Με την έναρξη της συνεδρίασης ζήτησε το λόγο ο Κώστας Αγαπίου για να τοποθετηθεί επί των ενστάσεων, είτε τις υπέβαλε είτε τις συνυπέγραψε είτε υποβλήθηκαν χωρίς να τις συνυπογράψει. Αναφερόμενος στην ένσταση περί αναρμοδιότητας, είπε ότι δεν την υπέβαλε, αλλά την υποστήριξε για λόγους αρχής. Προσωπικά δεν με ενδιαφέρει αν είναι αρμόδιο ή αναρμόδιο το δικαστήριό σας, με ενδιαφέρει όμως για λόγους αρχής, αυτούς που εξετέθησαν από αυτούς που υποστήριξαν την ένσταση. Προσωπικά θα ήθελα να μη σταματήσει αυτή η διαδικασία για να συνεχιστεί κάπου αλλού, όμως για λόγους αρχής υποστήριξα την ένταση περί αναρμοδιότητας.
Ξεχωριστό ζήτημα -είπε συνεχίζοντας ο Κ. Αγαπίου- είναι αυτό μιας άλλης ένστασης, περί του αν η δίκη είναι πολιτική ή τα εγκλήματα είναι πολιτικά. Δεν υποστηρίζω αυτή την ένσταση, γιατί για το μεν πρώτο σκέλος, αν είναι πολιτική η δίκη, εμένα με προσβάλλει να συζητήσουμε εδώ μέσα για το αν είναι ή όχι πολιτική η δίκη. Είναι προφανώς πολιτική. Είναι πολιτική διότι υπακούει καθαρά σε πολιτικές σκοπιμότητες. Είναι αυτές που έχω εκθέσει και εγώ και άλλοι εδώ και ένα χρόνο και έχουν να κάνουν με την πρόθεση εξόντωσης τριών ανθρώπων προκειμένου να εξυπηρετηθούν πολιτικές σκοπιμότητες. Αν δεν είναι αυτό πολιτικό, τότε τί είναι πολιτικό;
Αφού αναφέρθηκε στις παραβιάσεις των συνταγματικών του δικαιωμάτων, απευθυνόμενος -όπως είπε- όχι μόνο στο δικαστήριο, αλλά σε ολόκληρη την κοινωνία, ο Κ. Αγαπίου κατέληξε: Η δίκη είναι αυτονόητα πολιτική και δεν χρειάζεται ούτε ένσταση ούτε απόφαση επ’ αυτού. Το αν τα περιγραφόμενα εγκλήματα είναι ή όχι πολιτικά δεν έχει θέσει εδώ πέρα. Είναι μια συζήτηση που μπορεί να γίνει σε κάποιο συνέδριο, ημερίδα, διημερίδα, εκτός αυτής της αιθούσης και δεν έχει να κάνει σε τίποτα με τα διαδραματιζόμενα εδώ κι εδώ κι ένα χρόνο. Για να δικάσει κάποιο δικαστήριο πρέπει να υπάρξει και η πράξη και ο φερόμενος ως ένοχος ή ως κατηγορούμενος. Επομένως, αυτή η συζήτηση αποδέχεται ως υπονοούμενο ότι υπάρχουν και οι πράξεις και φερόμενοι ως ένοχοι. Είναι μια συζήτηση άνευ αντικειμένου εδώ μέσα. Δεν υποστηρίζω αυτή την ένταση, γιατί θεωρώ ότι δεν συμβάλλει, καλλιεργεί σύγχυση. Υποστήριξα την ένσταση της ακυρότητας του βουλεύματος. Και μόνο η εξίσωση 1990+15=2003 καθιστά το βούλευμα άκυρο. Δεν πρόκειται για λάθος, αλλά για σκόπιμη πράξη για να στηθεί η δίκη αυτή ως δίκη του ΕΛΑ. Το κατηγορητήριο είναι άκυρο γιατί είναι αποτέλεσμα αλυσίδας παρανομιών τις οποίες νομιμοποιεί και καθαγιάζει εκ των υστέρων.
Εγώ πλέον δεν δέχομαι να συμπράττω σε μια τέτοια κατάσταση. Γι· αυτό και δεν παρέλαβα το βούλευμα. Αρχισα να μην παραλαβάνω από τότε που έκανα την προσφυγή, αρχές Απριλίου, και όταν βγήκε η απόφαση έλεγαν ότι έψαχναν να με βρουν και δεν με βρίσκανε (σ.σ. ήταν κρατούμενος στον Κορυδαλλό!). Ο Αγαπίου κατέληξε θέτοντας εκ νέου το ζήτημα των πρακτικών: Δεν είναι δυνατόν να διεξάγεται τέτοια δίκη χωρίς επίσημα πρακτικά. Δεν καλύπτομαι από μαγνητοφωνάκια. Αρνούμαι να συμμετάσχω σε μια τέτοια διαδικασία, χωρίς πρακτικά. Είναι ανήκουστο, είναι πρωτάκουστο, δε μπορεί να γίνει. Θέτω ως όριο την Τρίτη και εγώ προσωρινώς μεν, αορίστως δε αποχωρώ και ζητώ να τοποθετηθούν άπαντες στο ζήτημα των πρακτικών ξεκινώντας από τους κυρίους δικηγόρους της υπεράσπισης.
Στη συνέχεια η κ. Μπρίλλη άρχισε να διαβάζει επί τροχάδην την απόφαση του δικαστήριου επί των ενστάσεων. Οπως ήταν αναμενόμενο, απορρίφθηκαν όλες. Το «οιονεί δεδικασμένο», που στην αρχή της διαδικασίας είχε ξεφύγει από το στόμα της προέδρου, εφαρμόστηκε πλήρως. Η ένσταση περί αναρμοδιότητας του δικαστήριου απορρίφθηκε και στα δυο της σκέλη. Δηλαδή, και ως ένσταση που αφορούσε την αρμοδιότητα των ΜΟΔ να εκδικάζουν τα συγκεκριμένα κακουργήματα και ως ένσταση για χαρακτηρισμό των συγκεκριμένων πράξεων ως «πολιτικών εγκλημάτων» τα οποία κατά το Σύνταγμα εκδικάζονται από ΜΟΔ. Στο ζήτημα του «πολιτικού εγκλήματος» το δικαστήριο δέχτηκε τη στενή αντικειμενική θεωρία, σύμφωνα με την οποία «πολιτικό έγκλημα είναι μόνο εκείνο που στρέφεται ευθέως κατά της πολιτειακής δομής». Δηλαδή, μόνο το πραξικόπημα! Ολα τα υπόλοιπα είναι εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου, ανεξάρτητα από τα τυχόν πολιτικά κίνητρα του δράστη! Ο τρομονόμος κρίθηκε απολύτως συνταγματικός, όπως έγινε και στη «δίκη της 17Ν».
Τούτο το δικαστήριο, όμως, έκανε ένα βήμα παραπάνω, αποφαινόμενο ότι «ο κοινός νομοθέτης δεν δεσμεύεται να νομοθετήσει και πέραν των συνταγματικών ορίων». Εβγαλε δηλαδή άχρηστο το Σύνταγμα. Το θεώρησε ένα απλό διακοσμητικό στοιχείο, που δεν δεσμεύει σε τίποτα τον κοινό νομοθέτη. Αυτός μπορεί να κατασκευάζει νόμους ευθέως αντισυνταγματικούς και τα δικαστήρια είναι υποχρεωμένα να τους εφαρμόζουν, χωρίς να ασκούν το καθήκον που υποτίθεται ότι έχουν, να ελέγχουν δηλαδή και τη συνταγματικότητα των νόμων. Πρόκειται για μια πολύ ωραία απόδοση στα ελληνικά του «δόγματος Μπους».
Πρόκειται γι εφαρμογή αυτού που είπε ο Κατσαντώνης: «έτσι θέλω έτσι ορίζω». Τους ξέφυγε; Μάλλον ναι. Δείγμα της αλαζονείας τους, αλλά και της αποφασιστικότητάς τους να εφαρμόσουν τα σχέδια της «αντιτρομοκρατίας». Απορρίφτηκε επίσης η ένσταση για την ακυρότητα του βουλεύματος λόγω αοριστίας. Απορρίφτηκε με μια εκπληκτική αιτιολογία: «Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 του νόμου 2928/2001 (σ.σ. πρόκειται για τον τρομονόμο) το βούλευμα έχει καταστεί αμετάκλητο. Η υποβαλλόμενη ένσταση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη». Τί αποφάσισαν εν προκειμένω; Οτι ένα δικαστήριο ουσίας, όπως το συγκεκριμένο, δεν μπορεί να κρίνει ένα αμετάκλητο βούλευμα! Μιλάμε δηλαδή για το βασίλειο της αυθαιρεσίας.
Ενας αντισυνταγματικός νόμος πρόβλεψε ότι τα βουλεύματα που βγάζει ένα δικαστικό συμβούλιο πρώτου βαθμού είναι αμετάκλητα. Και έρχεται ένα δικαστήριο ουσίας και αποφαίνεται ότι το ίδιο δεν μπορεί να κρίνει τη νομιμότητα αυτού του βουλεύματος. Δηλαδή, θα σε πιάνουν, θα σε τυλίγουν σε μια κόλλα χαρτί παραβιάζοντας όλα τα δικαιώματά σου και δημιουργώντας τερατουργήματα (όπως το 1990+15= 2003, που έγινε για να απαλλαγεί η Κυριακίδου και να μετατραπεί από κατηγορούμενη σε μάρτυρα) και εσύ δεν έχεις κανένα δικαίωμα, παρά μόνο θα πρέπει να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας. Αντί για το τεκμήριο αθωότητας έχεις το τεκμήριο ενοχής.
Με το που τέλειωσε η ανάγνωση της απόφασης οι συνήγοροι υπεράσπισης ζήτησαν μικρή διακοπή για να συνεννοηθούν πάνω σε ορισμένα ζητήματα. Οταν ξανάρχισε η συνεδρίαση, εξ ονόματος όλων ο Α. Κούγιας ζήτησε ότι αποχωρούν προσωρινά από τη διαδικασία μέχρι την Τετάρτη (Δευτέρα και Τρίτη το δικαστήριο δεν θα συνεδρίαζε έτσι κι αλλιώς), για να τους δοθεί το γραπτό κείμενο της απόφασης και να συνεννοηθούν με τους εντολείς τους για τις παραπέρα ενέργειές τους. Στη συνέχεια μοίρασαν την εξής κοινή δήλωση στους εκπροσώπους των ΜΜΕ:«Ζητήσαμε να διακοπεί η δίκη για την Τετάρτη 25/02/2004 και να μας χορηγηθεί αντίγραφο της απόφασης του δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την ένσταση περί αναρμοδιότητας, για να κατανοήσουμε πως το δικαστήριο εσκέφθη και απεφάσισε ότι ο νόμος είναι υπεράνω του Συντάγματος. Επίσης προβληματιζόμαστε ιδιαίτερα με την διατυπωθείσα από το δικαστήριο “νομικής” άποψη ότι το αμετάκλητο βούλευμα δεν είναι δυνατόν να κριθεί από το δικαστήριο που το δικάζει».