Αλλη μια σουρεαλιστική εικόνα με την έναρξη της δίκης.
Ο Κώστας Αγαπίου ενημερώνει το δικαστήριο ότι βρήκε τα τηλέφωνα του Παπαθεμελή και επικοινώνησε με τη γραμματέα του και με τον ίδιο.
Εντυπωσιασμένη η πρόεδρος Μπρίλλη ρωτάει τον κατηγορούμενο: «Τι σας είπε, θα έρθει;»! Ο Κ. Αγαπίου απάντησε ότι δεν ξέρει και η κ. Μπρίλλη, ακάθεκτη, ζήτησε να της δώσει ο κατηγορούμενος τα τηλέφωνα του Παπαθεμελή. «Θα σας τα δώσω, αλλά όχι δημοσίως», απάντησε ο Αγαπίου, για να μην παραβιάσει προφανώς το νόμο περί προσωπικών δεδομένων!
Ο έγκλειστος στους «γκρίζους τάφους» του Κορυδαλλού Κ. Αγαπίου βρήκε τα τηλέφωνα ενός βουλευτή, που το δικαστήριο έχει αποφασίσει να τον κλητεύσει σαν μάρτυρα, είτε ανατρέχοντας σε έγγραφο της δικογραφίας που φέρει φαρδιά πλατιά στην κορυφή του τη διεύθυνση και τα τηλέφωνα του πολιτικού του γραφείου, είτε κάνοντας ένα απλό τηλεφώνημα στο 131, ενώ το δικαστήριο έχει δηλώσει διά της προέδρου του ότι αδυνατεί να επικοινωνήσει μαζί του και έχοντας χάσει κάθε επαφή με τη στοιχειώδη σοβαρότητα, αντί να αισθανθεί ντροπή, ζητάει από τον κατηγορούμενο τα τηλέφωνα που μπορεί ο καθένας να βρει χωρίς κανένα κόπο. Τί να πεις; Τα σχόλια είναι περιττά.
Αμέσως μετά, κλήθηκε η περιβόητη Σοφία Κυριακίδου και ενώ ο συνήγορος Α. Κούγιας ζητάει το λόγο, η πρόεδρος καλεί την Κυριακίδου να ορκιστεί. Σε κατάσταση υπερδιέγερσης η Κυριακίδου δηλώνει ότι δεν μπορεί να καταθέσει, επειδή μέσα στην αίθουσα υπάρχουν μάρτυρες υπεράσπισης. Εννοούσε συγγενείς των κατηγορουμένων, οι οποίοι βέβαια δεν πρόκειται να καταθέσουν πραγματικά περιστατικά που σχετίζονται με την κατηγορία. Η πρόεδρος διατάζει τη φρουρά να απομακρύνει όλους τους μάρτυρες υπεράσπισης, αλλά η Κυριακίδου συνεχίζει το σόου: «Δε μπορώ, είναι μέσα, αισθάνομαι πολύ άσχημα ψυχολογικά. Δε θα με πείραζε να ήταν μέσα οι μάρτυρες της Μυρτώ και του κ. Τσιγαρίδα». Οι μάρτυρες συγγενείς βγαίνουν από την αίθουσα και ο λόγος δίνεται στον Α. Κούγια ο οποίος υποβάλλει ένσταση-αίτημα να μην καταθέσει η Κυριακίδου.
Η ένσταση στηρίζεται σε μια εμπεριστατωμένη νομική επιχειρηματολογία, που αναφέρεται στο άρθρο 211α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, το οποίο τυποποιεί τη νομική αρχή «ένοχος ένοχον ου ποιεί». Η Κυριακίδου, σύμφωνα με τις καταθέσεις της, θα έπρεπε να είναι κατηγορούμενη στην υπόθεση και η μη παραπομπή της είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένης μεθόδευσης και παρανομίας εκ μέρους του εισαγγελέα Διώτη και των Αστυνομικών, που έκαναν την προανάκριση, του ειδικού εφέτη ανακριτή Ζερβομπεάκου, που έκανε την ανάκριση, του εισαγγελέα Μύτη, που έκανε την πρόταση προς το Συμβούλιο, και των εφετών που εξέδωσαν το βούλευμα.
Η ένσταση ήταν νομικά επιχειρηματολογημένη, με πληθώρα αναφορών στη νομολογία και τη θεωρία, και στηριγμένη στα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά προκύπτουν μέσα από τις καταθέσεις της Κυριακίδου.
Οταν τέλειωσε την αγόρευσή του ο Α. Κούγιας η πρόεδρος του ζήτησε να ανακαλέσει τις φράσεις «θα είναι παράνομη η απόρριψη της ένστασης», «ανοίκεια μεθόδευση στην προδικασία» και «ασκήθηκαν πιέσεις από τα ΜΜΕ στον ειδικό εφέτη ανακριτή»! Ο συνήγορος δεν τις ανακάλεσε, αλλά έδωσε διευκρινίσεις οι οποίες έγιναν δεκτές από την πρόεδρο.
Το αίτημα να μην καταθέσει η Κυριακίδου στήριξαν και οι συνήγοροι των Κ. Αγαπίου και Ειρ. Αθανασάκη, Ν. Δαμασκόπουλος. Τ. Χριστοδουλοπούλου, Α. Κωνσταντάκης και Κ. Ιατροπούλου, οι οποίοι με τις παρεμβάσεις τους εισέφεραν πρόσθετα νομικά επιχειρήματα.
Η τοποθέτηση των εισαγγελέων στηρίχτηκε σε ένα νομικό σόφισμα: η Κυριακίδου έχει απαλλαγεί με αμετάκλητο απαλλακτικό βούλευμα, δεν είναι κατηγορούμενη και επομένως δεν υπάρχει κανένα κώλυμα να καταθέσει ως μάρτυρας. Η απλή λογική είναι αρκετή για να αποκαλύψει τη σαθρή βάση αυτού του σοφίσματος.
Τι περισσότερο υπήρχε για την Κυριακίδου, σε σχέση π.χ. με τον Χρ. Τσιγαρίδα, ώστε η πρώτη να έχει απαλλαγεί και ο δεύτερος να είναι κατηγορούμενος; Η Κυριακίδου δήλωσε ότι ήταν μέλος του ΕΛΑ μέχρι το 1990. Το ίδιο έχει δηλώσει και ο Τσιγαρίδας. Γιατί η δήλωση της Κυριακίδου θεωρήθηκε ειλικρινής και του Τσιγαρίδα όχι;
Πρέπει μάλιστα να προσθέσουμε και το γεγονός ότι η Κυριακίδου δεν δήλωσε από την πρώτη κατάθεσή της ότι ήταν μέλος του ΕΛΑ, αλλά αυτό έγινε στην πορεία, σε επόμενη κατάθεση, με προφανή σκοπό να δοθεί πρόσθετο κύρος στα όσα ισχυρίζεται. Ετσι, μια δικαστική αρχή που σέβεται στοιχειωδώς τον εαυτό της θα έπρεπε να την παραπέμψει και αυτή, για να διερευνηθεί η συμμετοχή της από το δικαστήριο. Η να μην παραπέμψει κανέναν, που θα ήταν η νομικά σωστή ρύθμιση. Η επιλεκτικότητα (απαλλαγή για την Κυριακίδου, παραπομπή για τους άλλους) υπήρξε μόνο και μόνο για να καταστεί η Κυριακίδου μάρτυρας στη δίκη και με κάποιο νομικοφανές σάλτο να παρακαμφθεί το εμπόδιο του 211α του ΚΠΔ, που απαγορεύει τη μαρτυροποίηση συγκατηγορούμενου.
Ο τακτικός εισαγγελέας Πατσής, όμως, δεν περιορίστηκε μόνο στο νομικό ακροβατισμό. Εφτασε στο σημείο να επικαλεστεί διατάξεις του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, που αναφέρονται στην ελευθερία της έκφρασης και μετάδοσης των πληροφοριών. Αν σταματούσε εκεί θα μιλούσαμε μόνο για νομικές ακροβασίες, αυτός όμως ξεπέρασε και τον εαυτό του.
Αναφέρθηκε σε δημοσίευμα του PLAYBOY, το οποίο μάλιστα χαρακτήρισε «προσφιλές περιοδικό» (!), για να πει ότι σε βάρος των κατηγορούμενων δεν υπάρχει μόνο η κατάθεση της Κυριακίδου, αλλά πολύ περισσότερες αποδείξεις που περιλαμβάνονται σε αυτό το δημοσίευμα!
Αυτό πια ξεπερνά κάθε όριο προκλητικότητας. Εισαγγελέας της έδρας ενός ανώτερου δικαστήριου, από την κρίση του οποίου άνθρωποι απειλούνται με καταδίκη σε πολλές φορές ισόβια, να βαφτίζει αποδείξεις το δημοσίευμα ενός εντύπου (του οποιουδήποτε εντύπου), το οποίο μάλιστα δεν αναγνώστηκε στο δικαστήριο, ούτε ο συντάκτης του κλήθηκε να εξεταστεί για να διερευνηθεί η αλήθεια των ισχυρισμών του. Δεν μίλησε καν για ενδείξεις ο εισαγγελέας. Χαρακτήρισε ευθέως ως αποδείξεις τους ισχυρισμούς ενός από τα σενάρια που κυκλοφορούν εδώ και καιρό μέσω των γνωστών παπαγάλων της Αντιτρομοκρατικής.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η πολιτική αγωγή, με προεξάρχοντα τον Δ. Ευαγγελάτο, που με μια αγόρευση που θύμιζε ταινία του Φώσκολου, προσπάθησε να δραματοποιήσει την κατάσταση και να υπερασπιστεί τη γενναία Κυριακίδου. Ας σημειωθεί ότι ακούγοντας τον Ευαγγελάτο η Κυριακίδου, που όλη αυτή την ώρα καθόταν σε μια καρέκλα μπροστά από τα έδρανα της πολιτικής αγωγής, ξέσπαγε σε κλάματα. Από το βίντεο γουόλ του κέντρου τύπου, όμως, βλέπαμε καθαρά τις κλεφτιές ματιές που έριχνε για να δει αν το δικαστήριο βλέπει τα δάκρυά της. Ηταν μια ακόμα εικόνα από ταινία μελό του ελληνικού κινηματογράφου της δεκαετίας του 60.
Στις δευτερολογίες τους οι συνήγοροι υπεράσπισης πρόσφεραν πρόσθετα νομικά επιχειρήματα. Σημειώνουμε την αγόρευση του Σ. Φυτράκη, που στάθηκε στις σοβαρές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στο δικονομικό σύστημα που ισχύει στην Ελλάδα και σε αυτό που ισχύει στην Αμερική, σύμφωνα με το οποίο ένας κατηγορούμενος μπορεί να κάνει συμφωνία με την Εισαγγελία και να εξαγοράσει την απαλλαγή του με τη μετατροπή του σε μάρτυρα ενάντια στους συγκατηγορούμενούς του. Στο δικό μας δικονομικό σύστημα αυτό απαγορεύεται, τόνισε ο συνήγορος. Και απαγορεύεται γιατί εφαρμόζουμε τη φιλελεύθερη αρχή που λέει ότι ένας κατηγορούμενος μπορεί να κάνει ό,τι θέλει για να υπερασπιστεί τον εαυτό του και επομένως η μετατροπή του σε μάρτυρα μπορεί να νοθεύσει την αλήθεια σε βάρος των συγκατηγορουμένων του.
Σημειώνουμε ακόμη την επισήμανση της Τ. Χριστοδουλοπούλου: ο τρομονόμος δίνει το δικαίωμα της απαλλαγής μέλους οργάνωσης που βοήθησε τις αρχές στην εξάρθρωσή της. Γιατί δεν εφαρμόστηκε αυτό στην περίπτωση της Κυριακίδου; Γιατί αν εφαρμοζόταν, δεν θα μπορούσε να καταθέσει η Κυριακίδου, γιατί θα είχε την ιδιότητα της κατηγορουμένης που απαλλάχτηκε επειδή συνεργάστηκε. Γι αυτό επιλέχτηκε το εφεύρημα της παραγραφής για τη συγκεκριμένη κατηγορούμενη και μόνο. Για να μπορέσουν να τη φέρουν στη δίκη σαν μάρτυρα. Οι συνήγοροι υπεράσπισης αναφέρθηκαν ακόμα στην απόφαση του Ανώτατου Δικαστήριου της Γερμανίας για τα αρχεία της Στάζι, για την οποία γράφουμε χωριστά.
Τη στάση του εισαγγελέα στηλίτευσε και ο Κ. Αγαπίου, ο οποίος θύμισε στο δικαστήριο ότι αυτός ο ίδιος κατέθεσε το δημοσίευμα του PLAYBOY και ζήτησε να κληθεί ως μάρτυρας ο συντάκτης του Μπλατσής, χωρίς μέχρι στιγμής το δικαστήριο να απαντήσει θετικά σε αυτό το αίτημά του. Ο εισαγγελέας είπε- δεν αναζητά την αλήθεια, αλλά θεωρεί καθήκον υπέρτερο από την αναζήτηση της αλήθειας την υποστήριξη της κατηγορίας.
Αναφέρθηκε στην ανυπαρξία στοιχείων, που καταβάλλεται προσπάθεια να καλυφθεί με δημιουργία εντυπώσεων από διάφορα δημοσιεύματα ή από κουβέντες που πετάει η πολιτική αγωγή, όπως πέταξε ο συνήγορος Βασιλάκος που αναφέρθηκε σε όπλα και εκρηκτικά. Πού είναι τα όπλα και τα εκρηκτικά, ας μας τα δείξουν. Γιατί για μένα κατέληξε- μιλούν μόνο για κάποιο λανθάνον αποτύπωμα, που ζήτησα να το δω και δεν μου το έδειξαν, ενώ ο Διώτης μου δήλωσε ότι πλέον έχει εξελιχτεί η τεχνολογία και μπορεί να βρίσκει τα πάντα!
Το δικαστήριο αποσύρθηκε για διάσκεψη και όταν επανήλθε ανακοίνωσε ότι απορρίπτει την ένσταση, διότι η Κυριακίδου δεν είναι κατηγορούμενη, επειδή έχει παύσει οριστικά η ποινική δίωξη σε βάρος της, και επομένως είναι μάρτυρας και μπορεί να καταθέσει, χωρίς αυτό να επισύρει σχετική ακυρότητα της διαδικασίας. Ηταν μια απόφαση απόλυτα αναμενόμενη, που επικύρωσε για μια ακόμη φορά το σχεδιασμό για τη διεξαγωγή αυτής της δίκης η οποία αποτελεί μέρος της όλης «αντιτρομοκρατικής» επιχείρησης.
Με απόφαση του Ανώτατου Δικαστήριου της ΟΔΓ
Κουρελόχαρτα τα αρχεία της Στάζι
Μια σημαντική αποκάλυψη έκανε ο «Ιός» στη στήλη του στην «Ελευθεροτυπία» του Σαββάτου 3.4.2004. Δημοσίευσε και ανέλυσε απόφαση του1992 του Ανώτατου Δικαστήριου της ΟΔΓ (Bundesgerichtshof), που είναι το αντίστοιχο του δικού μας Αρείου Πάγου, σύμφωνα με την οποία:
«Αρχεία και πληροφορίες του Υπουργείου Κρατικής Ασφαλείας της πρώην ΓΛΔ (MfS – Στάζι) δεν είναι κατά βάση κατάλληλα καθεαυτά να στηρίξουν τη σοβαρή υπόνοια ενοχής, η οποία απαιτείται για την έκδοση ενός εντάλματος σύλληψης. Επιπλέον, οι πληροφορίες που αντλούνται από αυτά, πρέπει να υφίστανται αυστηρή και ιδιαιτέρως κριτική διασταύρωση, διότι η στοχοθεσία και ο τρόπος εργασίας της Στάζι σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις ενός κράτους δικαίου». (BGH, Απόφαση της 5ης Μαϊου 1992 – 2 BJs 15/92-5 StB 9/92).
Πρόκειται για μια αποκάλυψη που θα έπρεπε μια και καλή να διαλύσει όλο αυτό το βρομερό νέφος των «αρχείων της Στάζι», που καταβάλλεται προσπάθεια να καλύψει τη δίκη. Το ίδιο το δικαστήριο, χωρίς καμιά αναφορά από τη μεριά της υπεράσπισης, θα έπρεπε να αναζητήσει την απόφαση και να εντρυφήσει σ αυτή. Δεν είδαμε, όμως, καμιά ευαισθησία από την πλευρά του κι αυτό μας λέει πολλά για τις κατευθύνσεις βάσει των οποίων κινείται το δικαστήριο: στηριχτείτε όπου νομίζετε, τσαλαπατήστε τη νομιμότητα, αγνοείστε και τις ελάχιστες εγγυήσεις και δικαιώματα των κατηγορούμενων, φτάνει να αχθείτε σε καταδικαστική απόφαση, που θα επικυρώνει το σενάριο της Αντιτρομοκρατικής.