To αναμενόμενο «άλμα» έγινε. Αλμα σε ό,τι αφορά τις δίκες για υποθέσεις ένοπλης επαναστατικής πάλης, οι οποίες βαφτίζονται «υποθέσεις τρομοκρατίας». Οι σεναριογράφοι της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας αναγορεύονται σε βασικό αποδεικτικό μέσο. Σε μάρτυρες-αυθεντία, από τις καταθέσεις των οποίων θα νοηματοδοτηθεί η δίκη. Η πορεία της και, φυσικά, η απόφαση.
Οπως είχαμε σημειώσει στο προηγούμενο ρεπορτάζ, πραγματοποιείται μια στροφή σε σχέση με τις δίκες της 17Ν και του ΕΛΑ. Σε εκείνες τις δίκες, με τις οποίες το σύστημα ξεκαθάριζε τους λογαριασμούς του με την πρώτη γενιά των οργανώσεων του ένοπλου, κράτησαν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας τους ασφαλίτες της Αντιτρομοκρατικής. Δεν τους έφεραν στις δίκες ως μάρτυρες, με το επιχείρημα ότι είχαν ασκήσει προανακριτικά καθήκοντα και επομένως περιλαμβάνονταν στις απαγορεύσεις του άρθρου 211Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Την τακτική τους σε εκείνες τις δίκες την υποστήριζαν με άλλα «αποδεικτικά μέσα», όπως οι «ομολογίες», οι καταθέσεις των μετανοημένων-συνεργαζόμενων, τα «αρχεία Στάζι», κάποιοι ψευδομάρτυρες. Επειδή στη δίκη του ΕΛΑ τα «στοιχεία» αυτά δεν άντεξαν και φτάσαμε τελικά στην αθώωση όλων των κατηγορούμενων (ακόμη και του Χρήστου Τσιγαρίδα, που είχε αναλάβει την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή του στην οργάνωση), αποφάσισαν από εδώ και πέρα να ρίχνουν στη δικαστική μάχη τα γκεσέμια της Αντιτρομοκρατικής (και όχι απλούς ασφαλίτες), ώστε με τα σενάριά τους να καθορίζουν το πλαίσιο της δίκης και να προσφέρουν στα τρομοδικεία τις «αποδείξεις» που χρειάζονται για να οδηγούνται στις προαποφασισμένες καταδίκες.
Αν μη τι άλλο, μ’ αυτό ομολογούν την απουσία πραγματικών αποδείξεων, την οποία προσπαθούν να καλύψουν μέσω των σεναριογράφων. Από την άλλη, όμως, με την πρωτοφανή στα νομολογιακά χρονικά της χώρας απόφαση που πήρε σήμερα το τρομοδικείο της «υπόθεσης ΕΑ», εγκαινιάζεται μια νέα εποχή σ’ αυτές τις μεγάλες πολιτικές δίκες. Μια εποχή κατά την οποία θα δικάζουν στην ουσία οι ασφαλίτες και ο λόγος τους θα θεωρείται «απόλυτη αλήθεια». Η αστική Δικαιοσύνη πετάει το φερετζέ των δικονομικών εγγυήσεων και προβάλλει με το πραγματικό της πρόσωπο. Το πρόσωπο της καθεστωτικής Δικαιοσύνης-τιμωρού, που έχει σαν σκοπό όχι να βρει την αλήθεια και να κατανείμει το ποινικό φορτίο ανάλογα μ’ αυτή την αλήθεια, αλλά να ενσωματώσει τους φίλους και να εξοντώσει τους πολιτικούς αντίπαλους, όπως εύστοχα είχε σημειώσει ο επιφανής γερμανός νομικός Χάινριχ Χανόφερ την εποχή που το γερμανικό ιμπεριαλιστικό κράτος διεξήγαγε δίκες με την κατηγορία της συμμετοχής στη RAF και στο κίνημα «2 Ιούνη».
Ας δούμε, όμως, το ρεπορτάζ από τη σημερινή διαδικασία του Κορυδαλλού.
Ωμός, κυνικός, αδιάφορος για τους τυπικούς δικονομικούς κανόνες, με τη βεβαιότητα ότι σε μια τέτοια δίκη όλα επιτρέπονται, όλα πρέπει να υπαχθούν στην «αντιτρομοκρατική» σκοπιμότητα, ο εισαγγελέας αναρωτήθηκε στην αρχή της σύντομης –όπως πάντοτε– αγόρευσής του: Αν δεν καταθέσει ο Παπαθανασάκης, ποιος θα καταθέσει ως μάρτυρας σ’ αυτή τη δίκη; Αν δεν καταθέσει ο προϊστάμενος της αρμόδιας υπηρεσίας της Αντιτρομοκρατικής, ο οποίος συντόνισε τους υφισταμένους του και ενδεχομένως ενήργησε και ο ίδιος έρευνες, ποιος θα καταθέσει; Με θεμέλιο αυτή την «τετράγωνη» πολιτική (και όχι νομική) λογική, ο εισαγγελέας προσπάθησε να ξεπεράσει με νομολογιακές αοριστολογίες και φτηνές σοφιστείες τα ανυπέρβλητα δικονομικά εμπόδια. Το απόρρητο των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων –είπε– δεν το ήρε ο Παπαθανασάκης, αλλά ο εισαγγελέας. Και τις καταγραφές δεν τις έκανε ο Παπαθανασάκης, αλλά άλλοι υπάλληλοι! Νομολογιακά –συνέχισε– δεν αποτελεί ανακριτική πράξη η υποβολή ανακριτικού υλικού από άλλον, ούτε αποτελεί ανακριτική πράξη η παρακολούθηση, εκτός αν έγινε με τεχνικά μέσα. Γι’ αυτό και ο Παπαθανασάκης δεν εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 211Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και πρέπει να εξεταστεί ως μάρτυρας.
Σε πλήρες «άδειασμα» της (ας πούμε) νομικής επιχειρηματολογίας του εισαγγελέα προχώρησε η Μαρίνα Δαλιάνη. Εκεί που ο εισαγγελέας μιλούσε αόριστα για νομολογία, χωρίς ν’ αναφέρει ούτε μία σχετική απόφαση, η συνήγορος τις ανέφερε όλες, παρουσιάζοντας αναλυτικά το περιεχόμενο της καθεμιάς, για να αποδείξει ότι πουθενά η νομολογία δεν αναφέρει αυτά που ισχυρίστηκε ο εισαγγελέας και να καταδείξει ότι πρώτον η νομολογία είναι εξαιρετικά φτωχή και δεύτερον ότι έχει ασχοληθεί με οριακές περιπτώσεις προανακριτικών υπαλλήλων, με αποτέλεσμα να είναι εξαιρετικά στενή. Κι αυτό συμβαίνει γιατί ποτέ μέχρι τώρα οι εισαγγελικές και αστυνομικές αρχές δεν έχουν διαπράξει τόσο χονδροειδή λάθη, να στέλνουν δηλαδή τους κατεξοχήν υπεύθυνους της προανάκρισης ως μάρτυρες στα δικαστήρια.
Το σκεπτικό της εισαγγελικής πρότασης, επεσήμανε η συνήγορος, επιβεβαιώνει το ότι ο Παπαθανασάκης πρέπει να εξαιρεθεί από μάρτυρας. Εδώ δεν έχουμε έναν από τους προανακριτικούς υπαλλήλους, αλλά τον συντονιστή τους, όπως είπε ο εισαγγελέας. Η υπόθεση έφτασε αυτεπαγγέλτως στο Α’ Τμήμα Εσωτερικής Ασφάλειας της ΔΑΕΕΒ και ο Παπαθανασάκης χειρίστηκε το προανακριτικό υλικό και έκανε και όλες τις υπόλοιπες ανακριτικές πράξεις, επειδή αυτός ήταν ο ρόλος του. Η άρση του απορρήτου των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων διατάσσεται από τον εισαγγελέα, προϋποθέτει όμως ότι κάποιος τη ζητά και το αίτημα, που το υποβάλλει ο Παπαθανασάκης, είναι μέρος αυτής της ειδικής ανακριτικής πράξης. Το ίδιο ισχύει και για τις παραγγελίες στα εργαστήρια της Ασφάλειας. Ο Παπαθανασάκης, κατέληξε η συνήγορος, δεν καταθέτει τίποτα πραγματικό, παρά μόνο συνδυάζει και σχολιάζει τα ευρήματα της προανάκρισης. Αν τον δεχτείτε ως μάρτυρα, θα ναρκοθετήσετε κυριολεκτικά τη διαδικασία. Το μόνο που πρέπει να κάνει το δικαστήριο είναι να τον ρωτήσει ποιοι υπάλληλοι δεν άσκησαν προανακριτικά καθήκοντα και να έρθουν αυτοί να καταθέσουν.
‘Η μια δικογραφία έχει στοιχεία και δεν χρειάζεται καμιά αφήγηση ή μια δικογραφία δεν έχει στοιχεία και χρειάζεται έναν αφηγητή. Μπροστά σ’ αυτό το πραγματικό δίλημμα έθεσε το δικαστήριο η Αννυ Παπαρρούσου, ξεκινώντας από το αγωνιώδες ερώτημα του εισαγγελέα: «Ποιος θα καταθέσει, αν όχι ο Παπαθανασάκης;». Βασική αρχή του Δικαίου, συνέχισε η συνήγορος, είναι η αρχή της νομιμότητας και όχι η αρχή της σκοπιμότητας. Αυτός ο μάρτυρας αποτελεί τον ορισμό του προκατειλημμένου μάρτυρα, γιατί θα στηρίξει το δικό του έργο. Ολος ο Τύπος γράφει ότι αυτός μετατέθηκε από άλλη υπηρεσία το Νοέμβρη του 2009 και ανέλαβε την υπόθεση του Επαναστατικού Αγώνα. Αφηγείται και νοηματοδοτεί περιστατικά, η κρίση περί τα οποία ανήκει στο δικαστήριο. Δεν έχετε κανένα υλικό που να επιβεβαιώνει την αφήγησή του.
Ο Παναγιώτης Ρουμελιώτης σημείωσε ότι ο εισαγγελέας έκανε μια μετάθεση. Αντί να πει ποιες είναι οι ανακριτικές πράξεις του 211Α ΚΠΔ, μετέθεσε το ζήτημα στις εκθέσεις. Δίνοντας ένα παράδειγμα, αναρωτήθηκε: Ποιος έκανε την άρση του απορρήτου, αυτός που έδωσε την εντολή ή αυτός που κατέγραψε κάποιες συνδιαλέξεις; Αυτή η ιστορία, κατέληξε ο συνήγορος, είναι μονόδρομος. Πριν από το 1950 ο νομοθέτης είπε ότι δεν πρέπει να εξετάζεται όποιος ασχολήθηκε με μια υπόθεση, γιατί είναι προκατειλημμένος. Οσα καταθέτει ο Παπαθανασάκης είναι δικό του παιδί. Εχει να σας δώσει μόνο το συμπέρασμα και αυτό το συμπέρασμα είναι που ο νομοθέτης δεν θέλει να κατατίθεται. Για να έχουμε καθαρή δίκη, θα πρέπει να έχουμε και καθαρές λύσεις στα προδικαστικά ζητήματα. Ο Παπαθανασάκης έρχεται να σας πει συμπεράσματα που οδηγούν σε μονόδρομο καταδίκης συγκεκριμένων κατηγορούμενων.
Αν δεχτείται ως μάρτυρα τον Παπαθανασάκη, θα εγκαθιδρύσετε εδώ έναν από τους πιο σκληρούς πυλώνες των λεγόμενων «αντιτρομοκρατικών» ενεργειών, σημείωσε η Δάφνη Βαγιανού. Αφού ανέτρεξε στις «αντιτρομοκρατικές» νομοθεσίες και στους νομικούς κανόνες, αποδεικνύοντας ότι ο Παπαθανασάκης διεξήγαγε ανακριτικό έργο, η συνήγορος έθεσε το ερώτημα: Θεωρούμε ως ανακριτικό έργο το να γράφει μια γραμματέας μια κατάθεση και όχι την προώθηση, την επεξεργασία και την αξιολόγηση όλης της προανάκρισης; Αν γίνει δεκτή η εισαγγελική πρόταση, κατέληξε, δικονομικά θα έχουμε μια βίαιη απογύμνωση, ώστε να έρχονται σ’ αυτές τις δίκες οι ανακριτικοί υπάλληλοι και να παρουσιάζουν αφηγούμενοι αυτό που οι ίδιοι προετοίμασαν.
Ο Δημήτρης Κατσαρής υπενθύμισε ότι η αιτιολογική βάση του 211Α δεν αφορά την προστασία του κατηγορούμενου, αλλά την προστασία του δικαστήριου από προκατειλημμένους μάρτυρες, ώστε μόνο βάσει νομίμως συλλεγέντων στοιχείων και χωρίς επιρροή από προκατειλημμένους μάρτυρες να φτάσει σε απροκατάληπτη κρίση. Μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, κατέληξε. Αν δεχτούμε τον Παπαθανασάκη, τότε πρέπει να κληθεί όποιος υπογράφει οποιοδήποτε από τα έγγραφα που υπάρχουν στη δικογραφία.
Ο Χάρης Λαδής επεσήμανε ότι με βάση αυτό που είπε ο εισαγγελέας (ποιος θα καταθέσει, αν όχι ο Παπαθανασάκης;) το 211Α του ΚΠΔ εκλεμβάνεται ως τροχοπέδη. Στο τέλος, θα φτάσουμε στο λογικό άτοπο, να πούμε ότι δεν είναι προανάκριση η διενέργεια προανάκρισης! Θα φτάσουμε να πούμε ότι μοναδικές προανακριτικές πράξεις είναι οι συλλήψεις των κατηγορούμενων και οι κατασχέσεις όσων βρέθηκαν στα σπίτια τους.
Ο Σπύρος Φυτράκης, που έκλεισε τον κύκλο των δευτερολογιών των συνηγόρων υπεράσπισης, υπήρξε ιδιαίτερα σκληρός και καυστικός. Υπενθύμισε, καταρχάς, ότι στις δίκες της 17Ν και του ΕΛΑ δεν εμφανίστηκε κανένας αστυνομικός της Αντιτρομοκρατικής, ενώ κατέθεσαν εκατοντάδες μάρτυρες. Αυτοί είναι οι μάρτυρες που έχει ένα δικαστήριο για να δικάσει. Εδώ όμως κάνουμε μια… μοντέρνα δίκη. Αντί να φωνάξουμε τον αστυνομικό τάδε ή τον πολίτη τάδε, για να μας πει τι είδε ή τι άκουσε, φωνάζουμε έναν, δυο, τρεις ειδικούς που συντόνισαν την προανάκριση. Αν μάλιστα γίνουμε πολύ… μοντέρνοι, δεν χρειαζόμαστε τίποτε άλλο. Θω φωνάζουμε δυο-τρεις αξιωματούχους της Αντιτρομοκρατικής και έναν της ΚΥΠ και θα μας τα λένε όλα. Ο Μαζιώτης, συνέχισε ο συνήγορος, σας είπε να φωνάξετε τους υπουργούς, για να σας πουν αυτοί τι τους έλεγαν οι υφιστάμενοί τους. Γιατί δεν τους φωνάζετε; Οι αρμόδιοι των Υπηρεσιών είναι οι κύριοι ανακριτικοί υπάλληλοι, ως συντονιστές. Τι θα πείτε εσείς; Για να το λέει ο υποδιευθυντής που έκανε την προνάκριση και έχει κάνει τόσο καλή δουλειά, δίκιο θα έχει. Ας ρίξουμε, λοιπόν, και 15 χρόνια στον Σαράντο. Ετσι, θα κάνετε την υπέρβαση και θα πάτε στο κατασταλτικό μοντέλο. Ποια τηλέφωνα άνοιξαν; Αυτά που ζήτησε ο Παπαθανασάκης. Αντί να φωνάξουμε αυτόν που άκουγε τα τηλέφωνα, φωνάζουμε αυτόν που έδωσε την εντολή ν’ ανοίξουν. Ας μην κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε, κατέληξε ο συνήγορος. Καλύτερα να πάτε με το παλιό μοντέλο, συντηρητικοί και προσεκτικοί, παρά με το μοντέρνο μοντέλο και κατασταλτικοί.
Το δικαστήριο αποσύρθηκε σε διάσκεψη και όταν επανήλθε στην έδρα ανακοίνωσε την απόρριψη και αυτής της ένστασης, με το αιτιολογικό ότι ο Παπαθανασάκης άσκησε τα συνήθη υπηρεσιακά του καθήκοντα (sic!) και δεν έκανε ανακριτικές πράξεις! Το «άλμα» είχε συντελεστεί. Παρήχθη –επιτέλους!– η νομολογία που τόσο ανάγκη έχει ο διωκτικός μηχανισμός, για να καθορίζει αυτός –και μόνον αυτός– πότε και ποιους θα στέλνει στα τρομοδικεία για να στηρίζουν τις ετοιμόρροπες υποθέσεις.
Επειδή, σύμφωνα με έγγραφο που στάλθηκε από τη ΓΑΔΑ, ο Παπαθανασάκης ήταν ασθενής και απουσίαζε, ο πρόεδρος θέλησε να ξεκινήσει με την εξέταση άλλων μαρτύρων του κατηγορητήριου. Υπήρξε, όμως, αντίδραση από συνηγόρους και κατηγορούμενους, που έγινε δεκτή (κατ’ ανάγκη). Η δίκη διακόπηκε για τη Δευτέρα 28 Νοέμβρη, στις 9 το πρωί, οπότε αναμένεται να καταθέσει ως πρώτος μάρτυρας ο σεναριογράφος της Αντιτρομοκρατικής, ο προϊστάμενος του Α’ Τμήματος «Εσωτερικής Τρομοκρατίας», αστυνομικός υποδιευθυντής Κωνσταντίνος Παπαθανασάκης.