Η συνεδρίαση ξεκίνησε με την ανακοίνωση από το δικαστήριο της απόφασής του επί της ένστασης για τη δημοσιότητα της δίκης. Το δικαστήριο, μετά την κριτική που δέχτηκε από μερίδα του τύπου για τη μη εκφώνηση αιτιολογίας κατά την απόρριψη της πρώτης ένστασης (για κακή σύνθεση), αποφάσισε να αλλάξει τακτική.
Ετσι, η κ. Μπρίλλη ανακοίνωσε ότι υπάρχει μια πολυσέλιδη απόφαση για την απόρριψη της δεύτερης ένστασης, την οποία δε διάβασε αλλά δήλωσε ότι είναι στη διάθεση όλων των παραγόντων της δίκης, με την επιφύλαξη αλλαγών κατά την οριστική καθαρογραφή της απόφασης. Η ίδια απήγγειλε προφορικά μια συντομότατη περίληψη, χωρίς καμιά νομική αιτιολογία. Το δικαστήριο –είπε- διαπιστώνει ότι ο νόμος που απαγορεύει την τηλεοπτική μετάδοση της δίκης δεν προσκρούει σε καμιά διάταξη του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Δεν είχαμε καμιά αμφιβολία για τη συγκεκριμένη απόφαση. Πολιτική σκοπιμότητα υποκρύπτει ο νόμος Πετσάλνικος που φτιάχτηκε ad hoc για τις συγκεκριμένες υποθέσεις, λίγο πριν ξεκινήσει η «δίκη της 17Ν» και το δικαστήριο, όπως και το προηγούμενο, ενήργησε σε πλήρη ευθυγράμμιση με αυτή την πολιτική σκοπιμότητα.
Στη συνέχεια, ζήτησε το λόγο ο Κούγιας για να διατυπώσει ένσταση περί αναρμοδιότητας του δικαστήριου. Διάβασε μια γραπτή ένσταση, σύμφωνα με την οποία ο νόμος 2928/2001 (ο γνωστός τρομονόμος), προσκρούει στο άρθρο 97 παρ. 1 του Συντάγματος, που προβλέπει ότι τα κακουργήματα δικάζονται από τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια. Ηταν μια ένσταση χωρίς ιδιαίτερη νομική επιχειρηματολογία, η οποία συνοδεύτηκε από ένα ακατάσχετο «γλείψιμο» του δικαστήριου, σαν κι αυτά που έχουμε συνηθίσει να κάνουν οι συνήγοροι υπεράσπισης σε υποθέσεις του κοινού ποινικού δικαίου. Δεν παρέλειψε να δηλώσει την απόλυτη εμπιστοσύνη του προς το δικαστήριο, ακόμα και αν απορρίψει την ένσταση που υπέβαλε, η οποία –όπως κατ’ επανάληψη τόνισε- θα είναι και η μοναδική που υποβάλλει η υπεράσπιση Κανά.
Ακολούθως, το λόγο έλαβε η Μαρίνα Δαλιάνη, από την υπερασπιστική ομάδα του Χρήστου Τσιγαρίδα. Η Μ. Δαλιάνη ανέφερε ορισμένα νομικά επιχειρήματα επί της ένστασης αναρμοδιότητας του δικαστήριου και στη συνέχεια ανέπτυξε την ένσταση για το «πολιτικό έγκλημα». Και αν ακόμη κρίνεται ότι ο νόμος 2928/2001 είναι συνταγματικός –είπε- οφείλετε να κρίνετε ότι τα αδικήματα για τα οποία κατηγορούνται οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι έχουν το χαρακτήρα του «πολιτικού εγκλήματος» και πρέπει να δικαστούν από Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, όπως προβλέπει το Σύνταγμα. Η διάταξη του τρομονόμου δεν είναι απλώς μετατροπή της εξαίρεσης σε κανόνα. Οδηγεί σε πλήρη κατάργηση του θεσμού των Μικτών Ορκωτών. Πρόκειται για ουσιαστική απονεύρωση της συνταγματικής διάταξης, η οποία καθίσταται κενό κέλυφος.
Επ’ αυτού αναφέρθηκε σε απόψεις που ανέπτυξαν κατά τη συζήτηση της τελευταίας αναθεώρησης του Συντάγματος βουλευτές όπως ο Βενιζέλος, ο Κουβέλης, ο Δαμιανίδης κ.ά. Αναφέρθηκε ακόμη στην απαγόρευση αναδρομικότητας στην ποινική δικονομία, στην παραβίαση της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας και στο φρονηματικό στοιχείο του αδικήματος της συμμετοχής σε οργάνωση, για να περάσει στην ανάπτυξη των επιχειρημάτων για το «πολιτικό έγκλημα». Η αγόρευση της Μ. Δαλιάνη ήταν μακρά, νομικά εμπεριστατωμένη και με πλούτο επιχειρημάτων. Μετά την απολιτική τοποθέτηση Κούγια, ήταν μια αγόρευση που μας εισήγαγε στον πολιτικό χαρακτήρα αυτής της δίκης και έθεσε το στίγμα της στη διαδικασία.
Αναφέρθηκε στην τάση που υπάρχει διεθνώς για αποπολιτικοποίηση των πολιτικών αδικημάτων, η οποία έχει αποκτήσει απόλυτο χαρακτήρα τα τελευταία χρόνια που η «τρομοκρατία» υποδεικνύεται ως ο βασικός εχθρός της έννομης τάξης: «Στην παρούσα πολιτική συγκυρία, της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, του διακηρυγμένου σε διεθνές επίπεδο πολέμου κατά της τρομοκρατίας, στα πλαίσια του οποίου η κρατική βία ενισχύεται και κάθε μορφή αντιβίας απονομιμοποιείται, η έννοια του πολιτικού εγκλήματος προσδιορίζεται σε νομολογιακό επίπεδο τόσο στενά, ώστε να στερείται κάθε ουσιαστικού περιεχομένου, με την προσέγγισή του υπό το πρίσμα των πιο στενών-συσταλτικών θεωριών, ενώ κάθε έκνομη πολιτική δραστηριότητα εντάσσεται στην έννοια της τρομοκρατίας και αποπολιτικοποιείται».
Στη συνέχεια αναφέρθηκε αναλυτικά στο διεθνές και το ελληνικό νομικό πλαίσιο «καταπολέμησης της τρομοκρατίας» και έκανε φύλλο και φτερό τον τρομονόμο, αποκαλύπτοντας τις πολιτικές του σκοπιμότητες που οδηγούν σε παραβίαση βασικών αρχών του ισχύοντος δικαίου. Φύλλο και φτερό έκανε και το βούλευμα με το οποίο παραπέμφθηκαν οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι, το οποίο στηρίζεται, εκτός των άλλων, και σε παραλογισμούς. «Η ανομολόγητη πολιτική επιλογή της αποψίλωσης του πολιτικού εγκλήματος από κάθε ουσιαστικό περιεχόμενο –είπε- και η ένταξη κάθε έκνομης πολιτικής δραστηριότητας στην έννοια της κατά δήλωση απολίτικης τρομοκρατίας προσκρούει στο Σύνταγμα. Μόνο ο συνταγματικός νομοθέτης μπορεί να το καταργήσει, με το πολιτικό κόστος του να απεκδυθεί τον φιλελεύθερο μανδύα της αστικής δημοκρατίας… Δεν μπορούν να αποκλεισθούν από το χώρο της πολιτικής παρέμβασης σχηματισμοί που η πολιτική τους παρέμβαση και η ιδεολογική θεμελίωσή της δεν συμφιλιώνεται με τα λειτουργούντα πολιτικά είναι σαφώς ευρύτερη από τα οποιαδήποτε πλαίσια που δικαιικά της καθορίζονται στα όρια μιας συγκεκριμένης συνταγματικής τάξης. Αν δεχθούμε κάτι τέτοιο, θα αποκλείσουμε εξ ορισμού την κυοφόρηση του καινούργιου, της νέας πολιτικής άποψης».
Στη συνέχεια, η Μ. Δαλιάνη έθεσε το ερώτημα «τι σημαίνει η συμμετοχή στον ΕΛΑ» και επιχείρησε μια σύντομη απάντησή του, η οποία κατέληξε ως εξής: «Για ένα ριζοσπαστικό κομμάτι της Αριστεράς η ενσωμάτωση δεν είναι τίποτα άλλο από συνθηκολόγηση. Η πολιτική βία δεν είναι φαινόμενο εκτρωματικό. Η αστική δημοκρατία ενέχει όλες τις ανισότητες, τις αδικίες και τη βαρβαρότητα που έχει το σύστημα που αποτελεί το πολιτικό της εποικοδόμημα, ο καπιταλισμός. Το αίτημα μετασχηματισμού σε μορφές κοινωνικής οργάνωσης ποιοτικά ανώτερες παραμένει. Μέσα στη διαδρομή της Αριστεράς είναι το ένοπλο. Εχει διατυπωθεί η άποψη ότι σε μια δημοκρατία δεν μπορεί να υπάρξει πολιτικό έγκλημα. Η άποψη αυτή, καταρχήν αφοριστική και αυτάρεσκη, υποδηλώνει ότι η δημοκρατία και μάλιστα η αστική δημοκρατία δυτικού τύπου είναι το τέλος της Ιστορίας και της πολιτικής και ότι κάθε προσπάθεια μετασχηματισμού της με μη ειρηνικά μέσα είναι αδίκημα του κοινού ποινικού δικαίου. Ούτε η δημοκρατία, ούτε κανένα πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να θεωρηθεί πάγιο, οριστικό και τελειωμένο.
Η άποψη ότι η αστική δημοκρατία ενέχει την απόλυτη διαχρονικότητα και ότι εκεί σταματάει η πολιτική είναι μια αλαζονική θεώρηση της ιστορίας… Είναι θέμα στατιστικής και όχι πολιτικής άποψης ότι τα αιτήματα για κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα και ελευθερία δεν ικανοποιούνται στα πλαίσια της αστικής δημοκρατίας. Ενυπάρχουν και σε αυτό το σύστημα οι συνθήκες που δικαιολογούν το αίτημα μετασχηματισμού του. Υπάρχουν επομένως οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και πολιτικοϊδεολογικοί όροι για τη δημιουργία τέτοιων οργανώσεων. Αλλωστε, η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα που δρουν ένοπλα κινήματα… Στόχος της βίαιης πολιτικής πρακτικής είναι να εγγραφεί στην κοινωνική συνείδηση η αναγκαιότητα για την ανατροπή και η δυνατότητα του λαού να το κάνει.
Ετσι θα δημιουργηθούν οι ιδεολογικές και πολιτικές προϋποθέσεις για τη γενίκευση που θα δημιουργήσει συνθήκες γενικής και μαζικής επαναστατικής βίας… Η ratio της καθολικής αποπολιτικοποίησης της τρομοκρατίας έχει μια καθαρά ιδεολογική πλευρά. Στην περίπτωση της τρομοκρατίας εναντίον του κράτους το καθοριστικό στοιχείο που συντελεί στην μη νομιμοποίησή της ως πολιτική πρακτική είναι η βίαιη αμφισβήτηση της μοναδικότητας της συνταγματικά κατοχυρωμένης πολιτικής τάξης του σύγχρονου αστικού κράτους. Η πολιτική εξουσία συνήθως αρνείται να χαρακτηρίσει ως πολιτικό υποκείμενο εκείνον που στρέφει τα όπλα εναντίον της, σε αυτόν που την αντιμάχεται με βίαια μέσα. Σε πολιτικό επίπεδο η απαξία των πράξεων καθορίζεται από τα συμφέροντα εκείνου που καλείται να κρίνει. Και αυτός που καλείται να κρίνει έχει επιλέξει να καταπνίξει κάθε φωνή αντίστασης, κάθε ζωντανό άνθρωπο που αντιστέκεται στην νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων, μέχρι του να καταδιώκεται καθένας που στράφηκε κατά του οργανωμένου κράτους ακόμη και σε περιόδους της ιστορίας που η αντίδραση δεν ήταν απλά νομιμοποιημένη αλλά και ηθικά επιβεβλημένη.
Η ανάγκη της ολοκληρωτικής απαξίωσης του αντιπάλου, που έχει αποδεδειγμένα προ πολλού σιγήσει, υποδηλώνει τον πανικό, την βαθιά πολιτική κρίση του ισχύοντος φαινομενικά πανίσχυρου συστήματος. Σε αυτήν την παρακμή πρέπει να αντιδράσει η δικαιοσύνη. Η δικαιοσύνη πρέπει να αντιμετωπίσει το ζήτημα πέρα από στενά νομικά στερεότυπα και σκοπιμότητες και να εφαρμόσει το Σύνταγμα. Η δικαιοσύνη καλείται να αποδείξει την ανθεκτικότητα των θεσμών του νομικού πολιτισμού μας. Αλλως να επιφυλαχθεί το δικαστήριο».
Ο Σ. Καμπάνης (υπεράσπιση Τσιγαρίδα) σε σύντομη παρέμβασή του αναφέρθηκε στη δράση του ΕΛΑ, στις ανακοινώσεις του και στο περιεχόμενό τους, που ουδείς μπορεί να χαρακτηρίσει ως μη πολιτική.
Ο Ν. Δαμασκόπουλος (υπεράσπιση Αγαπίου) στήριξε την ένσταση περί αναρμοδιότητας του δικαστήριου. Σε σχέση με το «πολιτικό έγκλημα» είπε πως ο εντολέας του δεν στηρίζει αυτή την ένσταση, διότι προϋποθέτει ότι υπάρχει έγκλημα, κάτι το οποίο ο Κ. Αγαπίου δεν θεωρεί ότι ισχύει για τον εαυτό του.
Η Τ. Χριστοδουλοπούλου (υπεράσπιση Αγαπίου) υποστήριξε ότι η κατηγορία της «συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση» είναι εντελώς αόριστη, διότι το βούλευμα δεν αναφέρει κανένα στοιχείο που να περιγράφει την ένταξη και τη συμμετοχή του Κ. Αγαπίου σε παράνομη οργάνωση. Αυτή η πρωτοφανής αοριστία καθιστά το βούλευμα άκυρο (θα καταθέσει και ξεχωριστή ένσταση ακυρότητας η υπεράσπιση Αγαπίου) και οδηγεί και στο συμπέρασμα περί αναρμοδιότητας του δικαστήριου.
Ο Α. Κωνσταντάκης (υπεράσπιση Αθανασάκη) έθεσε ένσταση αντισυνταγματικότητας του τρομονόμου και υποστήριξε ότι το δικαστήριο είναι αναρμόδιο να δικάσει τη συγκεκριμένη υπόθεση, η οποία –κατά το Σύνταγμα- είναι αρμοδιότητας του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου. Δεν έθεσε αίτημα «πολιτικού εγκλήματος», διότι η Ειρήνη Αθανασάκη αρνείται σταθερά από τη στιγμή της σύλληψής της τις κατηγορίες και η υποστήριξη της συγκεκριμένης ένστασης θα είχε μόνο φιλολογικό χαρακτήρα για την υπεράσπισή της, όπως είπε ο συνήγορος. Ο Α. Κωνσταντάκης αναφέρθηκε στην προσπάθεια απαξίωσης του λαϊκού δικαστή, που συνιστά μια τάση τα τελευταία χρόνια. Παρουσίασε ακόμα ένα σημαντικό νομικό επιχείρημα για την περίπτωση που το δικαστήριο κρίνει συνταγματικό τον τρομονόμο: οι κατηγορούμενοι κατηγορούνται ότι τέλεσαν ανθρωποκτονία σε περίοδο που δεν ίσχυε ο τρομονόμος. Επομένως, σε κάθε περίπτωση έπρεπε να δικαστούν από ΜΟΔ και όχι να εφαρμόζεται στην περίπτωσή τους μεταγενέστερος νόμος.
Η Κ. Ιατροπούλου (υπεράσπιση Αθανασάκη) έθεσε το δικαστήριο μπροστά σε ένα υπαρκτό δίλημμα. Αναφέρθηκε στις δέκα περιπτώσεις που έχει διαχωρίσει το βούλευμα από την κυρίως υπόθεση και για τις οποίες διεξάγεται χωριστή ανάκριση και θα γίνει χωριστή δίκη. Αν εκδοθεί παραπεμπτικό βούλευμα –είπε- οι υποθέσεις αυτές (εκρήξεις σε εγκαταστάσεις κοινής ωφέλειας) θα δικαστούν από ΜΟΔ. Ετσι, θα έχουμε το παράδοξο υποθέσεις με βαρύτερες κατηγορίες (ανθρωποκτονίες και απόπειρες ανθρωποκτονιών) να δικαστούν από τριμελές εφετείο και άλλες υποθέσεις να πάνε στο ΜΟΔ!
Ο Σ. Φυτράκης (υπεράσπιση Αγαπίου και Κασσίμη) αναφέρθηκε στην πίεση για εντατικοποίηση της καταστολής που οδηγεί στην παραβίαση δικαιωμάτων των κατηγορούμενων, μεταξύ των οποίων είναι και η αφαίρεση από τον φυσικό δικαστή, ειδικά στις υποθέσεις που έχουν πολιτικό υπόστρωμα. Αναφέρθηκε στην υπόθεση Ρασίντ στην οποία η νομολογία είπε ότι δεν υπάρχει πολιτικό αδίκημα, δεν υπάρχει αγώνας για την ελευθερία, όμως η τότε κυβέρνηση δεν εξέδωσε τον Ρασίντ και τον δίκασε εδώ. Κι όταν οι Αμερικάνοι απήγαγαν τον Ρασίντ από την Αίγυπτο, δεν άλλαξαν το νομικό τους σύστημα, αλλά τον δικάζουν στο αμιγές ορκωτό σύστημα που έχουν. Αγορεύοντας σ’ αυτό το πνεύμα, ο Σ. Φυτράκης ανέλυσε γιατί το τριμελές εφετείο είναι σε κάθε περίπτωση αναρμόδιο να δικάσει τα συγκεκριμένα αδικήματα. Και γιατί αφαιρεί από τους κατηγορούμενους τον φυσικό τους δικαστή και γιατί τα συγκεκριμένα αδικήματα είναι σαφώς πολιτικά και μόνο με μια ατασταλτική εφαρμογή του ισχύοντος δικαίου θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως κοινά.
Ο Δ. Μπελαντής (υπεράσπιση Μ. Κασσίμη) έκανε επίσης μια εμπεριστατωμένη αγόρευση για το «πολιτικό έγκλημα», αναφερόμενος σε μια πλούσια βιβλιογραφία. Στο τέλος της αγόρευσής του επιχειρήθηκε σπέκουλα από την πλευρά της πολιτικής αγωγής, πώς γίνεται η υπεράσπιση Κασσίμη να θέτει τέτοιο θέμα, όταν ο εντολέας της υποστηρίζει ότι δεν έχει καμιά σχέση με τα αδικήματα που του προσάπτουν.
Τη σπέκουλα αυτή στήριξε και η πρόεδρος Μπρίλλη, λέγοντας ότι αδυνατίζει κάπως η υπερασπιστική γραμμή, όμως ο Δ. Μπελαντής απάντησε εύστοχα πως υπάρχουν και ζητήματα αρχών που πρέπει να υπερασπίζονται οι συνήγοροι, όταν αυτά τίθενται. Η κ. Μπρίλλη αναδιπλώθηκε και δεν έδωσε συνέχεια.
Στη συνέχεια πήρε το λόγο ο τακτικός εισαγγελέας Πατσής που μας άλλαξε τα φώτα με την αρχαίζουσα που μιλάει. Ξεκινώντας από την Ηλιαία και περνώντας από τους 12 αποστόλους, τη Μαρία Αντουανέτα και τον Μιχαήλ Παλαιολόγο, έφτασε στα σημερινά. Και τι υποστήριξε; Οτι από την κατηγορία δεν προκύπτει χαρακτήρας πολιτικού στα αδικήματα που αποδίδονται στους κατηγορούμενους. Μπορεί, όμως, να προκύψει κάτι τέτοιο από τη διαδικασία! Και πρότεινε ο μεν νόμος να θεωρηθεί συνταγματικός, το δε έγκλημα να μη θεωρηθεί πολιτικό, βάσει της κατηγορίας, αλλά να το εξετάσει το δικαστήριο στη διάρκεια της διαδικασίας. Αφησε δηλαδή ένα παράθυρο.