Τη χαριστική βολή στην αξιοπιστία των περιβόητων αρχείων της Στάζι έδωσε ο απόστρατος στρατηγός της ΕΛΑΣ Μιχάλης Νηστικάκης, καταθέτοντας ολόκληρη την ημέρα στη δίκη.
Μετά τη Μαίρη Μπόση, που ουσιαστικά μετατράπηκε σε μάρτυρα υπεράσπισης των κατηγορούμενων, ο Νηστικάκης, η κλήτευση του οποίου είχε ζητηθεί από την πολιτική αγωγή, επειδή παρουσιαζόταν ως ειδικός περί την «τρομοκρατία» (παραδέχτηκε ότι έχει μετεκπαιδευτεί γι’ αυτό στην έδρα της CIA) και ως ο πρώτος που είδε τα αρχεία της Στάζι και τα έφερε στην Ελλάδα, ξεκαθάρισε ότι εκείνη την εποχή που τα πρωτοσέλιδα γέμιζαν με ονόματα, αρχεία της Στάζι αυτός και οι συνεργάτες του δεν είδαν, ούτε τα έφεραν στην Ελλάδα.
Ο Νηστικάκης πήγε το Μάρτη του 1993 στο Βισμπάντεν μαζί με αξιωματικούς της Αντιτρομοκρατικής, με εξουσιοδότηση του ίδιου του Μητσοτάκη και εν γνώσει του καγκελάριου Κολ, για να συνεργαστεί με τη γερμανική Αντιτρομοκρατική. Εκεί απλά συζήτησε με γερμανούς αξιωματικούς και κράτησε κάποιες σημειώσεις οι οποίες σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να χαρακτηρισούν έγγραφα. Αρχεία της Στάζι δεν είδε.
Οι αξιωματικού της Αντιτρομοκρατικής ξαναπήγαν μερικούς μήνες αργότερα και οι άνθρωποι της γερμανικής Αντιτρομοκρατικής τους έδωσαν δυο φακέλους από τα αρχεία της Στάζι. Την ώρα που τους εξέταζαν μπήκε στο γραφείο ο αρμόδιος εισαγγελέας του Βερολίνου, Μέλιν, και τους απαγόρευσε να πάρουν αντίγραφα, αλλά να τα ζητήσουν επίσημα με δικαστική συνδρομή. Μέχρι τον Οκτώβρη του 1993 που ο ίδιος ήταν αρχικά Διευθυντής Ασφάλειας Αττικής και στη συνέχεια υπαρχηγός της ΕΛΑΣ και Κλαδάρχης Ασφάλειας του Σώματος, έγγραφα από τα αρχεία της Στάζι δεν ήρθαν στην Ελλάδα. Οι αξιωματικοί της Αντιτρομοκρατικής έφεραν μόνο μερικές σημειώσεις και ελάχιστες φωτοτυπίες που τους έδωσε η γερμανική Αντιτρομοκρατική.
Από αυτές τις σημειώσεις προέκυψαν και διάφορα ονόματα που διέρρευσαν τότε στα ΜΜΕ. Ο ίδιος ήταν κατηγορηματικός ότι σε αυτά τα ονόματα δεν περιλαμβανόταν κανένας από τους κατηγορούμενους. Τα περισσότερα ήταν ονόματα καπιταλιστών (όπως π.χ. ο Κιολεΐδης), ενώ υπήρχαν και τα ψευδώνυμα Φιλίπ και Τζορτζ, που οι Γερμανοί εκτιμούσαν ότι ανήκαν σε Ελληνες, χωρίς ποτέ μέχρι τότε να προσδιοριστεί σχέση τους με τους κατηγορούμενους στη δίκη.
Ο Νηστικάκης περιέγραψε τις συνθήκες της σύλληψης του Βόιτ, επικεφαλής της 22ης Διεύθυνσης της Στάζι, και της «φιλικής συνομιλίας» που είχε επί μέρες μαζί του και κατέθεσε με σαφήνεια και κατηγορηματικότητα ότι ο Βόιτ του μιλούσε μόνο γενικά για τη διεθνή τρομοκρατία, χωρίς να του αναφέρει κανένα όνομα Ελληνα.
Οταν ο αναπληρωτής εισαγγελέας Βομπίρης τον ρώτησε σε τί συμπέρασμα τον οδηγεί το γεγονός ότι από το 1995 ο ΕΛΑ δεν έχει κάνει καμιά ενέργεια, ο Νηστικάκης απάντησε με απόλυτη φυσικότητα: «Μα στην τελευταία προκήρυξη έγραψαν ότι σταματάνε. Αρα σταμάτησαν».
Η απάντηση αυτή ενόχλησε πολύ την πρόεδρο Μπρίλλη, γιατί ήταν ο δεύτερος ειδικός της, μετά τη Μπόση, που υποστήριζε ότι ο ΕΛΑ διαλύθηκε το 1995, γι’ αυτό και ζήτησε εξηγήσεις για το «Ο αγώνας συνεχίζεται» με το οποίο τέλειωνε αυτή η προκήρυξη, συμπληρώνοντας: «Μήπως σταμάτησαν επειδή διέρρευσαν τα ονόματα;». Ο Νηστικάκης, αντιλαμβανόμενος την αγωνία της προέδρου να μείνει ανοιχτό αυτό το ζήτημα, επειδή χωρίς αυτό δεν μπορεί να σταθεί η κατηγορία της «συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση» (υπάρχει παραγραφή), απάντησε ότι δεν ξέρει τι σκέφτηκαν τα μέλη του ΕΛΑ. Δεν της έκανε, δηλαδή, το χατήρι να συμφωνήσει μαζί της, όπως δεν της το είχε κάνει και η Μπόση.
Προς το τέλος της κατάθεσής του, όταν συνήγορος υπεράσπισης αναφέρθηκε σε απόρρητη έκθεση της Αντιτρομοκρατικής, που αναφέρει ότι ο ΕΛΑ σταμάτησε τη δράση του το 1995 (το έγγραφο υπάρχει στη δικογραφία), ο Νηστικάκης απάντησε ότι ο Νασιάκος που υπογράφει το έγγραφο ήταν τότε επικεφαλής της Αντιτρομοκρατικής και για να το λέει έτσι πρέπει να είναι.
Ο Νηστικάκης «άδειασε» εντελώς και τον Ζήση και τον Παπαθεμελή. Ξεκαθάρισε ότι δεν είναι αληθές αυτό που κατέθεσε ο Ζήσης, ότι ο ίδιος (ο Νηστικάκης) πήρε έγγραφα από τη γερμανική «Μπουντεσκριμινάλ». Αυτά ήταν πληροφοριακά στοιχεία, έγγραφα όμως όχι, ήταν η κοφτή απάντησή του. Και χαρακτήρισε ψευδή τη δήλωση Παπαθεμελή, ότι το αρχείο της Στάζι το πήρε μαζί του ο Νηστικάκης όταν παραιτήθηκε από την ΕΛΑΣ.
Είπε ακόμη ότι ο Παπαθεμελής πήγε 1-1,5 χρόνο μετά τον ίδιο στη Γερμανία, αλλά και πάλι αρνήθηκαν να του δώσουν έγγραφα. Του έστειλαν αργότερα μερικά με τη διαδικασία της δικαστικής συνδρομής.
Αυτές οι δηλώσεις ήταν η χαριστική βολή για τον Ζήση, ο οποίος ισχυριζόταν ότι πήγε το 1994 στη Γερμανία (δηλαδή λίγο μετά τον Νηστικάκη και λίγο πριν τον Παπαθεμελή) και ο πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής της Γερμανικής Βουλής του άνοιξε τα αρχεία της Στάζι και του είπε να πάρει ό,τι θέλει. Και βέβαια, ήταν ένας κόλαφος και για το δικαστήριο, που όχι μόνο προστάτεψε τον ψευδομάρτυρα και δεν του άσκησε δίωξη, όπως ζήτησε η υπεράσπιση, αλλά και επί σειρά ημερών καθόταν και άκουγε μαγεμένο τα παραμύθια του, προσπαθώντας να αντλήσει από αυτά «αποδείξεις» για να υποκαταστήσουν την απουσία πραγματικών αποδείξεων.
Ο Νηστικάκης μας έδωσε και μια μικρή γεύση του θαυμαστού κόσμου των μυστικών υπηρεσιών, στον οποίο ο ένας πράκτορας προσπαθεί ν εξοντώσει τον άλλο, ακόμα και όταν ανήκουν στην ίδια υπηρεσία. Ο Βόιτ έμενε δυο χρόνια στην Ελλάδα (στο Βόλο) και κανένας δεν είχε πάρει χαμπάρι ποιος ήταν. Τον εντόπισαν οι Γερμανοί και κατέφθασαν, ακολουθώντας τη γυναίκα του, τέσσερις. Τρεις ένστολοι και ένας της Αντιτρομοκρατικής. Οι ένστολοι είχαν μαζί τους ένα ένταλμα σύλληψης και ζητούσαν την υλοποίησή του από τις ελληνικές αρχές και την παράδοσή του στη Γερμανία, που τον καταζητούσε για να τον δικάσει για προμήθεια στην ομάδα του Κάρλος εκρηκτικών για μια ενέργεια στη Γερμανία. Ο τέταρτος, ο ταγματάρχης Λέμαν της γερμανικής Αντιτρομοκρατικής, είπε στο Νηστικάκη να μην παραδώσει τον Βόιτ στους συναδέλφους του, γιατί θα πάει κατευθείαν στο δικαστήριο και θα δικαστεί σε 4 χρόνια φυλακή. Του πρότεινε να τον δικάσουν στην Ελλάδα και να τον κρατήσουν εδώ για να συνεργαστούν έλληνες και γερμανοί «αντιτρομοκρατικάριοι» μαζί του.
Ο Νηστικάκης το είπε στον Τσεβά και κανόνισαν να γίνει μια δίκη οπερέτα, η οποία μάλιστα αποφάσισε να μην οδηγηθεί ο Βόιτ στη φυλακή, αλλά να παραμείνει φιλοξενούμενος στη Λ. Αλεξάνδρας, όπου είχε τις πολύωρες «φιλικές συζητήσεις» με τον Νηστικάκη. Ο Βόιτ, από την άλλη, ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος της Στάζι, αλλά δεν συνεργάστηκε με τη νέα κατάσταση, όπως είπε ο Νηστικάκης. Παρά ταύτα, παρέμεινε στο Βερολίνο επί εξάμηνο μετά την ενοποίηση και ασχολούνταν με την τακτοποίηση των αρχείων της Στάζι! Αυτό λέγεται «μη συνεργασία»!
Υστερα την έκανε στην Ελλάδα, όπου τον βρήκαν οι Γερμανοί (προφανώς άλλη υπηρεσία). Οταν εκδόθηκε, καταδικάστηκε όντως σε 4 χρόνια φυλακή και σήμερα είναι και πάλι συνεργαζόμενος με τις γερμανικές αρχές και καταθέτει στη δίκη του Βάινριχ.
Ο Νηστικάκης αποκάλυψε ακόμα ότι οι ίδιοι οι Γερμανοί τον έστειλαν να προσεγγίσει έναν από τους άμεσους υφισταμένους του Βόιτ, ο οποίος ήταν σε πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων, και να τον πείσει να συνεργαστεί με την Αντιτρομοκρατική τάζοντάς του κάποια ανταλλάγματα! Ακόμα πιο χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση Μπεσάρα. Ο Μπεσάρα, Σύριος στην καταγωγή και παντρεμένος με Βουλγάρα, κατοικούσε στην Ελλάδα και οι Γερμανοί έδωσαν στον Νηστικάκη πληροφορίες ότι είναι αναμεμιγμένος με εμπόριο όπλων στη Βοσνία και αλλού. Του έδωσαν συγκεκριμένες πληροφορίες για κινήσεις, λιμάνια, αριθμούς λογαριασμών κ.λπ.
Ο Νηστικάκης έδωσε εντολή να τον παρακολουθούν και να τον συλλάβουν μόνο αν πάει στο αεροδρόμιο με κατεύθυνση προς το εξωτερικό. Ομως, με εντολή του τότε αρχηγού της ΕΛΑΣ Λαμπαδιάρη, ο Μπεσάρα συνελήφθη στις 14.8.93, ανακρίθηκε, τους είπε μερικά αδιάφορα πράγματα, τίποτα δεν προέκυψε σε βάρος του, αφέθηκε ελεύθερος και μετά εξαφανίστηκε. Μάλιστα, ο Λαμπαδιάρης έδωσε εντολή στην Αντιτρομοκρατική να μην ενημερωθεί ο Νηστικάκης και να μην τον ανακρίνει. Γι’ αυτό και προκλήθηκε ενδοϋπηρεσιακή σύγκρουση η οποία διέρρευσε και στον τύπο. (Λίγο αργότερα, ο Σ. Φυτράκης θύμισε στο δικαστήριο πως ο Ζήσης είχε καταθέσει ότι ο Μπεσάρα δεν έφυγε από την Ελλάδα, αλλά κατοικούσε στο Χολαργό και πήγαν έξω από το σπίτι του τα κανάλια! Αντε τώρα να βγάλεις άκρη ποιος από τους πράκτορες λέει αλήθεια και πού τελικά βρίσκεται η αλήθεια).
Την ώρα που ο Νηστικάκης περιέγραφε όλα αυτά και έβγαζε το μένος του κατά του Λαμπαδιάρη, με τον οποίο από τότε είχε συγκρουστεί, παρενέβη ο Χ. Τσιγαρίδας για να πει: «Κάθε κράτος κάνει εμπόριο όπλων και γι’ αυτό εξαφάνισαν τον Μπεσάρα. Τί σχέση έχει ο κακομοιρούλης ο ΕΛΑ μ’ αυτά; Τον Μπεσάρα τον έδιωξαν για να μην πει ποιοι έκαναν το εμπόριο όπλων και όχι για να μην αποκαλυφτεί ο ΕΛΑ». Και όλοι κατάπιαν τη γλώσσα τους, γιατί κατάλαβαν ότι ο Τσιγαρίδας «χτύπησε φλέβα».
Αλλωστε, ο Νηστικάκης δεν τόλμησε να τον διαψεύσει, ενώ απέφευγε επιμελώς να απαντήσει στο επίμονο ερώτημα του αναπληρωτή προέδρου, αν αυτή η σύγκρουσή του με τον Λαμπαδιάρη οφειλόταν απλά σε υπηρεσιακό ανταγωνισμό ή έκρυβε κάτι άλλο, φοβερό. Δυο στρατηγοί της Αστυνομίας, αρχηγός και υπαρχηγός, συγκρούστηκαν για την τύχη ενός μεσάζοντα στο εμπόριο όπλων. Ποιοι σημαίνοντες παράγοντες ήταν ανακατεμένοι; Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είχε προηγηθεί ο δεκαετής πόλεμος Ιράν-Ιράκ, στη διάρκεια του οποίου πολλοί θησαύρισαν με το παράνομο εμπόριο όπλων.
Οπως είναι γνωστό, Μπόση και Νηστικάκης προτάθηκαν ως μάρτυρες από την πολιτική αγωγή, η οποία ήξερε ότι ο πράκτορας της σφαλιάρας Ζήσης δεν θα μπορούσε να σταθεί και να στηρίξει την κατηγορία. Τελικά, όμως, και οι δύο βγήκαν μάρτυρες υπεράσπισης, όπως εύστοχα σημείωσε ο Χ. Τσιγαρίδας, υπενθυμίζοντας στην πρόεδρο την κλήση του Παπαθεμελή και εισπράττοντας την εκπληκτική απάντηση: «Δεν έχουμε το τηλέφωνό του, μπορείτε να τον αναζητήσετε εσείς μέσω των δημοσιογράφων»! Προφανώς η κ. Μπρίλλη δεν γνωρίζει που εδρεύει η ελληνική Βουλή, για να στείλει εκεί μια κλήση στον Παπαθεμελή!
Ετσι, μετά το ναυάγιο των προσπαθειών να στηριχτούν τα αρχεία της Στάζι από Μπόση και Νηστικάκη, η πολιτική αγωγή (Μαύρος) επανήλθε προτείνοντας να έρθουν άλλοι ασφαλίτες της Αντιτρομοκρατικής για να καταθέσουν ως μάρτυρες. Αυτή τη φορά η υπεράσπιση δεν συναίνεσε. Η απάντησή της ήταν ένα «φτάνει ως εδώ. Φέρατε τον ένα, φέρατε τον άλλο, δεν θα φέρνετε συνέχεια μάρτυρες μπας και στο τέλος σας κάτσει κάποιος. Τα παλιόχαρτα της Στάζι πρέπει να πάνε εκεί που τους αρμόζει: στα σκουπίδια».
Μπόση: Πολιτικό το έγκλημα
«Το φαινόμενο της τρομοκρατίας έχει κοινωνικοπολιτικά αίτια και μ’ αυτή την έννοια το έγκλημα είναι πολιτικό». Μ’ αυτή τη φράση η Μαίρη Μπόση, ένα από τα πουλέν της εγχώριας «αντιτρομοκρατίας», έκοψε τα ήπατα του έκτακτου τρομοδικείου που δικάζει στον Κορυδαλλό την «υπόθεση ΕΛΑ». Βλέπετε, από την αρχή της δίκης και με συνοπτικές διαδικασίες το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν υπάρχει πολιτικό έγκλημα και οι κατηγορούμενοι δεν πρέπει να δικαστούν από Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο.
Μαγνητοσκοπούν τα πάντα
«Φιλική συζήτηση», που κράτησε πολλά απογεύματα, είχε με τον υψηλόβαθμο πράκτορα της Στάζι Χέλμουτ Βόιτ ο περιώνυμος Νηστικάκης το 1992. Η συζήτηση μαγνητοφωνούνταν και μαγνητοσκοπούνταν, δήλωσε ο πρώην υπαρχηγός της ΕΛΑΣ, ειδικός σε θέματα «τρομοκρατίας». Η απομαγνητοφώνηση ξεπέρασε τις 600 δακτυλογραφημένες σελίδες, που κρατιούνται εφτασφράγιστο μυστικό στα αρχεία της Αντιτρομοκρατικής. Την «υπόθεση ΕΛΑ» δεν την αφορούν, γιατί -όπως κατέθεσε στο δικαστήριο ο Νηστικάκης- ο Βόιτ δεν έδωσε κανένα στοιχείο ή όνομα για τις ελληνικές οργανώσεις.
Εμάς, όμως, μας ενδιαφέρει αυτό καθεαυτό το γεγονός της μαγνητοσκόπησης. Στο 10ο όροφο γίνονταν οι συζητήσεις, στο 12ο καταγράφονταν, κατέθεσε ο Νηστικάκης. Επομένως, η Αντιτρομοκρατική έχει τη συνήθεια να μαγνητοσκοπεί τα πάντα.
Η παραβίαση του νόμου περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων δεν μας απασχολεί. Αλίμονο να μιλούσαμε για προσωπικά δεδομένα όταν κάποιος βρίσκεται στα νύχια των ασφαλιτών αυτής της υπηρεσίας. Θυμόμαστε, όμως, ότι η καλά ενημερωμένη κ. Μάνδρου, «κολλητή» του Διώτη, είχε γράψει στο «Βήμα» πως μαγνητοσκοπούνταν και οι «συζητήσεις» των Διώτη και Σύρου με τον πολυτραυματία και «μαστουρωμένο» Σάββα Ξηρό στον Κορυδαλλό. Το ίδιο είχε γράψει και ο επίσης καλά ενημερωμένος περί τα ασφαλίτικα Κακαουνάκης.
Οταν, όμως, ο ίδιος ο Σάββας ζήτησε από το δικαστήριο να φέρει τις κασέτες, ο πρόεδρός του Μ. Μαργαρίτης σφύραγε κλέφτικα και οι εισαγγελείς έλεγαν ότι δεν υπάρχουν κασέτες.