποκειμενικότητας. Ο τομέας αυτός παραμένει εσωτερικός και, ως τέτοιος, ανέλεγκτος. Όταν η σημαντικότερη συνέπεια της θεωρίας της«ενδόμυχης πεποίθησης» (intime conviction) είναι η αναγνώριση της ελευθερίας της απόφασης, ως μία διεργασία που διέπεται από την ηθική και μία μορφή έκφρασης της υπευθυνότητας του δικαστή, τότε μπορούμε να πούμε ότι αυτό το σύστημα κρύβει και αρνητικές πλευρές, καθώς μπορεί να οδηγήσει στο να αντιμετωπίζουμε τη διαδικασία αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων ως ένα μυστηριακό και αδιερεύνητο φαινόμενο, το οποίο δεν είναι προσβάσιμο στην ανάλυση και τον έλεγχο, ένα φαινόμενο εσωτερικό που καμιά μορφή έρευνας δεν μπορεί να διαπεράσει!
Το τίμημα είναι βαρύ: το σύστημα της ηθικής απόδειξης μετατρέπεται σε ένα ζήτημα απλής διαίσθησης. Νιώθω ότι η ΑΝΤΩΝΙΟΥ ήταν στη ΣΠΦ.Διαισθάνομαι ότι διαφώνησε πριν την αποστολή των δεμάτων. Δεν μπορείτε να κρίνετε έτσι».
Στο επόμενο κεφάλαιο της αγόρευσής του ο Χ. Λαδής αναφέρθηκε στην πρόταση του εισαγγελέα για κακουργηματική οπλοκατοχή, που αποδίδεται και στην Αντωνίου για μια αμυντική χειροβομβίδα και κάποιες σφαίρες που βρέθηκαν στην Πλάτωνος. Η κατάθεση Χαρδαλιά είναι αυτή που επικαλέστηκε και πάλι ο συνήγορος: «Οταν πια καταθέτει στο δικαστήριο, έχει υπόψιν του τα ευρήματα της Πλάτωνος, τα έχει αξιολογήσει στην υπηρεσία του και παρόλα αυτά δηλώνει για την ΑΝΤΩΝΙΟΥ: ΚΑΜΙΑ ΕΜΠΛΟΚΗ! Πώς θα θεωρούσε ότι δεν υπάρχει εμπλοκή, αν πίστευε ότι η ΑΝΤΩΝΙΟΥ ήξερε για τη χειροβομβίδα και τις σφαίρες στο σπίτι της; Κάποια σοβαρή εμπλοκή θα την έβλεπε. Και όμως δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Θα κρίνετε στη διάσκεψή σας το αν γνώριζε ή όχι. Όταν όμως σας μείνει ένα κενό, είστε υποχρεωμένοι να το γεμίσετε με την αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου».
Σε ό,τι αφορά το DNA, ο συνήγορος χαρακτήρισε την αγόρευση του εισαγγελέα «εξόχως ελλιπή», που «θα μπορούσε κανείς να τη χαρακτηρίσει αμήχανη». Αναφέρθηκε στην κατάθεση της ειδικού, η οποία εξήγησε αναλυτικά τα πάντα και δεν χαρίστηκε στον εισαγγελέα. Αφού θύμισε τις ερωτήσεις που αυτός είχε κάνει στην επιστήμονα και τις απαντήσεις που είχε πάρει, τόνισε: «Ομως το να αναφέρεται, μετά από όλη τη διαδικασία, στο DNA, χωρίς να βρίσκει μία λέξη για το πώς στη συνείδησή του τα μύρια και επιστημονικά κενά που έπρεπε να υπάρχουν μετατράπηκαν σε βεβαιότητα, το θεωρώ ένα τεράστιο κενό. Για να γίνει αντιληπτό, είναι το αντίστοιχο με κάποιον μάρτυρα που αναγνωρίζει κατά 80% και ο κ. Εισαγγελέας μιλάει για ανεπιφύλακτη αναγνώριση! Μάλιστα όταν σε άλλο σημείο της πρότασής του ο κ. Εισαγγελέας έχει πει ότι “οι αναγνωρίσεις τόσα τοις εκατό δεν είναι ασφαλείς”».
Τι έκανε ο εισαγγελέας για να γεμίσει τα κενά; Τοποθέτησε την Αντωνίου και στην Καισαρείας, για να μπορέσει να ισχυριστεί ότι «αβίαστα ήταν και οι τ’εσσερις συγκάτοχοι του βαρέος οπλισμού όλων των κατοικιών». Σημείωσε ο συνήγορος: « Έτσι λοιπόν, το υποτιθέμενο –ελλιπές όπως εξηγήσαμε- DNA της που βρίσκεται σε ένα πιστόλι, ΧΩΡΙΣ Η ΙΔΙΑ ΠΟΤΕ ΝΑ ΕΧΕΙ ΠΑΕΙ ΕΚΕΙ, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις του ΧΑΡΔΑΛΙΑ και των λοιπών μαρτύρων, σε συνδυασμό με το ότι δεν βρίσκονται ίχνη DNA των ΣΑΚΚΑ & ΜΗΤΡΟΥΣΙΑ που συνελήφθησαν εκεί, αντί να απαντηθεί με τα στοιχεία που πλουσιοπάροχα, απλά και αναλυτικά προσέφερε η επιστήμη, αντί να επιβεβαιωθεί το αυταπόδεικτο ότι το DNA μεταφέρεται, ότι υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα μαδήματος σε κάθε άνθρωπο, αντί να συναχθεί το αυτονόητο συμπέρασμα ότι προφανώς ο συγκάτοικός της ΣΑΚΚΑΣ μετέφερε κύτταρά της στο συγκεκριμένο όπλο, ο κ. Εισαγγελέα επεφύλαξε στην ΑΝΤΩΝΙΟΥ την πρόταση μίας ποινής 10-20 ετών κάθειρξης, μετατρέποντας μία στη χειρότερη περίπτωση απλή οπλοκατοχή από μέρους της σε διακεκριμένη και στη συνέχεια βαφτίζοντάς τη τρομοκρατική πράξη, με τον εξής συλλογισμό:
“ΕΝΤΥΠΩΣΗ προκαλεί το ότι δεν προκύπτει DNA ΜΗΤΡΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΣΑΚΚΑ, αν και αυτοί συνελήφθησαν εκεί…”. Δηλαδή εντυπωσιάζει, φαίνεται περίεργο, ανεξήγητο, παράδοξο. Και σαν να μην φτάνει αυτό, έρχεται πριν από τρεις μέρες η Αντιτρομοκρατική να επιβεβαιώσει τους ισχυρισμούς μας με τη σύλληψη ΑΝΤΩΝΙΟΥ για δήθεν παράβαση περιοριστικού όρου και έξι άντρες πέφτουν πάνω της, την πιέζουν, την κακοποιούν με σκοπό να της πάρουν DNA: γιατί αν είχαν το DNA της ΑΝΤΩΝΙΟΥ, γιατί να τα κάνουν όλα αυτά; Θα διαβάζει ο κόσμος ότι τη μία μέρα η ΑΝΤΩΝΙΟΥ κακοποιείται για να της αποσπάσουν DNA και την άλλη μέρα καταδικάζεται επειδή τέσσερα χρόνια πριν είχε βρεθεί το DNA της σε ένα όπλο; Παράδοξο»!!!
Στο επόμενο κεφάλαιο ο Χ. Λαδής ασχολήθηκε με τη διακεκριμένη οπλοκατοχή με την επιβαρυντική περίοσταση της τρομοκρατικής πράξης. Αναφέρθηκε στο θεωρητικό προβληματισμό που είχε αναπτύξει προηγουμένως η Μ. Δαλιάνη, στα πραγματικά περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης και τόνισε: «Ο εισαγγελέας με την ερμηνεία που έκανε, ταύτισε ουσιαστικά τη διακεκριμένη μορφή οπλοκατοχής με την απλή κατοχή». Θύμισε τις αποφάσεις για τη 17Ν και τον ΕΑ, στις οποίες υπήρξε «περιορισμός ποινικής ευθύνης στα μέλη που κατείχαν κλειδιά των διαμερισμάτων όπου φυλάσσεται ο οπλισμός, γιατί κρίνεται ότι αυτοί έχουν δυνατότητα άμεσης πρόσβασης ανά πάσα στιγμή. Παρότι δεν θα έπαιζαν στις δρακόντιες ποινές κάποιο ρόλο διαφορετικές αποφάσεις, επιμέρισαν και μοίρασαν οπλοκατοχές».
Κατά τον Χ. Λαδή, η πρόταση του εισαγγελέα συνιστά «μία πραγματικά επικίνδυνη σκέψη, η οποία όχι μόνο παραβλέπει το παραπεμπτικό βούλευμα,όχι μόνο αποβαίνει στα πλαίσια της διασταλτικής της ερμηνείας επαχθέστατη για τους κατηγορούμενους, αλλά κυρίως εκφεύγει της βούλησης του νομοθέτη. Περαιτέρω, η άποψη αυτή κινείται στα όρια της ανεπίτρεπτης μεταβολής της κατηγορίας, η οποία ως γνωστόν επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, κατ` άρθρο 171§1 περ. β ΚΠΔ, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510§1 στοιχ. Α του ίδιου Κώδικα λόγο αναιρέσεως».
Ακόμη, ο συνήγορος ανέλυσε εξαντλητικά τους λόγους για τους οποίους, ακόμη κι αν το δικαστήριο αυθαίρετα δεχτεί ότι η οπλοκατοχή είναι διακεκριμένη, δεν προκύπτει από πουθενά η επιβαρυντική περίσταση της τρομοκρατικής πράξης.
Επιλογικά, ο Χ. Λαδής σημείωσε τα εξής:
«Ο κ. Εισαγγελέας ήδη εισαγωγικά διέκρινε δύο στάσεις μεταξύ των κατηγορουμένων: ορθά. Χαρακτήρισε μάλιστα τη στάση των τεσσάρων συγκατηγορουμένων αντιφατική. Συμπλήρωσε όμως ότι και οι δύο στάσεις και οι δύο απόψεις δημιούργησαν δυσχέρειες διαμόρφωσης ορθής, δίκαιης δικανικής πεποίθησης – βασικό καθήκον του δικαστικού λειτουργού, δικαστή ή εισαγγελέα, είναι να καταβάλει μια προσπάθεια να κατανοήσει τον κατηγορούμενο που έχει απέναντί του, αθώο ή ένοχο. Όχι να τον δικαιολογήσει, αλλά να τον κατανοήσει. Να κατανοήσει την προσωπικότητά του, τις αντιλήψεις, ενδεχομένως τα συναισθήματα ή τις ιδέες ή τις ιδεοληψίες του.
Με βρίσκει σε ένα βαθμό σύμφωνο αυτή η θέση. Εδώ πρέπει να ενσκύψουμε όμως ακριβώς στην προσωπικότητα, τις αντιλήψεις και τις ιδέες των κατηγορουμένων. Είδαμε όλοι πώς επιμένουν να ονομάζουν την απολογία “πολιτική τοποθέτηση”, όρο που υιοθέτησε από κάποια στιγμή και η έδρα.
Έχουμε λοιπόν μία πολιτική τοποθέτηση, μία κοσμοθεωρία, η οποία αντιμετωπίζει τις έννοιες και θεωρεί ότι η απολογία έχει χαρακτήρα κατά λέξη “απολογητικό”, κάποιος δικαιολογείται, ζητάει συγγνώμη. Δεν έχει σημασία αν με βρίσκει σύμφωνο αυτή η άποψη, αν βρίσκει εσάς σύμφωνους, σημασία έχει να την κατανοήσουμε. Δεν είναι τρόπος διαφυγής, είναι πολιτική άποψη. Αυτό καθίσταται ακόμη πιο φανερό, αν σκεφτεί κανείς ότι τα μέλη της ΣΠΦ που αναγνωρίζουν τη συμμετοχή τους σε αυτή και πάλι αρνούνται να “απολογηθούν”.
Αντίστοιχα η εντολέας μου απέφυγε να καλέσει μάρτυρες που θα μιλούσαν για την προσωπική της ζωή, την επαγγελματική, την οικογενειακή. Καλεί τους –από αυτόν τον πολιτικό χώρο καλούμενους- πολιτικούς μάρτυρες, μάρτυρες δηλαδή που αναφέρονται μόνο στις παραμέτρους της πολιτικής της δράσης.
Είναι τα ίδια άτομα που δεν θα ζητήσουν την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων. Και σε αυτό διαφωνώ. Δεν έχει όμως σημασία αν εγώ αντιμετωπίζω τους λόγους μείωσης της ποινής ως σωστά διορθωτικά εργαλεία άδικων ποινών, οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι τα θεωρούν ως μία μορφή ικεσίας προς ένα κράτος που δεν αναγνωρίζουν.
Δεν έχει σημασία τι πιστεύουν οι ίδιοι. Σημασία έχει ότι ο δικαστής πρέπει να μένει πάνω από αυτές τις ιδέες, να ουδετεροποιείται, να εννοεί και συγχρόνως να εφαρμόζει το νόμο δικάζοντας πράξεις και μόνο. Και να καταδικάζει όταν έχει αποκτήσει απόλυτη βεβαιότητα.
Δεν κλείνω ζητώντας επιείκεια. Ζητώ να κινηθείτε στην απόφασή σας με ευαγγέλιο την ψύχραιμη κρίση επί των αποδεικτικών στοιχείων, αλλά και την ορθή εφαρμογή των νομικών κανόνων. Μακάρι με την αγόρευσή μου να βοήθησα λίγο σε αυτό».