9η συνεδρίαση, 16.11.15
Αυτό συνέβη και στην 9η συνεδρίαση της δεύτερης δίκης του Επαναστατικού Αγώνα. Η εισαγγελέας της έδρας, με την έναρξη της συνεδρίασης, πήρε το λόγο και ενημέρωσε το δικαστήριο και όλους τους παράγοντες της δίκης ότι προσκομίζει έγγραφα (πραγματογνωμοσύνες και άλλα) που έλαβε από τη Διεύθυνση Αντιμετώπισης Εσωτερικής Τρομοκρατίας και που αφορούν κατηγορούμενους της εν λόγω υπόθεσης. Οι συνήγοροι υπεράσπισης, σε πρώτη φάση, προέβαλαν αντιρρήσεις, οι οποίες αφορούσαν κυρίως την εξακολούθηση της πρακτικής αυτής, ενώ επιφυλάχθηκαν να τοποθετηθούν συγκεκριμένα σε επόμενη συνεδρίαση επί των εγγράφων, αφού ενημερωθούν.
Πέραν της ουσίας αυτών, που θα προκύψει και στις επόμενες συνεδριάσεις, εκφράζουμε εκ των προτέρων την άποψή μας ότι τέτοια πράγματα δείχνουν στο έπακρο το «καλό» πρόσωπο της αστικής Δικαιοσύνης, που με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο δείχνει ότι αντιμετωπίζει τους πολιτικούς κρατούμενους ως εχθρούς της που θέλει να τους καταδικάσει με παράνομους και αντιδικονομικούς τρόπους, με μόνα στοιχεία άλλοτε ανώνυμα τηλεφωνήματα και άλλοτε διάσπαρτες ενδείξεις ή υπόνοιες, φυσικά ανέλεγκτες και αόριστες.
Οσον αφορά το «διά ταύτα» της συνεδρίασης, τρεις ήταν οι βασικοί μάρτυρες που κατέθεσαν. Κι όπως είθισται, ήταν ανακατεμένοι και αφορούσαν διαφορετικές υποθέσεις. Μια άλλη σταθερά μεθοδευμένη πρακτική που έχει καταντήσει άκρως επικίνδυνη, αφού δε δημιουργείται ενιαία γνώση περί των υποθέσεων στο δικαστήριο, ενώ κατηγορούμενοι και συνήγοροι βρίσκονται κάθε φορά μπροστά στο μυστήριο του ποιος θα έρθει να καταθέσει ως επόμενος μάρτυρας.
Ο πρώτος ήταν ο Ν. Παναγιωτόπουλος, ένας αστυνομικός που βρέθηκε τυχαία μπροστά στην καταδίωξή του Ν. Μαζιώτη στο Μοναστηράκι τον Ιούλη του 2014. Για να σχολιάσουμε την κατάθεσή του, χωρίς να μπαίνουμε σε ανούσιες λεπτομέρειες, θα κατηγοριοποιήσουμε τα ζητήματα που μας αφορούν σε σχέση με την υπόθεση. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο Ν. Μαζιώτης αποπειράθηκε να σκοτώσει τον αστυνομικό κατά τη διάρκεια της μεταξύ τους πάλης εκείνη την ημέρα. Ωστόσο, αυτή η απόπειρα ανθρωποκτονίας είναι καταφανώς έωλη. Αυτό προέκυψε και από τον ίδιο τον αστυνομικό, όπως κατέθεσε στο δικαστήριο, κι αυτό έχει μεγάλη σημασία για την καταγραφή των περιστατικών. Τι είπε λοιπόν ο κύριος αυτός; Οτι το όπλο δε βγήκε ποτέ από το τσαντάκι, λόγω της πάλης ανάμεσά τους, ότι δεν υπήρξε ποτέ θέση στόχευσης από τον Ν. Μαζιώτη κι ότι δεν υπήρχε καν δυνατότητα να λάβει τέτοια θέση! Με λίγα λόγια, ολόκληρο το οικοδόμημα πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η απόπειρα ανθρωποκτονίας του αστυνομικού καταρρίφθηκε από τον ίδιο!!
Μετά την κατάθεση του μάρτυρα, ο Ν. Μαζιώτης πήρε αμέσως το λόγο, κι όπως δικαιούται βάσει των δικονομικών κανόνων, έκανε σχολιασμό. Δήλωσε ευθαρσώς ότι αν σκοτωνόταν αστυνομικός θα αναλάμβανε την ευθύνη κι ότι τόσο ο Παναγιωτόπουλος όσο και ο Δημητρόπουλος (σ.σ. ο αστυνομικός που τον πυροβόλησε και τον τραυμάτισε στο χέρι) είπαν ψέματα στο δικαστήριο για τα πραγματικά συμβάντα. Το χτύπημα προς τον αστυνομικό Παναγιωτόπουλο ήταν με κατεύθυνση προς τα κάτω και ο Δημητρόπουλος πυροβόλησε σε στιγμή πάλης των δύο προσώπων με κίνδυνο τόσο του συναδέλφου του όσο και του Ν. Μαζιώτη. Επιβεβαίωσε ότι σκοπός του, όπως έχει ξαναπεί, ήταν η διαφυγή κι ότι αν ήθελε να σκοτώσει θα το έκανε. Ομως για εκπυρσοκρότηση όπλου μέσα από το τσαντάκι δε νοείται ανθρωποκτόνος πρόθεση. Τελείωσε λέγοντας ότι είμαστε σε πόλεμο και στρατιώτες δυο αντίπαλων στρατοπέδων. Δεν πυροβολούμε για πλάκα αλλά μόνο όταν υπάρχει λόγος.
Οι δύο επόμενοι μάρτυρες αφορούσαν τη ληστεία στην Κλειτορία Καλαβρύτων. Ηταν οι δύο αστυνομικοί του εκεί τμήματος που ενεπλάκησαν στο περιστατικό. Ο πρώτος που κατέθεσε ήταν ο Γ. Παπαχριστόπουλος. Ηταν ο αστυνομικός που μπήκε μόνος του στο υποκατάστημα της τράπεζας την ώρα της ληστείας και τραυματίστηκε στο πόδι. Ουσιαστικά ο μάρτυρας αυτός, παρά την προσπάθειά του να παρουσιάσει τα περιστατικά όπως πρέπει κατά το σενάριο της Αντιτρομοκρατικής, δεν μπόρεσε να «καλύψει» τα δικαιολογημένα και αναμενόμενα κενά που υπήρξαν. Σε ερώτηση αν ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του θύμα απόπειρας ανθρωποκτονίας, και παρόλη τη μεσολάβηση της προέδρου που έσπευσε να επισημάνει ότι δεν είναι αρμοδιότητα του κάθε μάρτυρα να κρίνει επί της κατηγορίας, ο μάρτυρας απάντησε ότι είναι μάλλον «βαριά σωματική βλάβη». Το ίδιο άλλωστε επιβεβαιώνει και η ιατροδικαστική έκθεση που περιγράφει το τραύμα ως ελαφρύ.
Για το άλλο «καυτό» θέμα, των πυροβολισμών που, όπως είχε προκύψει και από τους εργαζόμενους στην τράπεζα, έριξαν κατά ριπάς οι αστυνομικοί στην πλάτη των δραστών, ο μάρτυρας απάντησε ότι ο ίδιος είπε στο συνάδελφό του να ρίξει την περιβόητη βολή «ακινητοποίησης». Πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με τα όσα κατέθεσε ο ταμίας της τράπεζας.
Τι φαίνεται από τα λεγόμενα του εν λόγω αστυνομικού; Οτι και επικίνδυνα έδρασε, πρωτίστως για τους πολίτες – εργαζόμενους που ήταν εκείνη τη στιγμή στην τράπεζα, και έδωσε εντολή στο συνάδελφό του να «ρίξει» στο ψαχνό. Αλλωστε, και η ατάκα του για την τελική έκβαση της υπόθεσης δείχνει το κίνητρο γι’ αυτή του τη συμπεριφορά: «σώθηκε το μεγαλύτερο χρηματικό ποσό»! Γίνεται αντιληπτό ποιους προστατεύει η αστυνομία και πόσο σημαντικότερα είναι τα χρήματα μιας τράπεζας απ’ την ανθρώπινη ζωή.
Στο σχολιασμό που έκανε ο Ν. Μαζιώτης, μίλησε ξανά για το αβάσιμο της απόπειρας ανθρωποκτονίας που δεν μπορεί να στηριχθεί σε καμία κατάθεση των «παθόντων». Ξανατόνισε πως αν σκοτωνόταν κάποιος αστυνομικός θα αναλάμβανε πλήρως της ευθύνη, όπως είχε γίνει στην περίπτωση του Ματζούνη στα Εξάρχεια. «Η ελευθερία μου είναι ανεκτίμητη. Δε χρησιμοποιούμε όμως περιττή βία. Δε θέλαμε να πλήξουμε κανέναν, παρά μόνο να πάρουμε τα λεφτά», δήλωσε, ενώ πρόσθεσε ότι το όποιο πρόβλημα το δημιούργησε ο ίδιος ο αστυνομικός με τη συμπεριφορά του κι έθεσε τη ζωή του σε κίνδυνο για να υπερασπιστεί τα λεφτά της τράπεζας. «Αν έχετε την πρόθεση για δύο μέτρα και δύο σταθμά, τότε πρέπει και ο Δημητρόπουλος να κατηγορηθεί για απόπειρα. Εγώ δεν έχω παράπονο. Η αστυνομία είναι εχθρός και βρισκόμαστε σε πόλεμο. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν υπάρχουν παράπονα», είπε προς το δικαστήριο κλείνοντας.
Δεύτερος μάρτυρας ήταν ο άλλος αστυνομικός της Κλειτορίας, που έμεινε έξω από την τράπεζα και άνοιξε πυρ κατά ριπάς εναντίον του αυτοκινήτου των δραστών. Για το συγκεκριμένο περιστατικό συνεχίστηκε το ίδιο τροπάριο περί βολών «ακινητοποίησης» και όχι «εξουδετέρωσης», παρόλο που το σημάδι ήταν στο παράθυρο του οδηγού και όχι σε κάποιο λιγότερο επίφοβο σημείο. Αυτό δείχνει άνευ ετέρου και ποιος είχε τελικά την ανθρωποκτόνο πρόθεση. Η ενέργειά του αυτή έγινε, όπως φάνηκε, παρά τη δυσκολία του να το εκστομίσει, κατόπιν σχετικής «παραγγελίας» του συναδέλφου του με την προτροπή «ρίξ’ τους».
Ενα ακόμα σημαντικό στοιχείο της κατάθεσής του ήταν το μεγαλοπρεπέστατο άδειασμα που έκανε στο συνάδελφό του, εκθέτονας ουσιαστικά την πρωτοβουλία του να μπει στην τράπεζα. Είπε χαρακτηριστικά: «Οταν χτυπά συναγερμός στην τράπεζα, δεν μπαίνουμε μέσα. Ετσι είναι οι οδηγίες από τη σχολή. Για ποιο λόγο να μπούμε; Για τα λεφτά; Προέχει η ασφάλεια των πολιτών. Εγώ δε θα έμπαινα στην τράπεζα. Αν δεν έμπαινε και ο Παπαχριστόπουλος, θα ήταν καλύτερα για όλους. Δεν ήθελα να κάνω τον γενναίο. Προέχει η ανθρώπινη ζωή».
Στη συνεδρίαση κατέθεσαν επίσης οι αστυνομικοί Ν. Κανιούρας και Β. Πλευράκης, ο ένας για το υποτιθέμενο ανώνυμο τηλεφώνημα που έλαβε προκειμένου να ψάξει η αστυνομία το πάρκινγκ στο Βύρωνα (υπόθεση Σταμπούλου) και ο δεύτερος για τον έλεγχο μιας πλαστής ταυτότητας που βρέθηκε στην κατοχή του Ν. Μαζιώτη. Οι μαρτυρίες των Ε. Ζαράνη και Π. Ανδρικοπούλου δεν εισέφεραν τίποτα ουσιώδες.
10η συνεδρίαση, 20.11.15
Οπως αναμενόταν, ο Ν. Μαζιώτης ήδη από την αρχή της συνεδρίασης σχολίασε τα εισαχθέντα από την εισαγγελέα έγγραφα στην προηγούμενη συνεδρίαση, προβάλλοντας εμπεριστατωμένες αντιρρήσεις τόσο για την εισαγωγή τους όσο και για την ενδεχόμενη αξιολόγησή τους από το τρομοδικείο.
Μίλησε για έγγραφα που είναι άσχετα με την υπό κρίση υπόθεση και που στην πραγματικότητα σκοπεύουν στο να συσχετίσουν εκκρεμείς υποθέσεις μ’ αυτή που βρίσκεται ήδη στο ακροατήριο και γενικότερα με την οργάνωση Επαναστατικός Αγώνας. Επίσης, έκανε λόγο για γενικευμένη μεθόδευση προκειμένου να ξαναδικαστεί ο ίδιος ως «διευθυντής» της οργάνωσης. Θύμισε ότι το εν λόγω δικαστήριο έχει επιφυλαχθεί ως προς την κατηγορία της διεύθυνσης και τώρα γίνεται φανερό ότι αυτή διατηρείται με σκοπό να συνδυαστεί με όσα έγγραφα θα έρχονται, να οδηγήσει ενδεχομένως σε μια παράνομη καταδίκη (μιας και υπάρχει ήδη αθωωτική απόφαση από το 2013) και ακόμα να «δικαιολογήσει» τις υπόλοιπες «ορφανές» ενέργειες ως ενέργειες του Επαναστατικού Αγώνα, με τον Ν. Μαζιώτη «διευθυντή», ο οποίος έδινε εντολές ακόμα και μέσα από τη φυλακή!
Πρόσθεσε ότι υπάρχει πολιτική σκοπιμότητα κι ότι διώκεται παρόλο που δεν εμπλέκεται πουθενά ο ίδιος ως φυσικό πρόσωπο. Κανονικά αυτά τα έγγραφα δε θα έπρεπε να γίνουν κάν αποδεκτά. Στρεφόμενος προς την έδρα, ο Ν. Μαζιώτης είπε: «Δεν έχετε σκοπό να αναζητήσετε την αλήθεια. Είστε εντεταλμένα όργανα και γρανάζια».
Και ο Ν. Μαζιώτης και η συνήγορός του επεσήμαναν ότι η πρακτική που εξακολουθεί να εφαρμόζεται από την Ασφάλεια και την εισαγγελία αποτελεί υπόδειξη προς το δικαστήριο και πλήττει άμεσα τα υπερασπιστικά δικαιώματα των κατηγορουμένων. Μαζί με αυτές τις αντιρρήσεις ζητήθηκε και ο διαχωρισμός της ληστείας της Ακράτας από τις υπόλοιπες υποθέσεις, μιας και αφορά μόνο τον Πετρακάκο και η συνεκδίκασή της συνιστά βλάβη του κατηγορουμένου, αφού διογκώνεται το κατηγορητήριο και σε συνδυασμό με τα τελευταία δεδομένα κάνει ακόμα περισσότερο πρόδηλη τη μεθόδευση του κρατικού μηχανισμού να καταδικαστεί ο Ν. Μαζιώτης για πράγματα που δεν υπάρχουν ούτε καν υπόνοιες στοιχείων.
«Γιατί ζητάμε το χωρισμό της ληστείας της Ακράτας; Γιατί η συρραφή έχει ήδη αρχίσει. Και έπεται και συνέχεια», πρόσθεσε ο Ν. Μαζιώτης. Γίνεται προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα κοινό πλαίσιο για ήδη τελεσμένες ληστείες και ίσως να ψάχνονται και άλλες ακόμα που θα τις «χρεώσουν» σκοπίμως στον Επαναστατικό Αγώνα.
Η εισαγγελέας, προσπαθώντας να ξεκαθαρίσει τη θέση της, έμεινε στα γνωστά νομικίστικα κόλπα, περί δέσμιας αρμοδιότητάς της να εισάγει τα νέα στοιχεία, τα οποία θα αξιολογηθούν και αναλόγως θα κριθεί αν θα πρέπει να συμπεριληφθούν στα αναγνωστέα ή όχι. Ετσι, κοντά σ’ αυτό το συλλογισμό της και για να μη μείνει καμιά απορία σε κανέναν παράγοντα της δίκης, φρόντισε να εισηγηθεί να απορριφθούν οι αντιρρήσεις και να μην χωριστεί προς το παρόν η υπόθεση της ληστείας της Ακράτας, γιατί δεν έχει ακόμη αποδειχθεί δικονομικά η οποιαδήποτε βλάβη.
Το δικαστήριο, μετά από ολιγόλεπτη διακοπή, δέχτηκε τις αντιρρήσεις του Ν. Μαζιώτη και της συνηγόρου του, με το σκεπτικό της προσβολής του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που αναφέρεται στο δικαίωμα της «δίκαιης δίκης», και αποφάσισε την επιστροφή των εγγράφων στην εισαγγελία.
Οι μάρτυρες που εξετάστηκαν στη 10η συνεδρίαση του τρομοδικείου για τη δεύτερη δίκη του Επαναστατικού Αγώνα αφορούσαν στο σύνολό τους τη ληστεία στα Μέθανα. Επειδή σε επίπεδο περιστατικών δεν προέκυψε τίποτα το αξιόλογο, θα μείνουμε σε δύο δεδομένα που αναδείχθηκαν από τους μάρτυρες και που εμείς κρίνουμε ως ουσιώδη.
Το πρώτο είναι το κατασκευασμένο, στα μέτρα της Αντιτρομοκρατικής, των καταθέσεων. Περισσότεροι από δύο βασικοί μάρτυρες, ενώ είχαν αμφιβολίες για την αναγνώριση ή περιγραφή προσώπων, αντιμετωπίστηκαν απ’ την αστυνομία όχι ως εργαλεία απόδειξης και κατάθεσης πραγματικών περιστατικών, αλλά ως μέσα καταδίκης. Ετσι, ενώ οι μάρτυρες, όπως ρητά είπαν και στο δικαστήριο, μιλούσαν για αβεβαιότητα, οι αστυνομικοί έγραφαν στις καταθέσεις τα αντίθετα. Η δικαιολογία; «Ετσι είναι ο τρόπος που γράφονται οι καταθέσεις», τους απαντούσαν, αν ρωτούσε κάποιος απ’ αυτούς. «Είναι τυπικό το θέμα, δεν είναι και τόσο σημαντικό», τους έλεγαν!
Το δεύτερο αφορά το «φρεσκάρισμα» των καταθέσεων. Οπως ανέφερε μάρτυρας του συμβάντος, η τράπεζα μέσω του δικηγόρου της, που παραστάθηκε κι ως πολιτική αγωγή ειδικά στη συνεδρίαση που εξετάστηκαν οι μάρτυρες της ληστείας στα Μέθανα, «ενημέρωσε» για τις καταθέσεις τους τους μάρτυρες, προκειμένου να «ξαναθυμηθούν» λίγο τα πράγματα και να μην πουν καμία σαχλαμάρα που δε συνάδει με το προφίλ του αιμοβόρου σκηνικού που έστησαν η αστυνομία και τα παπαγαλάκια της στα ΜΜΕ.
Η συνεδρίαση ολοκληρώθηκε με τον Ν. Μαζιώτη να ζητά τη βίαιη προσαγωγή των υπόλοιπων μαρτύρων του κατηγορητηρίου, παρόλο που η πρόεδρος προσπάθησε ματαίως να επισπεύσει τη διαδικασία και να περάσει εύκολα αυτόν τον σκόπελο με την αιτιολογία ότι «οι μάρτυρες έχουν κληθεί και δεν έρχονται».
Ετσι, η δίκη διακόπηκε για τις 26 Νοέμβρη με την προσέλευση πλέον ακόμα και βιαίως των μαρτύρων που υπολείπονται.