Η Αλέκα Ζορμπαλά, συνήγορος υπεράσπισης του Χρ. Τσιγαρίδα, ξεκίνησε την αγόρευσή της με ένα εκτενές πολιτικό σχόλιο πάνω στο γενικό πλαίσιο στο οποίο τοποθετείται αυτή η υπόθεση. Αναφέρθηκε στη στρατηγική του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», που είναι ο νέος παγκόσμιος εχθρός, που ήρθε να αντικαταστήσει τον προηγούμενο, τον κομμουνισμό. Αυτό το νέο διεθνές πλαίσιο οδήγησε και στην κατεδάφιση του παλιού νομικού πολιτισμού, που εξασφάλιζε κάποιες εγγυήσεις για τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Η συνήγορος αναφέρθηκε στο πλαίσιο των έκτακτων νομοθεσιών, στο δίλημμα «ελευθερία ή ασφάλεια», που κρίθηκε υπέρ της ασφάλειας, και στο δίλημμα «νομιμότητα ή σκοπιμότητα», που κρίθηκε υπέρ της σκοπιμότητας.
Στη συνέχεια, η συνήγορος αναφέρθηκε στην περίοδο της «εξάρθρωσης» των οργανώσεων πολιτικής βίας στην Ελλάδα, για να περάσει στη συγκεκριμένη υπόθεση. Υπήρξε -είπε- πληθώρα ενεργειών του ΕΛΑ, όμως δεν υπήρχε καμία εξατομίκευση γι’ αυτές τις ενέργειες. Επρεπε, όμως, να κλείσουν όπως-όπως όλες οι εκκρεμείς υποθέσεις και αυτό έγινε με απογείωση της αυθαιρεσίας, όπως αποδείχτηκε και από την εμπλοκή των Μ. Κασίμη και Γ. Σερίφη σ’ αυτή την υπόθεση, περιπτώσεις στις οποίες η Α. Ζορμπαλά αναφέρθηκε αναλυτικά. Η συνήγορος αναφέρθηκε επίσης στο κλίμα πολιτικών πιέσεων που έχει δημιουργηθεί, θυμίζοντας δηλώσεις των Βουλγαράκη, Ζαγορίτη, Χρυσοχοΐδη, που θεωρούν τους συγκεκριμένους κατηγορούμενους συλληφθέντα μέλη του ΕΛΑ.
Σε ό,τι αφορά τον Χρ. Τσιγαρίδα, η Α. Ζορμπαλά εξέφρασε την εκτίμηση και το θαυμασμό της για τη στάση του, για το κουράγιο και τη συνέπεια που επέδειξε. Κατά τη σύλληψή του -είπε- διέγραψε με μιας την εικόνα του ευκατάστατου αστού, του εξαιρετικού επιστήμονα και του πάτερ φαμίλια και πήρε τη θέση του επαναστάτη κομμουνιστή, υπερασπιζόμενος την ιστορία, την τιμή της οργάνωσής του, τη μνήμη των νεκρών συντρόφων του. Η στάση του αυτή είναι εναρμονισμένη με τις αγνότερες παραδόσεις των αγωνιστών του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος.
Η Α. Ζορμπαλά αναφέρθηκε, επίσης, εν εκτάσει στη φυσιογνωμία του ΕΛΑ, τον οποίο προσδιόρισε ως μια κομμουνιστική, επαναστατική οργάνωση, η οποία ήταν δομημένη με βάση το μοντέλο της Αυτονομίας, σε διεθνή παραδείγματα του οποίου αναφέρθηκε. Σημείωσε ότι οι εισαγγελείς δεν το δέχονται αυτό, γιατί ακυρώνει την καταδικαστική τους πρόταση για τον Τσιγαρίδα. Ο ΕΛΑ -τόνισε- ήταν αυτό που προκύπτει απ’ όλα τα κείμενά του και από όσα έχει δηλώσει ο Χρ. Τσιγαρίδας. Ηταν μια πολιτική οργάνωση -παράνομη ναι, αλλά πολιτική- που δεν έχει καμιά σχέση με εγκληματικές οργανώσεις.
Περνώντας στο επόμενο μέρος της αγόρευσής της, η Α. Ζορμπαλά ασχολήθηκε με όσα προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, σημειώνοντας εισαγωγικά πως η διαδικασία δεν ασχολήθηκε καθόλου με την τυχόν εμπλοκή των κατηγορούμενων στις εκρήξεις, γιατί δεν υπήρχε το παραμικρό στοιχείο, αλλά ασχολήθηκε με το παραγεγραμμένο αδίκημα της «συμμετοχής», με την φυσιογνωμία και την ιστορία του ΕΛΑ. Οσον αφορά την Κυριακίδου, ο όγκος των πληροφοριών που δήθεν καταθέτει προορίζεται για να καλύψει την ένδεια πραγματικών αποδείξεων. Η συνήγορος αποδόμησε πλήρως τα βασικά σημεία των καταθέσεων της Κυριακίδου, αποδεικνύοντας πως όσα λέει ήταν ήδη γνωστά στην αστυνομία και σημειώνοντας πως οι αναφορές της είναι μόνο σε νεκρά πρόσωπα (Κασίμη, Τσουτσουβή), για τα οποία είχε δημοσιευτεί πληθώρα πληροφοριών ακόμα και στον Τύπο της εποχής. Με εξαντλητική ανάλυση η Α. Ζορμπαλά απέδειξε ότι δεν ισχύει ο ισχυρισμός των εισαγγελέων, ότι η Κυριακίδου είχε την παραμικρή σχέση με τον ΕΛΑ.
Στο τελευταίο μέρος της αγόρευσής της η Α. Ζορμπαλά ασχολήθηκε με τα στοιχεία εκείνα βάσει των οποίων οι εισαγγελείς πρότειναν την ενοχή του Χρ. Τσιγαρίδα, ξεκινώντας από την αυθαίρετη κατασκευή μιας ηγετικής ομάδας του ΕΛΑ, ο οποίος ουδέποτε είχε ηγετική ομάδα, αλλά είχε μέλη ισότιμα. Αναφέρθηκε αναλυτικά σε όλους τους ισχυρισμούς των εισαγγελέων, που προσπάθησαν να θεμελιώσουν την ενοχή στην προσωπικότητα και τη μόρφωση του Χρ. Τσιγαρίδα. Η συνήγορος απέδειξε ότι αυτή η πρόταση στηρίζεται στη λογική της συλλογικής ευθύνης, ενώ εισάγει και την απαράδεκτη αρχή της συνυπευθυνότητας. Αν αυτή η λογική γίνει δεκτή -τόνισε- οδηγούμαστε στην ποινικοποίηση του φρονήματος. Αυτή την ανάλυση τη συνόδευσε με εκτεταμένες αναφορές σε νομικά ζητήματα, όπως προκύπτουν από τη θεωρία και τη νομολογία. Μάλιστα, η συνήγορος αναφέρθηκε σε όλες τις απόψεις της θεωρίας, για κάθε νομικό ζήτημα που τίθεται σ’ αυτή τη δίκη, εξηγώντας ποιες δέχεται και ποιες απορρίπτει. Ολοκλήρωσε, τοποθετώντας το αποδεικτικό υλικό που υπάρχει για τον Χρ. Τσιγαρίδα στο νομικό πλαίσιο που προηγουμένως είχε αναλύσει, για να καταλήξει πως σε βάρος του δεν υπάρχει το παραμικρό που μπορεί να οδηγήσει σε καταδίκη, ακόμη και σ’ αυτό το σαθρό έδαφος της απλής συνέργειας λόγω ψυχικής συνδρομής. Η αθώωσή του είναι μονόδρομος, είπε. Ο Χρ. Τσιγαρίδας θα μείνει στη συνείδηση της αριστεράς και στη συνείδηση της πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας ως ένας επαναστάτης -ουτοπικός ίσως για πολλούς- με αρχές και συνέπεια.