Την καθιερωμένη ανάγνωση του απουσιολογίου ακολούθησε μια σειρά αγορεύσεων των συνηγόρων υπεράσπισης, σχετικά με την απόρριψη του εισαγγελέα Γρ. Βαβέτση του συνόλου των ενστάσεων και αιτημάτων που υποβλήθηκαν.
Πρώτος ξεκίνησε ο Φρ. Ραγκούσης αναλύοντας διεξοδικά την ένσταση περί ασάφειας των υπό ανάγνωση εγγράφων, αναφέροντας ότι «η αποσαφήνιση και ο συγκεκριμένος προσδιορισμός της ταυτότητας του υπό ανάγνωση εγγράφου σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας είναι αναγκαίος και επιβεβλημένος» και ότι «εάν το έγγραφο δεν προσδιορίζεται ως προς την ταυτότητά του και δεν συγκεκριμενοποιείται ως προς την οντότητά του, δεν είναι δυνατή εκ των πραγμάτων και η γνώση του περιεχομένου του, με αποτέλεσμα ο κατηγορούμενος να μη δύναται να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, από την κλήτευσή του μέχρι την ημέρα της δίκης». Στη συνέχεια με πλούσια επιχειρηματολογία ανέπτυξε την ένσταση που υπέβαλε σχετικά με την αναρμοδιότητα του δικαστηρίου, κάνοντας παράλληλα εκτενή αναφορά στον ορισμό του πολιτικού εγκλήματος.
Η Α. Παπαρούσου ξεκίνησε αναλύοντας την αοριστία του βουλεύματος, το οποίο δε στέκει ούτε σε νομική ούτε σε λογική ανάλυση, με πολύ σημαντικά νομικά λάθη, έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων, με μοναδικό αποδεικτικό μέσο την ανάληψη ευθύνης και με ένα καταιγισμό αόριστων εννοιών, που καλείται το δικαστήριο να τις εξειδικεύσει. «Αν δεν υπήρχε το 187Α κανένας κατηγορούμενος δεν θα ήταν εδώ. Το 187Α είναι το μέσο με το οποίο το κράτος αποφάσισε να διώκει τους πολιτικούς του αντιπάλους», όπως χαρακτηριστικά είπε. Κλείνοντας την αγόρευσή της, ανέπτυξε την επιχειρηματολογία της σχετικά με την αοριστία των εγγράφων, καθώς στο βούλευμα δεν περιλαμβάνονται τα υπό ανάγνωση έγγραφα, καθώς και για την ένσταση που υπέβαλε για το θέμα της εκκρεμοδικίας.
Ο Δ. Κατσαρής, αφού δήλωσε ότι συντάσσεται με τα όσα είπε η Α. Παπαρούσου, έθεσε έναν προβληματισμό, ότι «σ’ αυτά τα δικαστήρια, θα πρέπει οι αποφάσεις να λαμβάνονται υπό το πρίσμα ενός διπόλου: φασισμός ή δημοκρατία». Στη συνέχεια αναφέρθηκε στις ενστάσεις και τα αιτήματα σχετικά με την εκκρεμοδικία, την αοριστία του κατηγορητηρίου (αν και δεν την έχει υποβάλει ο ίδιος), τη δημοσιότητα της δίκης και την κράτηση των ταυτοτήτων κατά την είσοδο στο δικαστήριο, που πρέπει να εξεταστεί σύμφωνα με το δίπολο που ανέφερε προηγούμενα, και τα μαγνητοφωνημένα πρακτικά τα οποία θα διευκολύνουν όλους τους παράγοντες της δίκης και υπάρχει ήδη η υλικοτεχνική δομή.
Τέλος, ο Σ. Φυτράκης ξεκίνησε την αγόρευσή του λέγοντας πως το μοντέλο που εφαρμόζεται στις πολιτικές δίκες είναι αυτό της εκτεταμένης καταστολής. Ανέφερε πως μια μικρή, αλλά σημαντική, διάρρηξη του μοντέλου αυτού έγινε στη δίκη για την υπόθεση του Επαναστατικού Αγώνα, όπου δεν δέχτηκε η έδρα το διευθυντικό ρόλο, που προστέθηκε σε ορισμένους κατηγορούμενους, και ότι σε καμία πράξη που δεν υπήρχαν αποδείξεις δεν έβαλαν ηθική αυτουργία, αλλά ακολουθήθηκε το μοντέλο της απλής συνέργειας για ελάχιστες πράξεις. Σχετικά με το θέμα της εκκρεμοδικίας είπε χαρακτηριστικά: «Ρωτήστε αύριο το πρωί τι θα έρθουμε να κάνουμε εδώ!», εννοώντας την άλλη δίκη που βρίσκεται σε εξέλιξη. Έκανε εκτεταμένη αναφορά στην περίπτωση του εντολέα του Χ. Χατζημιχελάκη και το ότι έχει κατηγορηθεί τέσσερις φορές σύμφωνα με το 187Α, με χαρακτηριστική περίπτωση αυτή των «βομβοδεμάτων» που κατηγορείται για ηθική αυτουργία, επειδή χαιρέτισε τη συγκεκριμένη ενέργεια, ενώ βρισκόταν στη φυλακή. Για τη φύση του πολιτικού αδικήματος είπε ότι «πολιτικό αδίκημα είναι να δρας για ένα νέο μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας, στη βάση της ελευθερίας», ενώ κλείνοντας αναφέρθηκε στην τρανταχτή έλλειψη στοιχείων και την αοριστία του βουλεύματος.
Το δικαστήριο διέκοψε για την Παρασκευή 9 Αυγούστου.